You are currently viewing Γιώργου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη: Δημήτρη Δημητριάδη, Η μετάφραση ως καταστροφή. Το τέλος της σκηνοθεσίας. Εκδ. Σαιξπηρικόν, 2022

Γιώργου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη: Δημήτρη Δημητριάδη, Η μετάφραση ως καταστροφή. Το τέλος της σκηνοθεσίας. Εκδ. Σαιξπηρικόν, 2022

Μεταφράζοντας προς την άβυσσο: Το θέατρο κατά Δημητριάδη

 

Υπάρχουν στιγμές στο ελληνικό θέατρο όπου η φωνή του Δημήτρη Δημητριάδη μοιάζει να υψώνεται όχι για να προτείνει μια νέα ανάγνωση, αλλά για να απογυμνώσει τη σκηνή από κάθε επιφάνεια. Στο Η μετάφραση ως καταστροφή. Το τέλος της σκηνοθεσίας δεν γράφει απλώς ένα ακόμη δοκίμιο· προβαίνει σε κάτι που μοιάζει περισσότερο με δημόσια αγωγή εναντίον μιας τέχνης που, όπως υποστηρίζει, έχει προδώσει τον ίδιο της τον πυρήνα: το κείμενο.

Η επίθεσή του είναι τριπλή. Πρώτον, στρέφεται ενάντια στη σκηνοθεσία, όπως αυτή καθιερώθηκε να αποτελεί την κυρίαρχη θεατρική εξουσία. Δεύτερον, εναντίον της μετάφρασης που αντιμετωπίζεται ως δημιουργικό πεδίο παρέμβασης, διακόσμησης ή ακόμη και αυθαιρεσίας. Και, τέλος, ενάντια στη σταδιακή υποκατάσταση του δραματουργού από τον σκηνοθέτη, του οποίου το προσωπικό «θέλω»  διαβρώνει το έργο.

Η βασική του θέση είναι τόσο απλή όσο και εκρηκτική: ο σκηνοθέτης δεν αρκείται να ανεβάσει το κείμενο, αλλά το «μεταφράζει» με τη δική του γλώσσα, παραποιώντας το. Προσθαφαιρεί, διαστρέφει, επανασυντάσσει — πάντα στο όνομα μιας αυθεντικότητας της στιγμής, μιας υποτιθέμενης επικαιρότητας που οφείλει να «επικοινωνήσει» με το κοινό. Το αποτέλεσμα, κατά τον Δημητριάδη, δεν είναι μεταφορά αλλά ακρωτηριασμός.

Η αιχμηρότερη παρατήρησή του αφορά την αντιστροφή της θεατρικής ιεραρχίας: ο σκηνοθέτης δεν είναι πια εκείνος που εργάζεται επί του έργου, αλλά εκείνος που το υποκαθιστά. Καθορίζει τι είναι ενδιαφέρον, τι είναι σύγχρονο, τι αξίζει να σωθεί. Στην ουσία, ιδιοποιείται την εξουσία του συγγραφέα.

Το ύφος του κειμένου είναι μαχητικό, σχεδόν καταγγελτικό. Η επιχειρηματολογία του δεν ανήκει σε μια ακαδημαϊκή διαμάχη· είναι μια διαρκής υπενθύμιση ότι μιλάμε για το θέατρο που βλέπουμε από τις θέσεις του κοινού. Η γλώσσα του είναι πυκνή, απαιτητική, γραμμένη με τρόπο που δεν αφήνει τον αναγνώστη ουδέτερο: ή θα συνταχθεί με το έργο ή θα το απορρίψει.

Η μεγαλύτερη δύναμή του είναι η συνέπεια. Ο Δημητριάδης δεν παραχωρεί ούτε σπιθαμή: αν ο σκηνοθέτης δεν έχει το δικαίωμα να αλλάξει πρόσωπα ή να μεταβάλει το τέλος, το υποστηρίζει με θρησκευτική αφοσίωση, ανατρέχοντας στην παράδοση, στο αρχαίο δράμα, στη μνήμη της γλώσσας. Για εκείνον, το θεατρικό κείμενο είναι ένα σώμα με ιστορία και ανάσα· και το σώμα αυτό δεν ανήκει σε κανέναν άλλον πέρα από τον συγγραφέα.

Αλλά η ίδια του η αδιαλλαξία  ίσως είναι και η αδυναμία του. Η σκηνή δεν είναι ποτέ στατική· οι πολιτισμικές αποστάσεις, οι μεταφραστικές ανάγκες, οι απαιτήσεις ενός σύγχρονου κοινού θέτουν ερωτήματα που δεν μπορούν πάντα να απαντηθούν με την καθαρότητα μιας αρχής. Ο ίδιος οριοθετεί τον χώρο της «καταστροφής», αλλά η γραμμή αυτή παραμένει, αναπόφευκτα, θεωρητική. Ωστόσο,  και η θεωρία είναι μια μορφή πρακτικής.

Ως συνολική εμπειρία, το βιβλίο λειτουργεί ως μια πρόκληση — μια αφύπνιση. Ο Δημητριάδης δεν αναζητά συμφιλίωση αλλά διαμάχη. Υπενθυμίζει ότι η σκηνοθεσία δεν είναι απλώς φώτα, σκηνικά και «ερμηνεία»· είναι μια πράξη ευθύνης απέναντι σε ένα κείμενο που προϋπήρξε. Στον πυρήνα του δοκιμίου υπάρχει μια φωνή άμυνας, μια υπεράσπιση του έργου απέναντι σε μια τέχνη που, συχνά, ξεχνά ποιανού τα λόγια προφέρει.

Η μετάφραση ως καταστροφή δεν υπόσχεται ισορροπίες. Υπόσχεται μια διαρκή ενόχληση, την αίσθηση ότι η σκηνή που αγαπάμε ίσως έχει οικοδομηθεί πάνω σε παραβιάσεις. Και είναι ίσως γι’ αυτό το πιο αναγκαίο κείμενο θεατρικής κριτικής που έχουμε διαβάσει τα τελευταία χρόνια.

 

 

 

Γ. Κ. Μιχαηλίδης

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.