Ένα θεατρικό κείμενο γραμμένο από έναν συγγραφέα με το όνομα «Χρήστος», όπως τον αποκαλεί ο Δήμος -το κύριο πρόσωπο του έργου, «προβάρεται» από δύο ηθοποιούς τους οποίους υποδύονται οι δύο ανδρικοί ρόλοι του έργου: ο Δήμος -ώριμος και επιτυχημένος- και ο νεαρός εκκολαπτόμενος ηθοποιός και βοηθός του. Το θεατρικό κείμενο πραγματεύεται τη ζωή του ρήτορα Δημοσθένη. Η πρόβα έχει τη μορφή θεατρικού αναλογίου, σαν να πρόκειται για την αρχή μιας διαδικασίας που κατευθύνεται προς πιθανή παράσταση. Είναι η πρώτη ανάγνωση του έργου από τον Δήμο, η οποία διακόπτεται από παρατηρήσεις επί του κειμένου: συναφείς με το κείμενο ιστορικές πληροφορίες για την ιστορία του Δημοσθένη ως ανθρώπου και ως ρήτορα, στοχασμούς για διαχρονικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των Ελλήνων, στοιχεία της ζωής του Δήμου ως ανθρώπου και ως ηθοποιού, η σχέση του του με τον νεαρό ηθοποιό, η σχέση του με τον Χρήστο, δηλαδή τον συγγραφέα του «έργου» μέσα στο έργο. Πρόκειται δηλαδή για «Θέατρο εν θεάτρῳ» (“Play within a play”, “Τéâtre dans le théâtre”, “Theater im Theater”), με τους ηθοποιούς να υποδύονται ηθοποιούς σε έργο που αναφέρεται σε ένα άλλο έργο, ενώ όλοι συμμετέχουν σε ενιαία παράσταση συγχρόνως και για τους ίδιους θεατές.
Το έργο εκτυλίσσεται στην εξοχική κατοικία του πρωταγωνιστή Δήμου στο νησί Πόρος, στην αρχή στη βεράντα και μετά στον αρχαιολογικό χώρο του ιερού του Ποσειδώνα σε αυτό το νησί, όπου κατέφυγε ο ρήτορας Δημοσθένης για να αποφύγει τη σύλληψη από τους στρατιώτες του Μακεδόνα αντιβασιλέα Αντίπατρου, αφού είχε συμμετάσχει στην αποτυχημένη επανάσταση κατά των Μακεδόνων, και τελικά αυτοκτόνησε με κώνειο. Εκεί ακριβώς παίζεται και η τελευταία πράξη του σύγχρονου δράματος του έργου.
Μέσα από τις πληροφορίες για τη ζωή του ρήτορα Δημοσθένη στο «αρχικό» θεατρικό κείμενο του Χρήστου καθώς και από το υπόλοιπο κείμενο, κυρίως διαλογικό, που πλαισιώνει αυτό το «αρχικό», ξεδιπλώνονται οι αναλογίες ανάμεσα στον ρήτορα Δημοσθένη και τον σύγχρονο ηθοποιό Δήμο, με προφανή την «οικονομία» της επιλογής του ονόματός του. Επίσης σύγχρονος είναι ο ηθοποιός που υποδύεται τον νεότερο ηθοποιό και βοηθό του Δήμου, έχοντας (προσ)κομίσει σ’ αυτόν τον θεατρικό κείμενο και αφού το έχει ήδη αποστηθίσει με την καταπληκτική επαγγελματική μνήμη του.
Ο τρίτος ρόλος του έργου είναι η γυναίκα που φροντίζει για χρόνια τον Δήμο και το σπίτι του. Στην αρχή εμφανίζεται με «σύνεργα»- δείκτες του ρόλου της, αποσύρεται για τη μισή περίπου διάρκεια της παράστασης και επανέρχεται για να αναδειχθεί σε κομβικό πρόσωπο για την εξέλιξη της πλοκής και τη «λύση» του δράματος.
Οι πληροφορίες για τη ζωή του Δημοσθένη βασίζονται στη μοναδική βιογραφία του ρήτορα που διαθέτουμε, από τους «Βίους Παράλληλους» του Πλουτάρχου. Τρία είναι τα βιογραφικά στοιχεία του Δημοσθένη που εμφανίζονται στο θεατρικό κείμενο: πρώτον το επάγγελμα του πατέρα του (μαχαιροποιός), δεύτερον η υπόθεση για την οποία ο ρήτορας έγραψε τον δικανικό λόγο «Κατά Μειδίου». Ο Μειδίας, παλαιός αντίπαλος του Δημοσθένη, επιτίθεται και σωματικά στον ρήτορα δημοσίως στα Μεγάλα Διονύσια το 348 π.Χ. Ο Δημοσθένης διατυπώνει το πρώτο προσωρινό κατηγορητήριο, δικαιώνεται από την Εκκλησία του Δήμου και ετοιμάζεται για την κανονική δίκη. Γράφει έναν έξοχο δικανικό λόγο, τον οποίο όμως δεν εκφώνησε ποτέ, αφού παραιτήθηκε από τη δίωξη του αντιπάλου του. Απάντηση στο ερώτημα για αυτή τη συμπεριφορά του ρήτορα διατυπώνεται στο τμήμα του θεατρικού κειμένου που αναφέρεται στη σύγχρονη πραγμάτευση του θέματος: ο ρήτορας χρηματίστηκε για να παραιτηθεί, με το ποσόν των 3.000 αττικών δραχμών (μεγάλο ποσόν, αφού με 3 δραχμές μπορούσε να αγοράσει κανείς ένα γουρουνόπουλο, σύμφωνα με κείμενο του Αριστοφάνη, «Ειρήνη» 421 π.Χ.). Η τρίτη πληροφορία για τον Δημοσθένη αναφέρεται στον τρόπο αυτοκτονίας του ρήτορα με δηλητήριο. Αυτές είναι οι τρεις πληροφορίες για τις οποίες ενημερώθηκε ρητά το κοινό της εν λόγω παράστασης. Η υποδηλούμενη πληροφορία παρουσιάστηκε με εικαστικά μέσα, στην εικόνα του φόντου της σκηνής πριν την έναρξη της παράστασης καθώς και στα βίντεο, όπου εικονιζόταν μία παραλία με βότσαλα. Ο ηθοποιός στο βίντεο που υποδυόταν τον Δημοσθένη πήρε μερικά από τα βότσαλα κι έβαλε ένα στο στόμα. Ο ρήτορας Δημοσθένης είχε στόχο να εκφωνεί λόγους δικανικούς αλλά και συμβουλευτικούς και φυσικά να είναι αποτελεσματικός, Ωστόσο, «Δὲν εἶχε καλὰς στάσεις, ἡ φωνή του ἐστερεῖτο δυνάμεως καὶ εὐρύτητος, δὲν ἤρθρωνε κὰν εὐκρινῶς» (Weil, 1975, σ. 12). Είναι ευρύτερα γνωστό και αξιοθαύμαστο ότι, σε μία εποχή που δεν υπήρχε Ειδική Αγωγή και εργοθεραπευτές, εφάρμοσε ο ίδιος ο ρήτορας τεχνικές αυτοθεραπείας χρησιμοποιώντας βότσαλα, χαλίκια που έβαζε στο στόμα του κατά την διάρκεια των γλωσσικών ασκήσεων, Πλούταρχος, 1993, σ. 45).
Μία άλλη υποδηλούμενη πληροφορία βρίσκεται στα λόγια του Δήμου, σύμφωνα με τα οποία η εκφορά του λόγου των ηθοποιών είναι χειρότερη και από αυτή που χαρακτηρίζει τους αγράμματους ναύτες. Ο Πλούταρχος αναφέρεται στην εικόνα που αποκόμιζαν όσοι άκουγαν τον Δημοσθένη να απαγγέλει: «… χάριν οὐκ ἒχειν πρὸς τὸν δῆμον, ἀλλὰ κραιπαλῶντες ἄνθρωποι ναῦται καὶ ἀμαθεῖς ἀκούονται καὶ κατέχουσι τὸ βῆμα, παρορᾶται δ’ αὐτός…» (…δεν ήταν ευχάριστος στον λαό, αλλά άνθρωποι άσωτοι, ναύτες και αμόρφωτοι ακούγονταν καλά και στέκονταν ικανοποιητικά στο βήμα, ενώ τον ίδιο τον περιφρονούσαν», Πλούταρχος, 1993, σ. 37). Αυτήν την αρνητική κατάσταση, η οποία φυσικά τον επηρέαζε ψυχολογικά, προσπάθησε ο ρήτορας να διορθώσει με επίπονες και συστηματικές ασκήσεις (Δροσινού & Πανόπουλος 2014).
Η παραλληλία ανάμεσα στην περίπτωση του κλασικού ρήτορα και του σύγχρονου ηθοποιού είναι η αναζήτηση εργαλείων για την βελτίωση των εκφραστικών μέσων που κάνουν αποτελεσματική την απεύθυνση στο κοινό. Ο Δήμος παραπονιέται ότι η μνήμη του είναι σαν «το κουτί της Πανδώρας», άδεια, σε αντίθεση με τη μνήμη του νεαρού ηθοποιού, τον οποίο όμως ο συγγραφέας Χρήστος, στην επιστολή του -που αποκαλύπτεται μετά τον θάνατο-εξαφάνισή του- θεωρεί ατάλαντο. Οικτίρει επίσης ο Δήμος τον εαυτό του, επειδή συγχέει τους θεατρικούς ήρωες στο μυαλό του, όπου είναι ασαφείς οι ρόλοι, τα όρια, ο χαρακτήρας τους. Το ζήτημα της ταυτότητας είναι για τους ηθοποιούς κορυφαίο και συνειδητό, κάποτε και βασανιστικό, ζητούμενο.
Ο Δημοσθένης θεωρούσε ότι η «ηθοποιία» είναι το πιο σημαντικό γνώρισμα του ρήτορα. Εδώ η αναλογία ανάμεσα στην τέχνη του ρήτορα και του ηθοποιού είναι σαφής. Ο τίτλος του έργου «Οι ρήτορες» μπορεί να διαβαστεί και ως «Οι ηθοποιοί». Αυτό είναι λοιπόν το θέμα της παράστασης; Θα έλεγα ότι εδώ εντοπίζεται το θέμα. Η αγωνία του ηθοποιού για βελτίωση των εκφραστικών του μέσων, των εργαλείων της τέχνης του. Η διαρκής προσπάθεια να ξεπεράσει τις ατέλειες, να αξιωθεί την εξαιρετική ερμηνεία, την παράσταση που συνεπαίρνει, συγκινεί. Στην περίπτωση του Δήμου, πρόκειται για προσπάθεια που τον αφήνει με την αίσθηση του ανικανοποίητου, τον οδηγεί σε αδιέξοδο. Βαθύ και υπαρξιακό είναι το αδιέξοδο που παραμένει στον Δήμο ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη, παρά τις ευκαιρίες που είχε για ανθρώπινες σχέσεις και παρά την επιτυχία και την αναγνώρισή του ως ηθοποιού. Έχει χορτάσει από θετικές κριτικές σε «εφημερίδες!», «περιοδικά!» όπως αναφωνεί ο ίδιος. Ξέρει όμως ότι, παρά την αναγνώριση, τελικά δεν έγινε αυτό που θα έπρεπε, που θα ήθελε.
Ο θάνατος του συγγραφέα Χρήστου είναι για τον πρωταγωνιστή Δήμο «άλυτο αίνιγμα» (η διατύπωση παραπέμπει στο έργο του Χριστοφή με τίτλο «Το αίνιγµα του χαµένου Θεού»). Είναι αυτοκτονία ή εξαφάνιση; Το σώμα δεν έχει βρεθεί. Η οικιακή βοηθός επισημαίνει τη γνωστή ρήση ότι χωρίς πτώμα δεν υπάρχει θάνατος. Ποια είναι λοιπόν η σχέση ανάμεσα στον συγγραφέα και τον ηθοποιό; Ο ηθοποιός μπορεί να εξαφανίσει, να «σκοτώσει» τον συγγραφέα;
Από την άποψη αυτού του θεματικού πυρήνα του έργου «Οι ρήτορες», πρόκειται για μετα-θεατρικό, αυτό-αναφορικό κείμενο. Ένα δοκίμιο για τη θητεία στη θεατρική τέχνη, έργο που αφορά άμεσα τους ανθρώπους του θεάτρου. Για αυτό άλλωστε ήταν παρόντες τόσοι ηθοποιοί και κριτικοί θεάτρου στην παράσταση της 3ης Σεπτεμβρίου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.
Εκτός από το επίπεδο της θεατρικής τέχνης και της προσωπικής παθολογίας του ηθοποιού, στο έργο θίγεται και η συλλογική μας παθογένεια «Οι Έλληνες αγαπάμε τους νεκρούς. Όσο εκείνοι ζούσαν τους ζηλεύσαμε και τους μισούσαμε», αναφωνεί ο Δήμος μπροστά από το πτώμα του νεαρού ηθοποιού.
Όσο για το ερώτημα γιατί το έργο δανείζεται διακειμενικά την περίπτωση του Δημοσθένη, ο Δήμος επισημαίνει ότι και «Ο Αχιλλέας πολεμούσε με την Ιλιάδα στο προσκεφάλι του» -όσο και αν η εικόνα δεν είναι ιστορικά ακριβής αφού δεν υπήρχαν βιβλία με τη σημερινή μορφή για το προσκεφάλι.
Στο έργο «Οι ρήτορες» ο πολυβραβευμένος συγγραφέας και σκηνοθέτης Χριστόφορος Χριστοφής αξιοποιεί το εύρημα της ανάδειξης σύγχρονων ζητημάτων μέσα από την αναλογία με προσωπικότητα ιστορική ή της κλασικής γραμματείας, το οποίο έχει δοκιμάσει και σε άλλα έργα του («Τουλούζ Λωτρέκ – Η Φαντασία της αμαρτίας», «Η Ιφιγένεια των Ταύρων», «Το κάλεσµα του Προµηθέα», «Ευριπίδης Μαινόµενος», µεταγραφή της «Ασπίδας» του Μενάνδρου) με τόλμη, για να θίξει ζητήματα δύσκολα διαχειρίσιμα σε επίπεδο δοκιμίου και ακόμη δυσκολότερα σε παράσταση. Διδάσκει στους ηθοποιούς του ερμηνείες με βάθος και εσωτερικότητα, διακινδυνεύοντας να μην ακούγονται καλά όλα τα λόγια σε όλο το φάσμα του αμφιθεάτρου. Ίσως για αυτή τη μυσταγωγική συνθήκη ο συγγραφέας δεν αφήνει στην τύχη τη σκηνοθεσία του έργου, αφού ο ίδιος είχε επίσης σκηνοθετήσει και την πρώτη παράστασή του στο ανοιχτό θέατρο του Παλαιού Πανεπιστημίου Αθηνών στην Πλάκα με τον Χρήστο Τσάγκα και την Όλγα Τουρνάκη, το καλοκαίρι του 1999.
Με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών μέσων τους, μετρημένη και καλά εξασκημένη κίνηση, και οι τρεις ηθοποιοί συνέβαλαν στη συγκρότηση μιας παράστασης υποβλητικής, με σκέψεις, συναισθήματα, φόβους, συγκρούσεις, διλήμματα που αναδύονται σταδιακά και κλιμακούμενα.
Το σκηνικό αναλόγως μινιμαλιστικό, το λευκό γίνεται καμβάς για τις αποχρώσεις του ψυχισμού που αποκαλύπτεται. Ελάχιστα τα σκηνικά αντικείμενα με επιδέξιο μετασχηματισμό της λειτουργίας του λευκού υφάσματος και των κύβων.
Η κίνηση συντονισμένη με ακρίβεια στο ύφος και τη λειτουργία κάθε χαρακτήρα, τίποτε λιγότερο ή περιττό. Τα βίντεο και η μουσική υποστήριξαν με συνέπεια την ανάπτυξη του θέματος.


