Το Χειμερινό πτηνολόγιο, σε εικαστική επιμέλεια Φωτεινής Χαμιδιελή και με ένα ιδιαίτερο εξώφυλλο που μας προκαλεί και μας προσκαλεί σε αυθαίρετες ή μη ερμηνείες, εκτείνεται, φτεροκοπά και αφήνει τα ποιητικά του πούπουλα σε τρεις ενότητες.
Στην πρώτη, «Ο κήπος των οδυνών», κυριαρχεί η γυναίκα σε ένα αντίστροφο -ή μήπως παράλληλο;- σύμπαν από τον κήπο των ηδονών του Ιερώνυμου Μπος. Μορφές μυθικές, βιβλικές, όπως η γυναίκα της Γένεσης, η Λίλιθ, η Τουλώτ, μορφές μυθολογικές, όπως η Φιλομήλα, γυναίκες-πουλιά και Περσεφόνες, περιφέρονται στην οργιάζουσα βλάστηση, όπου, σε μια ατμόσφαιρα ζόφου, καραδοκούν το κακό, κρυμμένα μυστικά, ψόγοι, αιμομιξίες, εγκλήματα και φόνοι. Τα πρόσωπα του μυθολογικού παρελθόντος μετουσιώνονται, γίνονται αγριολούλουδα, γυναίκες-άνθη, αλθαίες υψώνονται ανάμεσα στα ξερόχορτα, αποφασιστικές κι αποφασισμένες να τιμωρήσουν την ύβρη του κάθε Μελέαγρου, συνομιλούν, μεταφέρονται στο παρόν, υποστασιώνονται σε σημερινούς ανθρώπους με πάθη, πόθους, άχθη και βάσανα. Η Πηνελόπη υφίσταται μαστεκτομή, κατάτμηση και πολλαπλασιασμό σε πολλές μικρές πάσχουσες ηρωίδες της καθημερινότητας.
Μικρές Πηνελόπες
II
Ένα βράδυ
έκοψε τα μαλλιά της.
Δεν αντέχει στο μαξιλάρι της να βλέπει τούφες
φύλλα ξερά φθινόπωρο
χημειοθεραπείας.
III
Έδωσε τον Τηλέμαχο σε ανάδοχη οικογένεια.
Πώς να θηλάσει βρέφος
με κομμένο στήθος;
IV
Κάποιες νύχτες την καταλαμβάνει εξαπίνης ένας δούρειος ύπνος.
Η Τροία, η Τροία, φωνάζει κάθιδρη.
Δεν ησυχάζει μέχρι ν’ αγγίξει
στην αριστερή μεριά του κρεβατιού
την εικοσάχρονη απουσία του Οδυσσέα.
V
Βαρέθηκε να πλαγιάζει μόνη.
Κάθε βράδυ
απατά
τον Οδυσσέα
με
διαφορετικό Κανένα. (σσ. 23-26 )
Στη δεύτερη ενότητα, «Η σφαγή των χρωμάτων», σε ένα σκηνικό ζόφου και λάμψης, εκτυλίσσεται μια συνομιλία με την τέχνη της ζωγραφικής, με καλλιτέχνες, όπως ο Pieter Brueghel ο Πρεσβύτερος, ο Egon Schiele, ο Edvard Munch, ο Claude Monet, ο Johannes Vermeer, ο Mike Worrall. Απλώνονται λαδομπογιές και γκουάς, κάρμινες, ματζέντα, ίσατις βαφική, σέπια για να ασταρώσουν ένα πεδίο μάχης, για δημιουργήσουν έναν καμβά σφαγής
[…]
Ένα μικρό κορίτσι γαντζωμένο
στη φούστα της μάνας
μάταια προσπαθεί να ξαναμπεί στη μήτρα
πριν το λεπίδι του στρατιώτη
την κόψει φέτες σαν συκώτι χήνας.
[…]
(«Η σφαγή των αθώων», σ. 38)
για να δημιουργήσουν έργα τέχνης και έργα φρίκης, όπου εμφιλωχωρεί ο άωρος θάνατος, ο παραλογισμός, η καταπίεση της καλλιτεχνικής έκφρασης, η καταδίωξη του ίδιου του καλλιτέχνη, η άνοια, ενώ γυναίκες-άνθη βιώνουν τον πόνο, την απόρριψη, τον βιασμό, άλλοτε στη σιωπή κι άλλοτε παίρνοντας με τα ίδια τους τα χέρια, με τον ίδιο τους τον χρωστήρα εκδίκηση.
Artemisia absinthium Gentileschi
Καὶ ἐγένετο τὸ τρίτον τῶν ὑδάτων εἰς ἄψινθον,
καὶ πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἀπέθανον
ἐκ τῶν ὑδάτων, ὅτι ἐπικράνθησαν.
Αποκάλυψις Ιωάννου 8. 11
Αψέντι τα μαλλιά μου. Εκδίκηση.
Τον ύπνο τους ναρκώνει.
Ως τον θάνατο
κι ακόμα πιο πικρά.
Οι πίνακές μου έχουν τις πιο βαθιές πληγές
στα πρόσωπα γαλάζιο ασφυξίας.
Τινάζεται το αίμα ζωντανό
καθώς μπήγω με λύσσα το μαχαίρι.
Λάμπει
πορφύρα ο καμβάς.
Εγώ είμαι το μοντέλο, εγώ η καλλιτέχνις
η ατιμασμένη εγώ, εγώ το χέρι.
Η Ιουδήθ, η Ιαήλ εγώ.
Η βιασμένη, η προδομένη
εγώ
με αίμα κάρμινες
με δάχτυλα σπασμένα
εγώ
θα χτίζω το βασίλειο του ίσκιου. (σσ. 45-46 )
Στην τρίτη ενότητα, «Πτηνά αναρριχητικά», το ποιητικό υποκείμενο συνομιλεί με πτηνά ωδικά, πτηνά εξαίσια εξωτικά με το παράξενο όνομα «Γκόρενκο σημαίνει καίγομαι» ή Άννα Αχμάτοβα, με τη «Σαν ακριβό κρασί» Μαρίνα Τσβετάγιεβα, με τον «Μαύρο κύκνο» Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, με τη Γιώτα Αργυροπούλου, την Έμιλυ Ντίκινσον και τη «Δαντέλα» της, το τροπάριο της Κασσιανής, ὅτι μόνον νύξ σοι ὑπάρχει. Εδώ πλανώνται και περιπλανώνται η ποιήτρια υποκείμενο αλλά και αντικείμενο της ποιητικής τέχνης, η γυναίκα που υμνεί και υμνείται αλλά και η ανώνυμη γυναίκα, η γυναίκα του Άβα, της διπλανής πόρτας, της παραδιπλανής απόγνωσης.
Flora horribilis
Η μητέρα δεν αγαπούσε τον εαυτό της.
Μονάχα τα φυτά.
Τα σκάλιζε. Τα τάιζε χώμα. Τα πότιζε δάκρυα.
Πολλά δάκρυα.
Γιατί η μητέρα δεν εκφραζόταν. Ούτε φώναζε. Μόνο έκλαιγε κρυφά.
Δημιουργούσε κατάλληλες συνθήκες και τροφή για τα φυτά της.
Πολλά βράδια κρυμμένη πίσω απ’ το παντζούρι
την άκουγα να τους μιλά.
Τώρα πια δε μιλά, δεν περπατάει, δε γελά.
Δεν κλαίει.
Ευτυχώς.
Σχεδόν φυτό.
Σε λίγο καιρό θα αγαπάει και τον εαυτό της. (σ. 65)
Από εδώ πετιούνται, εδώ φτεροκοπάν κι εδώ ξεχειμωνιάζουν τα πουλιά που βρήκαν προσωρινό καταφύγιο στον υδροβιότοπο της ποίησης.
Φωτεινή Βασιλοπούλου
