Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΓΛΥΚΟ ΠΟΥΛΙ ΜΕ ΑΓΡΙΑ ΜΑΤΙΑ.
Καθόταν στο απέναντι τραπέζι. Κρατούσε κάποιες σημειώσεις ίσως. Τον έβλεπα που ήταν απορροφημένος. Το πρόσωπό του ήταν σοβαρό, σχεδόν προβληματισμένο. Άναψε τσιγάρο, χωρίς να πάρει τα μάτια του από αυτό που έγραφε. Φαινόταν απομονωμένος από τους γύρω ήχους, τα σχόλια και τα γέλια από το διπλανό τραπέζι, από τα τραγούδια που ακούγονταν στο μαγαζί. Κοιτώντας ακόμα το χαρτί, και με το στυλό στο χέρι, σήκωσε το μπουκάλι και έβαλε κρασί στο ποτήρι που είχε μπροστά του. Σηκώνοντας το μπουκάλι, μου αποκαλύφθηκε ότι δεν έγραφε, αλλά καταγινόταν με ένα σχέδιο, πάνω στο χάρτινο τραπεζομάντηλο του τραπεζιού.
Διαπίστωσα επίσης, ότι δεν ήταν μόνος. Στο ίδιο τραπέζι, καθόταν σχεδόν ακίνητη, μία γυναίκα. Περίεργο, πώς μου είχε διαφύγει εντελώς, τόση ώρα η παρουσία της. Κοιτούσε επίμονα το χέρι του. Αυτό που ζωγράφιζε. Και πότε πότε, το πρόσωπό του. Μα πιο πολύ το χέρι του. Πήρε με απαλές κινήσεις το πακέτο, έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. Κατάλαβα ότι δεν ήθελε να του αποσπάσει την προσοχή. Όταν μετά από λίγο ξανακοίταξα προς το μέρος της, μου φάνηκε πιο αχνή. Ίσως από τον καπνό του τσιγάρου ή και από κάποια σταγονίδια που έβγαζε το κοντινό air condition.
Δεν μιλούσαν καθόλου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι είδους τελετουργικό ήταν αυτό. Τα φαγητά ήταν σχεδόν ανέγγιχτα. Μόνο το μπουκάλι με το κρασί, ήταν τώρα εντελώς άδειο. Μίλησαν μόνο όταν ήρθε ο υπάλληλος για να πληρώσουν. Σηκώθηκε πρώτος εκείνος. Τον ακολούθησε και εκείνη, μαζεύοντας τελευταία στιγμή τα πράγματά της από το τραπέζι, και σκίζοντας το ζωγραφισμένο σημείο στο τραπεζομάντηλο, το δίπλωσε βιαστικά και το έβαλε στην τσάντα της.
Την περίμενε στη σκιά του απέναντι δέντρου. Καταμεσήμερο, ο ήλιος ντάλα. Πριν καλά καλά, εκείνη φτάσει κοντά του, της είπε κάτι, έστρεψε την πλάτη του και άρχισε να απομακρύνεται. Εκείνη τώρα κάτω από τον καυτό ήλιο, είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Τον κοίταξε για λίγο αμίλητη. Ύστερα φώναξε δυνατά το όνομά του. Γύρισε και την κοίταξε χωρίς να μιλά.
Τώρα ήταν εκείνη, που έστρεψε την πλάτη της και άρχισε να απομακρύνεται με βήματα ασταθή. Στο πέμπτο βήμα εξαϋλώθηκε.
