Ένα σεντούκι γεμάτο θησαυρούς
Έκανε μακρύ ταξίδι μέχρι να φτάσει στις μέρες μας το βιβλίο της Ευριάνθης Τσιλίδου «Ζώντας πλάι πλάι – Μικρασιάτικες Ιστορίες» (εκδόσεις Οσελότος 2025). Στην εξαιρετικά κατατοπιστική Εισαγωγή της επιμελήτριας της έκδοσης Μαρίας Σιταροπούλου, εντοπίζουμε τους τέσσερις «σταθμούς» αυτού του ταξιδιού:
Πρώτος σταθμός η συγγραφή του από τη δασκάλα Ευριάνθη Τσιλίδου στην Προύσα της Μικράς Ασίας πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Δεύτερος σταθμός η έκδοση των ιστοριών που έφερε μαζί της στον ξεριζωμό και η έκδοσή τους από τις εκδόσεις Γκοβόστη, με τίτλο: «Τουρκικές Ηθογραφίες, Ευριάνθης». Διαβάζουμε σχετικά στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Η δασκάλα από την Προύσα, ερχόμενη με τα αδέρφια της στο Θησείο, διέσωσε και έφερε τις σημειώσεις της που σκιαγραφούσαν στιγμιότυπα από τη ζωή οθωμανικών κυρίως οικογενειών. Στο τέλος της 10ετίας του 1960 ήταν έτοιμες να πετάξουν στο φως και στον αέρα από τις εκδόσεις Γκοβόστη».Ο χρόνος εισαγωγής του στην Εθνική Βιβλιοθήκη, πάντως, είναι 1967.
Τρίτος σταθμός, σε απροσδιόριστο χρόνο, τον καιρό που η επιμελήτρια της έκδοσης ήταν φοιτήτρια, όταν έπεσε στα χέρια της ένα από τα σπάνια αντίτυπα του βιβλίου της θείας της. Το πρωτότυπο το χάρισε το 2002 στη βιβλιοθήκη του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού.
Τέταρτος σταθμός, η επανέκδοση, με δική της επιμέλεια, του φωτοτυπημένου αντιγράφου που είχε κρατήσει. Διαβάζουμε επίσης στο οπισθόφυλλο για την επανέκδοσή τους: «Ξαναπετούν, ύστερα από μισό αιώνα οι ιστορίες της Ευριάνθης στο φως και τον αέρα με την έκδοση του Οσελότου αυτή τη φορά, επειδή η επιμελήτριά τους πίστεψε πως μπορούν να βάλουν ένα μικρό λιθαράκι στη ζωή «πλάι πλάι».
Και έχει δίκιο να γράφει «πετούν» και «ξαναπετούν» γιατί οι 23 αφηγήσεις μοιάζουν πραγματικά με παραδείσια πουλιά.
Θα συμπλήρωνα ότι την επανέκδοσή τους την οφείλουμε στην ευαισθησία και τη συναίσθηση της ευθύνης της απέναντι σε έναν μοναδικό λογοτεχνικό θησαυρό, που ήταν για μισό αιώνα κρυμμένος σε ένα σεντούκι ξεχασμένο σε κάποια σοφίτα.
Για τα 23 αφηγήματα του βιβλίου, γράφει η Μαρία Σιταροπούλου στην Εισαγωγή της: «Αποτελούν μια τρυφερή ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις κατά κύριο λόγο μέσα στην τουρκική κοινότητα, αλλά και στις σχέσεις ανάμεσα στην τουρκική και την ελληνική. Έχουν την απλότητα της προφορικότητας και πολλά στοιχεία από τον λαϊκό πολιτισμό»
Θα συμπλήρωνα ότι αποτελούν την πιο αυθεντική λογοτεχνική έκφραση του λαϊκού πολιτισμού της Μικράς Ασίας πριν από την εισβολή της «νεοτερικότητας». Μια λογοτεχνική έκφραση που θα ζήλευαν καταξιωμένοι λογοτέχνες όπως ο Στρατής Δούκας του «Η ιστορία ενός αιχμαλώτου» και ο Θανάσης Βαλτινός του «Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη».
Διαβάζοντάς τα είναι σαν να ακούς να τα αφηγείται μπροστά στο αναμμένο τζάκι ο Μικρασιάτης παππούς σ’ ένα «νυχτέρι» της 10ετίας του 1950. Από τα περισσότερα δεν λείπει το ανατολίτικο χιούμορ, σαν να διαβάζεις ανέκδοτα του Χότζα.
Μετά τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση, προσπάθησα να ταξινομήσω σε βασικές κατηγορίες το 23 αφηγήματα.
Τα δεκαέξι από αυτά αναφέρονται σε περιστατικά ανάμεσα σε Τούρκους και μόνο τα επτά ανάμεσα σε Τούρκους και Έλληνες
Ως προς το περιεχόμενό τους, το θέμα που κυριαρχεί είναι ο έρωτας. Τον συναντάμε στις δεκαέξι αφηγήσεις, σε όλες τις παραλλαγές του σε κείνες τις εποχές και σε κείνους τους τόπους: προξενιά, αταίριαστοι γάμοι και χαρέμια, έρωτες ανάμεσε σε μέλη των δυο κοινοτήτων, ανεκπλήρωτοι έρωτες και ελάχιστοι με αίσια κατάληξη.
Για τη δύναμη του έρωτα διαβάζουμε: «Ό,τι απαγόρευαν με ποινή κολασμού και ο Χριστός και ο Μωάμεθ, το επέτρεπε ο διεθνής φτερωτός γιός της Αφροδίτης, ο Έρωτας, που είναι βολικός» (σελ. 37).
Για το πρότυπο γυναίκας της εποχής διαβάζουμε: «Μέσα σε μια γυναίκα υπάρχουν όλα τα ζηλευτά προσόντα. Ομορφιά όση πρέπει. Εξυπνάδα όση ταιριάζει σε μια γυναίκα και… καλοσύνη απέραντη. Τα χρόνια πέρασαν κι ο Μπεκίρ ακόμα ψάχνει να βρει την ιδανική γυναίκα» (σελ. 99).
Τα θέματα των υπόλοιπων επτά ιστοριών είναι η κοινωνική αδικία, το κισμέτ και η μοιρολατρία, η άγνοια, οι προλήψεις, οι θρησκευτικές διαφορές και τελικά ο πόλεμος, δηλαδή η Μικρασιατική Εκστρατεία του Ελληνικού στρατού.
Για την κοινωνική αδικία διαβάζουμε στο δεύτερο αφήγημα με τίτλο «Η δικαιοσύνη του Καδή»:«(Τα καρύδια απ’ τις καρυδιές σου) δεν είναι δικά σου όσο νομίζεις. Τις καρυδιές τις φύτεψαν άλλοι, τις περιποιήθηκαν άλλοι, τους καρπούς τους μάζεψαν άλλοι κι άλλοι πάλι σας τους μεταφέρουν στο σπίτι». (σελ. 23)
Για τις θρησκευτικές διαφορές διαβάζουμε στο αφήγημα με τίτλο «Αυτό είναι το πιο σπουδαίο»: Η Ελένη λέει στον αγαπημένο της Ομέρ: «Ο Χριστός μας είπε: ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως των εαυτό σου». Κι εκείνος της απάντησε: «Αυτό είναι το πιο σπουδαίο, μικρή μου και μόνο αυτό πρέπει να θυμόμαστε. Τ’ άλλα… Αγάπησέ με, μικρή μου, όπως σ’ αγαπώ κι εγώ». (σελ. 86).
Τέλος, στο τελευταίο αφήγημα με τίτλο «Ο πόλεμος» ο γέρο Ντουμπρούς λέει για τους Έλληνες εισβολείς «Ο πόλεμος τους έκανε εχθρούς. Δεν είναι καθόλου κακοί άνθρωποι, πίστεψέ με. Εγώ χρόνια γνωρίζω τον Αποστόλ εφέντη, χρόνια νταλαβερίζομαι μαζί του. Είναι άγιος άνθρωπος». (σελ. 118).
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να διαβάσει κανείς το «Ζώντας πλάι πλάι». Ένας από αυτούς είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι μας προσφέρει την απόλαυση της ανάγνωσης.
Γιώργος Βοϊκλής
