Ένα τρελό τσάι-πάρτι
Υπήρχε ένα τραπέζι στρωμένο κάτω από ένα δέντρο μπροστά στο σπίτι, κι ο Μαρτιάτικος Λαγός μαζί με τον Καπελά έπιναν καθισμένοι εκεί το τσάι τους. Ένας κοιμισμένος Τυφλοπόντικας καθόταν ανάμεσά τους κι οι άλλοι δυο ακουμπούσαν πάνω του τους αγκώνες τους και κουβέντιαζαν πάνω απ’ το κεφάλι του. «Πολύ άβολο για τον Τυφλοπόντικα», σκέφτηκε η Αλίκη, «υποθέτω όμως πως δε θα τον νοιάζει αφού κοιμάται».
Το τραπέζι ήταν μεγάλο, αλλά αυτοί οι τρεις ήταν όλοι στριμωγμένοι στη μια του άκρη. «Δεν υπάρχει χώρος! Δεν υπάρχει χώρος!» φώναξαν καθώς είδαν την Αλίκη να ’ρχεται.
«Υπάρχει άφθονος χώρος» είπε η Αλίκη προσβεβλημένα και κάθισε σε μια μεγάλη πολυθρόνα στην κορφή του τραπεζιού.
«Πάρε λίγο κρασί» είπε ο Μαρτιάτικος Λαγός με ενθαρρυντικό τόνο. Η Αλίκη έριξε μια ματιά πάνω στο τραπέζι, αλλά δεν είδε να υπάρχει τίποτ’ άλλο εκτός από τσάι. «Δε βλέπω να υπάρχει κρασί» παρατήρησε.
«Δεν υπάρχει καθόλου» είπε ο Μαρτιάτικος Λαγός. «Τότε, δεν ήταν και πολύ ευγενικό εκ μέρους σας να μου προσφέρετε» είπε η Αλίκη θυμωμένα.
«Δεν ήταν και πολύ ευγενικό εκ μέρους σου να καθίσεις ακάλεστη» είπε ο Μαρτιάτικος Λαγός.
«Δεν το ’ξερα πως είναι δικό σας το τραπέζι» είπε η Αλίκη. «Είναι στρωμένο για περισσότερους από τρεις».
«Τα μαλλιά σου θέλουν κόψιμο» είπε ο Καπελάς. Κοίταζε από ώρα την Αλίκη με μεγάλη περιέργεια κι αυτή ήταν η πρώτη του κουβέντα.
«Δε θα ’πρεπε να κάνεις προσωπικές παρατηρήσεις» είπε η Αλίκη. «Είναι μεγάλη αγένεια».
Ο Καπελάς, ακούγοντας αυτό, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, αλλά το μόνο που είπε ήταν: «Γιατί ένα κοράκι μοιάζει μ’ ένα γραφείο;».
«Ωραία, θα διασκεδάσουμε τώρα!» σκέφτηκε η Αλίκη. «Είμαι ευχαριστημένη που άρχισαν τα αινίγματα!». Και πρόσθεσε δυνατά: «Πιστεύω πως μπορώ να το μαντέψω!».
«Εννοείς πως μπορείς να βρεις την απάντηση;» ρώτησε ο Μαρτιάτικος Λαγός.
«Ακριβώς αυτό εννοώ» είπε η Αλίκη.
«Τότε θα ’πρεπε να πεις αυτό που εννοείς» συνέχισε ο Μαρτιάτικος Λαγός.
«Αυτό κάνω» απάντησε η Αλίκη βιαστικά. «Τουλάχιστον… τουλάχιστον, ξέρεις, εννοώ αυτό που λέω! Το ίδιο είναι».
«Δεν είναι καθόλου το ίδιο» είπε ο Καπελάς. «Θα μπορούσες θαυμάσια να πεις πως το “βλέπω αυτό που τρώω” είναι το ίδιο με το “τρώω αυτό που βλέπω”».
«Θα μπορούσες θαυμάσια να πεις», πρόσθεσε ο Μαρτιάτικος Λαγός, «πως το “μ’ αρέσει αυτό που παίρνω” είναι το ίδιο με το “παίρνω αυτό που μ’ αρέσει”!».
«Θα μπορούσες θαυμάσια να πεις», πρόσθεσε ο Τυφλοπόντικας, που φαινόταν να παραμιλάει στον ύπνο του, «πως το “ανασαίνω όταν κοιμάμαι” είναι το ίδιο με το “κοιμάμαι όταν ανασαίνω”!».
«Μ’ εσένα είναι το ίδιο» είπε ο Καπελάς και στο σημείο αυτό κόπηκε η συζήτηση κι όλοι έμειναν σιωπηλοί για ένα λεπτό, ενώ η Αλίκη σκεφτόταν όλα αυτά που μπορούσε να θυμηθεί γύρω από κοράκια και γραφεία – δεν ήταν όμως πολλά.
Ο Καπελάς ήταν ο πρώτος που έσπασε τη σιωπή. «Τι μέρα του μήνα έχουμε σήμερα;» είπε γυρνώντας προς την Αλίκη. Είχε βγάλει το ρολόι του απ’ την τσέπη και το κοίταζε ανήσυχα, κουνώντας το κάθε τόσο και φέρνοντάς το στ’ αφτί του.
Η Αλίκη σκέφτηκε λίγο και μετά είπε: «Τέσσερις του μήνα».
«Πάει δυο μέρες πίσω!» αναστέναξε ο Καπελάς. «Σου είπα, το βούτυρο δεν κάνει γι’ αυτές τις δουλειές!» πρόσθεσε κοιτάζοντας θυμωμένα το Μαρτιάτικο Λαγό.
«Ήταν το καλύτερο βούτυρο» απάντησε ήρεμα ο Μαρτιάτικος Λαγός.
«Ναι, αλλά θα πρέπει να έπεσαν ψίχουλα μέσα» γκρίνιαξε ο Καπελάς. «Δε θα ’πρεπε να το ’χεις βάλει με το μαχαίρι του ψωμιού».
Ο Μαρτιάτικος Λαγός πήρε το ρολόι και το κοίταξε λυπημένα. Έπειτα το βούτηξε μες στο φλιτζάνι του με το τσάι και το ξανακοίταξε, αλλά δε βρήκε τίποτα καλύτερο να πει κι επανέλαβε την πρώτη του παρατήρηση: «Ήταν, ξέρεις, το καλύτερο βούτυρο».
Η Αλίκη κοίταζε πάνω απ’ τον ώμο του με κάποια περιέργεια. «Τι αστείο ρολόι!» παρατήρησε. «Λέει τη μέρα του μήνα, αλλά δε λέει την ώρα».
«Και γιατί θα ’πρεπε να τη λέει;» μουρμούρισε ο Καπελάς. «Το δικό σου ρολόι σου λέει τι χρόνο έχουμε;».
«Όχι βέβαια», απάντησε η Αλίκη με ετοιμότητα, «αλλά αυτό γίνεται επειδή μένει στον ίδιο χρόνο για πολύ καιρό».
«Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με το δικό μου» είπε ο Καπελάς.
Η Αλίκη ένιωσε φοβερά μπερδεμένη. Η παρατήρηση του Καπελά φαινόταν να μην έχει νόημα, σαν φράση όμως ήταν εντάξει. «Δεν καταλαβαίνω» είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε.
«Ο Τυφλοπόντικας ξανακοιμήθηκε» είπε ο Καπελάς και του ’χυσε λίγο ζεστό τσάι στη μύτη.
Ο Τυφλοπόντικας τίναξε το κεφάλι του ζωηρά και είπε χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια: «Βέβαια, βέβαια, αυτό ακριβώς πήγαινα να πω κι εγώ».
«Δε βρήκες ακόμα την απάντηση στο αίνιγμα;» είπε ο Καπελάς γυρνώντας στην Αλίκη.
«Όχι, παραιτούμαι» είπε η Αλίκη. «Ποια είναι η απάντηση;».
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα» είπε ο Καπελάς.
«Ούτε κι εγώ» είπε ο Μαρτιάτικος Λαγός.
Η Αλίκη αναστέναξε κουρασμένα. «Νομίζω πως θα μπορούσατε να κάνετε κάτι καλύτερο από το να σπαταλάτε το χρόνο σας με αινίγματα χωρίς απαντήσεις» είπε.
………………………………………………………………………………………..
