Ο Γάιδαρος και η σκιά του
Ο κυρ Γιάννης Παπαγιάννης / ο κυρ Γιάννης, ο τσοπάνης
Είχε ένα γαϊδουράκι / που το φώναζε Γιαννάκη
Του φορούσε χαϊμαλί / και το φρόντιζε πολύ
Κάποια μέρα στο παζάρι / τον Γιαννάκη είχε παρκάρει
Και περνούσ’ ένας τουρίστας / κιθαρίστας και ντραμίστας
Και τον είδε ξαφνικά / και του είπε ευγενικά:
«Γεια χαρά, με λεν Φανούρη / νοίκιασέ μου το γαϊδούρι!
Πάω ξέρεις στην Καβάλα / προτιμώ να πάω καβάλα»
Τούδωσε πέντε ευρώ / είχε και καλό καιρό
Ο Φανούρης καβαλούσε / κι ο κυρ Γιάννης περπατούσε
Πίσω από το γαϊδουράκι / και μουρμούριζε λιγάκι.
Ήτανε η ώρα επτά /πήγε οκτώ κι εννιά μετά
Δρόμο αφήναν δρόμο παίρναν / Και πηγαίναν και πηγαίναν…
Πήγε δώδεκα και κάτι / πήραν κι άλλο μονοπάτι
Έφτασε η ώρα τρεις / και κουράστηκαν κι οι τρεις
Ίδρωσαν και ζεσταθήκαν / συμφωνήσαν και σταθήκαν.
Όμως, δέντρα δεν υπήρχαν / Πού να κάτσουνε δεν είχαν…
Έκανε σκιά λιγάκι / μοναχά το γαϊδουράκι
Μα κι οι δύο στη σκιά του / δεν χωρούσαν από κάτου
Άρχισαν να καβγαδίζουν /να φωνάζουν και να βρίζουν
Φύγε συ να κάτσω εγώ / φύγε, φύγε από δω!
Κάνε πέρα Μπαρμπαγιάννη / η σκιά μου δεν μας φτάνει!
Ξεκουμπίσου κυρ Φανούρη / ειν’ δικό μου το γαιδούρι!
Είσαι ανόητος, θαρρώ: / ειν’ δικό μου από μωρό…
Μα εγώ το’ χω νοικιάσει / πρέπει εμένα να σκιάσει!
Η σκιά του μου ανήκει /είν’ κι αυτή μέσα στο νοίκι
Είναι όλα στην τιμή / Μη γκαρίζεις, λέω: μηηηη!
Πωπω γαϊδουροφωνάρα! /Παίρνει ο γάιδαρος τρομάρα
Σαν τρελός χοροπηδάει /Τους κλωτσάει και το σκάει
Δεν μπορεί τον σαματά / Μοναχούς τους παρατά.
Μάλωναν για τη σκιά του/ μα η σκιά ήταν δικιά του
Το΄σκασε λοιπόν κι εκείνη / κι έμειναν στον ήλιο εκείνοι!
Κλαψουρίζαν οι χαζοί / και ιδρώνανε μαζί…
Μπαρμπαγιάννη και Φανούρη / πού σκιά και πού γαιδούρι;
Τώρα με τα πόδια πάτε / και στη ζέστη αγκομαχάτε
Όποιος τα πολλά ζητά / χάνει και τα αρκετά!
