Ο ποιητής Διονύσης Στεργιούλας, γνωστός στον χώρο της λογοτεχνίας (ποίηση, δοκίμιο, τέχνη), στο πρόσφατο βιβλίο του Ακραία Λεκτικά Φαινόμενα (εκδ. Νησίδες, 2025) ξαφνιάζει ευχάριστα το αναγνωστικό κοινό με την ιδιαίτερη δομή της ποιητικής σύνθεσης, ενισχυμένη με τη μεστή συμπυκνωμένη γραφή του, την αναλυτική σκέψη, τον φιλοσοφικό στοχασμό, τις αναδυόμενες ποιητικές εικόνες, ανάγλυφο του ψυχισμού, πέραν της οποιασδήποτε αιτιότητας.
Ο Διονύσης Στεργιούλας στην πρότερη ποιητική του συλλογή Το παράδοξο του ζην (εκδ. Νησίδες, 2021), σ’ ένα κάλεσμα αφύπνισης του αναγνώστη από την λήθη στον χρόνο, έγραφε:
«Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει / πως κάθε οικεία θάλασσα / έχει αβυθομέτρητα σημεία / πως κάθε χάρτης του ουρανού / έχει αχαρτογράφητες πορείες / πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν / τα βήματα μας πού μας πάνε;»
Στην παρούσα συλλογή ο ποιητής στοχάζεται και ανα-στοχάζεται μέσω της βιωμένης εμπειρίας του, το ταξίδι στον παρελθόντα, στον παρόντα και στον μέλλοντα χρόνο. Γράφει (σελ. 26):
«Είχα διαβάσει ένα ποίημα παράξενο: / οι λέξεις του ήταν λέξεις ανυπόμονες / έτρεχαν πέρα δώθε στη σελίδα / άλλαζαν θέση, αναγραμματίζονταν / συνωμοτούσαν μεταξύ τους / και μάχονταν ενάντια στη λήθη. / Πίστευα ότι διάβαζα ένα ποίημα / αλλά μπροστά μου είχα τη ζωή. // Όπως ένα ταξίδι / ή όπως οι διακοπές. / Φαντάζεσαι ηλιόλουστα ακρογιάλια / αλλά μέσα στο κείμενο / μια βροχή ασταμάτητη.»
Ο ποιητής κρατάει στο χέρι το κομποσχοίνι της ζωής βιώνοντας με υπαρξιακή αγωνία τις αντιθέσεις και τις ξαφνικές εναλλαγές, όπως στα «Ακραία καιρικά φαινόμενα».
Η καλλιτεχνική φωτογραφία του εξωφύλλου, στιγμιότυπο της ιρλανδικής φύσης, μαγνητίζει το βλέμμα με τις αντιθέσεις του απέραντου ουρανού και της βαθιάς θάλασσας, της μοναχικής και συντροφικής ανθρώπινης παρουσίας, την αιώρηση ανάμεσα στο φωτεινό αέρινο άπειρο και την σκοτεινή συμπαγή βραχώδη γη.
Ο τίτλος αυτού του ενιαίου σπονδυλωτού ποιήματος (Ακραία Λεκτικά Φαινόμενα), σε αντιπαραβολή με το απειλητικό έκτακτο μήνυμα επικινδυνότητας «Ακραία καιρικά φαινόμενα», γεννά την περιέργεια του αναγνώστη για τον σκοπό της προσομοίωσης και της λογικής εξήγησης αυτού του νοητικού γρίφου. Ο ποιητής αντικαθιστά τη λέξη «Καιρικά» με την λέξη «Λεκτικά», μετατρέποντας μεταφορικά τα φυσικά φαινόμενα σε διανοητικό στοχασμό, χωρίς αυτό να αποκλείει απρόβλεπτες νοητικές διαδρομές στα άτιτλα ποιητικά μονοπάτια.
Θεωρητικά ως «Ακραία καιρικά φαινόμενα» χαρακτηρίζονται εκείνες οι φυσικές αλλαγές στις οποίες καταγράφονται οι μέγιστες ή ελάχιστες τιμές παρατήρησης ασυνήθιστων ή και πολύ σπάνιων φαινομένων για μια περιοχή, ως προς τον χρόνο, την ένταση, την διάρκεια, την θέση και τις βλάβες που προκαλούν στο φυσικό περιβάλλον. Πώς συμβαίνει και πώς υπολογίζεται μεταφορικά η επικινδυνότητα στα «Ακραία Λεκτικά Φαινόμενα»;
Ο ποιητής συνομιλεί με τον αναγνώστη, ζητά την ενεργό συμμετοχή του για την διερεύνηση των ακραίων λεκτικών φαινομένων στη γλώσσα, στην επικοινωνία των ιδεών, στις απρόσμενες ψυχικές αναταράξεις του λόγου, με σκοπό την διαχείριση απρόβλεπτων εκτός ορίων συνθηκών, που απειλούν με ανισορροπία την νοητική γνωστική τάξη.
Το εξώφυλλο κοσμεί μία φωτογραφική στιγμή, μια σεκάνς που σταματά τον χρόνο σε μια ακινησία και αφορά την μικρή χερσόνησο της βορειοδυτικής Ιρλανδίας με την επωνυμία «Muckross Head», ο βράχος που μοιάζει με κεφάλι. Μεταφορικά ίσως είναι παραπομπή στα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου και τις πολύπλοκες νοητικές λειτουργίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Αυτή η άγρια χερσόνησος συγκροτείται από δύο διαφορετικά τμήματα. Την επίπεδη πολυσύχναστη θορυβώδη αμμώδη ακτή και την υψηλή βραχώδη απόκρημνη πλευρά της κλεισμένη στη σιωπή και στη μαγεία της θέας από ψηλά. Ο ποιητής γράφει για το αλληγορικό ταξίδι στα δύο αυτόνομα και συγχρόνως ενιαία μέρη του συμβολικού «Muckross Head».
Ποια λοιπόν είναι η ομοιότητα της εικονιζόμενης τοποθεσίας με την ποιητική σύνθεση του Διονύση Στεργιούλα; Είναι τα δύο άκρα μιας σύνθεσης ανάμεσα στις αντιθέσεις του λόγου (λέξεις) και των ιδεών (σκέψεις); Ποιο φαινόμενο εμφανίζεται στην ανθρώπινη αντίληψη και γίνεται γνωστό μέσω των αισθήσεων και της εμπειρίας;
Ο ποιητής μετεωρίζεται ανάμεσα σε δύο νοητά άκρα, τις σκέψεις και τις λέξεις. Μελετάει κι εξερευνά το σημείο συνάντησής τους σε επικοινωνιακά χωρικά ύδατα, άλλοτε γνώριμο κι άλλοτε αφιλόξενο, με όλες τις συγκρούσεις και τις αντιθέσεις.
Συνθέτει ένα μεγάλο ποίημα με εκατόν τριάντα δύο άτιτλες ολιγόστιχες στροφές. Ταχυδακτυλουργικά παίζει με τις λέξεις, τις εξυψώνει, τις πετάει περίτεχνα, τις ξαναμαζεύει, τις μορφοποιεί εκ νέου σε στίχους χωρίς να χάνεται ο ρυθμός και η ροή του λόγου.
Στο σώμα του ποιήματος οι σκέψεις μορφοποιούνται, οι λέξεις δίνουν πνοή και λόγο στις σκέψεις. Ποιητής και ποίημα υπάρχουν σε μια βιωμένη συνύπαρξη σε αέναο χρόνο με τις αγωνίες και τις προσδοκίες του δημιουργού τους. Αφήνεται στην ονειρική φαντασία, στις βιωμένες ελπίδες και απώλειες, σε νέες λέξεις και νοητικές μεταμορφώσεις. Ό,τι άμορφο και ανοίκειο αναδύεται από το ασυνείδητο, παίρνει μορφή στο συνειδητό και γίνεται οικείος συνδεσμικός κρίκος στην αλυσίδα των ιδεών και των φαντασιακών εικόνων. Σαν θεόσταλτο δώρο συλλαμβάνεται η έμπνευση με τη βύθιση στις αναμνήσεις του έσω εαυτού και στις αναζητήσεις του υπερβατικού στον έξω κόσμο.
Συνομιλούν το Εγώ με το Εσύ – τον σημαντικό Άλλον εαυτό – σε πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, αγγίζοντας στον παρόντα χρόνο τη βιωμένη εμπειρία του υπαρξιακού φόβου, του πόνου, τις ματαιώσεις κλεισμένες στη σιωπή. Αναζητούν διεξόδους που οδηγούν σε νέα πεδία σκέψης, ελευθερίας λόγου και σε γνώση της υπαρκτικής του όντος.
Ο ποιητής ανοίγει την αυλαία της ποιητικής σκηνής με διακριτική αποστασιοποίηση, ως ουδέτερος παρατηρητής. Με την αόριστη στον πληθυντικό λέξη «Λένε», που παραπέμπει σε μύθους και ιστορίες, ξετυλίγει το κουβάρι των ιδεών και την άρρηκτη σχέση των προσωποποιημένων σκέψεων και λέξεων στον χρόνο και στον χώρο. Γράφει (σελ. 7):
«Λένε πως είναι οι σκέψεις λέξεις / που κάθε βράδυ ξαγρυπνούν / λένε πως βλέπουν στο σκοτάδι / και στο δωμάτιο τριγυρνούν. / Λένε πως ένας ουρανός / κρύβεται μέσα μας βαθιά / λένε πως μόλις ξημερώσει / μια νέα νύχτα ξεκινά. / Λένε πως όσα είναι μακριά / γρήγορα έρχονται σ΄εσένα / λένε πως όσα είναι κοντά / γίνονται μακρινά και ξένα.»
«Άλλοι μιλούν για την ποσότητα / κι άλλοι για την ποιότητα των λέξεων / και άλλοι προσπαθούν να εκφραστούν / χωρίς να ξέρουν ότι συμμετέχουν / σε μια διελκυστίνδα με το ανέκφραστο».
Ο ποιητής θυμίζει στον αναγνώστη-άνθρωπο την άγνωρη ασυνείδητη συμμετοχή του στην διαχρονική σκέψη και τον λόγο του Ηράκλειτου, ότι τα πάντα ρέουν και όλα υπάρχουν συγχρόνως σε σχέση αντίθεσης και ισορροπίας. Σκέψεις και λέξεις, ομοιότητες και διαφορές σε μια αντιπαράθεση του εκφρασμένου και του ανέκφραστου λόγου.
Ταξιδευτής το ποίημα σε αίθουσα αναμονής, προσέλευσης και αποχώρησης, μετράει ο χρόνος την πορεία και τη ζωή των λέξεων, την υπόσταση ή την απώλεια τους, ως φαινόμενο, στο λευκό άγραφο χαρτί.
Ο Γάλλος συμβολιστής ποιητής Στεφάν Μαλαρμέ αναφερόμενος στη δημιουργία των στίχων υποστηρίζει ότι: «Δεν είναι με ιδέες που φτιάχνει κανείς στίχους, είναι με λέξεις. Με το να γράφεις, ήδη βάζεις μαύρο πάνω στο λευκό χαρτί».
Τρομάζει τον ποιητή ο θάνατος των λέξεων ή πιο πολύ τρομάζει η σιωπή μέσα στην οποία γεννιούνται πάντα νέες λέξεις; Είναι απρόσμενες αλλά οικείες κι έρχονται από τον ποιητικό χώρο της α-λήθειας.
«Είναι ωραίο να ζητάς στις λέξεις / αυτό που δεν σου έδωσε η ζωή. / Αλλά μετά, όταν επιστρέφεις / γίνονται όλα δυο φορές πιο δύσκολα.» (σελ. 9)
Ο Διονύσης Στεργιούλας με τις ολιγόστιχες στροφές και την οικονομία των στίχων δημιουργεί μικρογραφίες εικόνων που κρύβουν μέσα τους το μεγάλο νόημα της ύπαρξης. Γιατί τώρα ξέρει, έχει εικόνα της ζωής απογυμνωμένη από τα όνειρα. Η ετυμολογία των λέξεων δεν ερμηνεύει το νόημα της ζωής. Η ζωή προϋπάρχει, είναι καθαρή εικόνα της ύπαρξης του εαυτού.
Γράφει (σελ. 9): Υπάρχουν λέξεις που αδυνατούν / να εκφράσουν με τα γράμματα τους / τον ίδιο τον εαυτό. / Υπάρχουνε και λέξεις που μιλούν / και τίποτα δεν λένε τελικά. // Λέξεις που απλώνονται σαν τον αέρα / λέξεις που σαν σταγόνες της βροχής / κυλούν στο τζάμι του καθιστικού. // Λέξεις σε αγαστή συνεργασία / που συζητάνε μεταξύ τους / και λέξεις που συγκρούονται / σαν σωματίδια σε πείραμα του CERN».
Γράφει ο Gaston Bachelard στο έργο του Η ποιητική του χώρου (σελ. 183): «Ο ποιητής από παντού αναβλύζει εικόνες. Μας δίνει ένα άτομο του σύμπαντος σε πολλαπλασιασμό. Οδηγούμενος από τον ποιητή ο άνθρωπος που ονειρεύεται μετατοπίζει το πρόσωπό του και ανανεώνει τον κόσμο. Μέσα από την μικρογραφία της γυάλινης φούσκας (σταγόνα βροχής) ο ονειρευόμενος βγάζει ένα κόσμο».
Σ’ αυτόν τον κόσμο της σιωπής που αποκαλύπτεται με τις λέξεις, καλεί τον αναγνώστη να συμπορευτούν μέσα στη φαντασία και τις ονειρικές ποιητικές εικόνες, που γνωρίζει τόσο καλά από την προσωπική του εμπειρία. Γνωρίζει το ποιητικό κατοικημένο σπίτι του και όλους τους ορόφους με τις δικές του λέξεις και φαντασία. Με τη δική του πνοή εμπνέει την ψυχή.
Σπίτια με κλειστά και ανοιχτά παραθυρόφυλλα, τοπία όμορφα του ονείρου, μοναχικότητα και συνύπαρξη, μνήμη και λήθη, λέξεις κατακτημένες στον βιωμένο χρόνο και τόπο.
Κι όταν αρρωσταίνουν οι λέξεις και χάνουν το χρώμα της ζωής, ο ποιητής φιλοσοφεί, παίρνει την παλέτα και με χρώματα ζωγραφίζει τις ποιητικές εικόνες που αναδύονται από το υπαρξιακό Είναι του. Η αλήθεια των λέξεων δεν νοθεύεται. Η φύση δεν αλλάζει, είναι ζωντανή γιατί η προέλευσή της είναι θεϊκή. Μιλάει με λέξεις ζωντανές, όμως κανένας δεν θυμάται την πρωταρχική σκέψη, την δημιουργία του κόσμου, τις προ-συνειδητές προ-λεκτικές εικόνες της κοσμοαντίληψης. Οι ποιητικές λέξεις είναι θεολογία. Είναι θρόισμα των φύλλων, λόγια ενός αγνώστου θεού, λέξεις που κανείς δεν τις θυμάται: «Σελάνα το έλεγε η Σαπφώ / σελήνη τα αρχαία βιβλία. // Φεγγάρι, το παιδί που δεν μιλά. / Πόσα και πόσα έχει δει / και μένει πάντα σιωπηλό!».
Σιωπηλός ο θάνατος, ομιλούσα η ζωή. Αυτό που μένει και μετά από την απώλεια είναι οι λέξεις που συνομίλησαν, που έγιναν ορατές μέσα από το καθρέφτισμα της γραφής των στίχων, των εικόνων, της μελωδίας. Συμβαίνει στη φύση αιώνια να πεθαίνει τον χειμώνα και ν’ αναγεννιέται με την άνοιξη.
«Μην τις αφήσεις μόνες τους / φτιάξε τους μια παρέα όσο ζεις. / Μην τις τοποθετείς μέσα σε φέρετρα / που μοιάζουν με ωραία βιβλία. // Ταξίδεψε ως τους Δελφούς / επιζητώντας όχι τόσο τον χρησμό / όσο μια ευκαιρία / όσο ίσως μια αφορμή / ν’ αλλάξει εκ βάθρων τη ζωή του / να βρει μία διέξοδο ο θυμός του». (σελ. 13)
Οι σκέψεις και οι λέξεις μεταμορφωμένες σε γλώσσα είναι το σημαντικότερο μέσον επικοινωνίας. Σχέση έκφρασης και νοήματος επιτρέπει την ανοιχτότητα και την διαλεκτική του μυστικιστικού έσω εαυτού με τον έξω κόσμο στέλνοντας μηνύματα μέσω του νευρικού συστήματος. Όταν «Ακραία λεκτικά φαινόμενα» σπάνε τα όρια των σκέψεων και των λέξεων και μέρος της έσω φύσης συναντά την έξω φύση, τότε μια νέα μετάλλαξη δημιουργίας γεννιέται. Λέξεις, γράμματα, σύμβολα, κώδικες επικοινωνίας είναι ο σταματημένος χρόνος που αιχμαλωτίζεται σε μια φωτογραφική στιγμή μέσα στο προσωπικό και άχρονο σύμπαν.
Ποια κοινά μυστικά μοιράζονται και στοιχειώνουν το έξω και το έσω της ύπαρξης μας; Ίσως η επανάληψη στον χρόνο και στον χώρο, ο κύκλος που έρχεται και παρέρχεται με μια ρουτίνα που φέρνει όλο τα ίδια και τα ίδια και μοιάζει με την ακινησία του θανάτου.
Ισχύει εδώ ο στίχος του T. S. Eliot από το “Burnt Norton”: «Χρόνος παρών και χρόνος παρελθών ίσως ενυπάρχουν στον μελλοντικό χρόνο και το μέλλον εγκιβωτισμένο σε χρόνο παρελθόντα», είναι η στιγμή του παρόντος χρόνου σε σχέση με τον παρελθόντα και τον μέλλοντα χρόνο σύμφωνα με την φαινομενολογική ματιά.
Αν στερέψουν οι λέξεις και οι σκέψεις χάσουν την μιλιά τους, πώς θα είναι ο κόσμος; Πώς θα νιώθει το εκστατικό παιδί χωρίς όνειρα, παιχνίδι και φαντασία; Το συμβολικό μήνυμα θα εκληφθεί από τον ποιητή ως «Ακραία Λεκτικά Φαινόμενα» και ως θανάσιμος κίνδυνος που ελλοχεύει;
Ο Διονύσης Στεργιούλας μιλά από τη θέση του μοναχικού ευαισθητοποιημένου ποιητή. Στέκεται στην άκρη του βράχου Muckoss Head, αιωρείται ανάμεσα σε ουρανό και γη, αναζητώντας φιλοσοφικές και υπαρξιακές ερμηνείες στο μικρόκοσμο και μακρόκοσμο σύμπαν.
Τεχνίτης του λέξεων και των σκέψεων, χαρισματικός στον λόγο και στην τέχνη, με λογοπαίγνια και χιούμορ απαλύνει την απειλή του κειμένου. Όταν οι λέξεις φτάνουν στα άκρα, τότε κάνει ακόμη ένα βήμα, πιο πέρα, με τις λεκτικές μεταβολές στη γλώσσα, για να σώσει τα κωδικοποιημένα σύμβολα, τα γράμματα και τις συλλαβές.
«Κανείς δεν ήξερε αν κυριολεκτείς / ή αν μιλάς με υπαινιγμούς και αλληγορίες. / Έγραψα ένα μήνυμα στον τοίχο / μα δεν διαβάστηκε όπως έπρεπε. / Έβλεπαν όλοι αυτό που ήθελαν να δουν.»
Η αγωνία του ποιητή αφορά τα «Ακραία λεκτικά φαινόμενα» και αν θα μετουσιώσει με άλλες λέξεις το νόημα του ποιήματος. Γράφει και ξαναγράφει έως ότου ακουστεί η φωνή του με τις νέες γεννημένες λέξεις και σκέψεις.
«Ταξίδευα με όχημα τις λέξεις / με την ταχύτητα της σκέψης. // Συνεννοούνται δίχως λέξεις / κι όμως συνεννοούνται τέλεια. / Φαίνεται πως μιλούν τη ίδια γλώσσα. // Λίγες λέξεις αρκούν / για ν’ αλλάξει δομή ο κόσμος. // Η κάθε λέξη φέρει στον πυρήνα της / μια ενδεχόμενη έκρηξη.»
Ας διαβάσουμε, στη σελίδα 20, με τα λόγια του ποιητή την φωτογραφία της χερσονήσου Muckross Head του εξωφύλλου:
«Υπάρχει ένα σημείο αδιόρατο / ανάμεσα στο πλήθος και στην ερημιά / ανάμεσα στην άρνηση και στην παραδοχή / ανάμεσα στην αδιαφορία / και στην ενσυναίσθηση. / Διαβαίνοντας το πας με ευκολία / στη μία ή στην άλλη επιλογή / αλλά μετά το σταυροδρόμι χάνεται / οι γέφυρες πίσω σου πέφτουν / και δεν υπάρχει δεύτερη επιλογή.»
«Δεν έχω μάθει να διαβάζω το λευκό χαρτί· / μέχρι να μάθω να διαβάζω, γράφω.»
Ταξιδεύει ο ποιητής ανάμεσα στα ζεύγη των αντιθέτων και οικειοποιείται τον πλούτο της διαφορετικότητας. Φως και σκοτάδι, σιωπή και λέξεις, κενό και πλήρες. Λέξεις-αστέρια δημιουργούν τον δικό τους ουρανό. Οι λέξεις τρέχουν σαν τα άλογα του Φαέθοντα προς τον ήλιο και ο ποιητής τις προστατεύει, γράφει στα σκοτεινά για να μην ξεθωριάσει το χρώμα τους. Τις κρύβει μέσα του για να μην τις φθείρει μια ορθολογιστική ανώφελη κριτική ματιά. Προσεύχεται για τα ανορθόδοξα λάθη του, ό,τι έγραφε το θεωρούσε σωστό. Δεν του ταιριάζουν οι άγριες λέξεις. Επικοινωνεί με το θείο και σβήνει τις ενοχές. Το ποίημά του τώρα είναι συγχώρεση και αγάπη:
«Μοιάζουν τραγούδια ερωτικά / μα είναι μοιρολόγια.»
Σε όλο το ποιητικό ταξίδι του ο ποιητής αγωνιά για την ορθότητα της γραφής. Ανυπομονεί και ονειροπολεί, ανασύρει από την λήθη εικόνες ξεχασμένες, οικείες και ανοίκειες, μέσα από τις αισθήσεις και την «φαινομενολογία της αντίληψης», όπως υποστηρίζει ο φιλόσοφος Μαρλώ Ποντί. Η ποίηση είναι οι λέξεις που νοηματικά αποκαλύπτουν το πρόσωπο της ζωής.
«Διαβάζω, γράφω, αμνησία, μνήμη, άγνοια, γνώση, σβήνω, γράφω», ένα σύμπαν νοημάτων που χωρά τη λέξη Σύμπαν, ένα ποίημα με αρχή και τέλος. Με Α και Ω κεφαλαία η ζωή, με αφετηρίες και αναχωρήσεις σε σταθμούς που σπρώχνουν την σταθερή πορεία προς την διαλογική σκέψη. Ισορροπεί το ποίημα ανάμεσα στον έσω και έξω εαυτό του Με λέξεις και στίχους «που έχασαν τον δρόμο / και να επιστρέψουν δεν μπορούν».
Το ποίημα ξαναγράφεται με διακειμενικότητα, με άλλη γραφή, απαύγασμα σοφίας και κοινής εμπειρίας στο κοινό «κυκλικό ταξίδι των ποιητών». Κρατά με σεβασμό το αγαπημένο του βιβλίο σαν σκεύος τελετουργικό. Η διαλεκτική των δύο εαυτών, Εγώ κι ο Άλλος, κλείνει με αποδοχή και συμφιλίωση στον χρόνο.
Ο ποιητής μιλά στο πρώτο πρόσωπο. Στο τελευταίο ποίημα δίνει τίτλο «Βροχή μετεωριτών» και δηλώνει πως έρχεται από τον ουρανό. Θεόσταλτο με τα δώρα ενός δια-πλανητικού ταξιδιού στον άχρονο χρόνο και στον παρακείμενο χρόνο, με φως και σκοτάδι, με αγωνία και γαλήνη, με σκέψεις που είναι λέξεις, έτοιμος για όποιο προειδοποιητικό μήνυμα «Ακραίων Λεκτικών Φαινομένων».
Από την θέση στην άκρη του βράχου του Muckross Head αναφωνεί σαν Ελεγεία και Ωδή προσμένοντας την αναχώρηση:
«Ο παρακείμενός μου δρόμος
που ήταν πάντα σκοτεινός
έγινε φωτεινό λιμάνι
και περιμένει πλοία του μέλλοντος».
Αριστούλα Δάλλη
(26 Σεπτεμβρίου 2025)
