Η υβριδική μορφή με ανθρώπινο σώμα, κεφαλή αλεπούς και υπερβολικά μακριά έντονα δάκτυλα στο έργο Presence (2025 κάρβουνο, μολύβι, σκόνες ζωγραφικής, σμάλτο 50×80 cm) του Αντώνη Μιχαηλίδη (Χαρτούμ, 1960) μας εισάγει στο χώρο της μεταμόρφωσης και των σαμανικών τελετουργιών.
Οι επάλληλες οριζόντιες λευκές ρίγες που καλύπτουν το κόκκινο σώμα θυμίζουν τα ενδύματα που φορούν οι σαμάνοι ή οι μάγοι της φυλής στην Αφρική κατά τη διάρκεια των τελετών μύησης. Συνιστούν ένα «δεύτερο δέρμα», ένα είδος οπτικής σκελετοποίησης, μια ανατομική αναπαράσταση που αποκαλύπτει μια εσωτερική δομή ή μια κρυμμένη ενέργεια. Το κεφάλι της αλεπούς παραπέμπει στη μυστική δύναμη που υπάρχει στη ζωομορφική μεταμόρφωση.
Στην αφρικανική τελετουργική πρακτική, οι μάσκες συχνά ενσαρκώνουν ζώα που έχουν κεντρική σημασία για την κοινότητα: το φίδι συμβολίζει την αναγέννηση, το γκνου τη μετανάστευση, ο ελέφαντας τη δύναμη και τη μνήμη, και το ψάρι για το νερό και τη ζωή. Ομοίως, η αλεπού στο έργο του Μιχαηλίδη μεταδίδει την πονηριά και τη σοφία, μια οντότητα που διασχίζει δύο κόσμους και λειτουργεί ως πνευματικό σύμβολο που μεσολαβεί μεταξύ του ανθρώπινου και του υπερβατικού, σηματοδοτώντας έτσι τη μετάβαση από το φυσικό στο πνευματικό βασίλειο.
Λευκές φλόγες ή καπνός που καλύπτουν μερικώς το σώμα ενισχύουν την εντύπωση της ενεργειακής εκπομπής και της μυστικιστικής διάστασης του έργου. Το αντικείμενο που μοιάζει με κλειδί και κρατά η μορφή στο χέρι της γίνεται σύμβολο μύησης στην εσωτερική γνώση ή προς το «άλλο» επίπεδο ύπαρξης που υπονοεί ο καλλιτέχνης.
Το Presence κινείται στον άξονα του μυθοπλαστικού και αρχετυπικού κόσμου του Αντώνη Μιχαηλίδη. Από το 1987, όταν το έργο του ξεδιπλώθηκε για πρώτη φορά ως ένα στοχαστικό νήμα που συνδέει τη συνδυαστική κατασκευαστική γλυπτική και τη χωρική εμπειρία, μας έδειξε ότι η λιτότητα της γλώσσας του δεν είναι περιορισμός αλλά συντακτικός τρόπος: ένας τρόπος με τον οποίο η γεωμετρία αποκτά πνευματική πυκνότητα και η ύλη βρίσκει ισορροπία με το κενό.
Ήδη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, με τα έργα Σκηνές Κυνηγιού, Σύννεφα και τους οξειδωμένους Θρόνους (μέταλλα, δέρματα, κέρατα), ο Μιχαηλίδης εμπλούτισε την ελληνική θεματογραφία της τέχνης με πολιτισμικές μνήμες και δομές εξουσίας που αντλήθηκαν από την Αφρική. Ο ίδιος, χρησιμοποίησε την πολιτισμική μνήμη όχι μόνο ως αποθετήριο πληροφοριών αλλά ως δομημένη αφήγηση της ταυτότητας. Η «τελετουργική υβριδιολογία» που εισήγαγε εκείνη την εποχή, (https://www.periou.gr/giannis-kolokotronis-i-politismiki-mnimi-sti-meta-minimalistiki-glyptiki-tou-antoni-michailidi/) δεν ήταν ιστορική αφήγηση, αλλά εικονοποίηση ψυχικών καταστάσεων. Αυτή η αφηγηματική πυκνότητα αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο στα μικρής κλίμακας γλυπτά του, που έχουν σφραγίδα σουρεαλιστικής ειρωνείας και αυτοσαρκαστικής διάθεσης.
Ταυτόχρονα, στο μυθοπλαστικό The F.R.I.T. Institute (1993–2006), ο Αντώνης Μιχαηλίδης ανέπτυξε μια μορφή θεσμικής μυθοπλασίας που αμφισβητούσε την αποικιοκρατική μουσειολογία και τον αυθεντικό λόγο της αρχαιολογίας, μετατρέποντας τη μνήμη σε εικαστική εφεύρεση και τον θεατή σε αυτόνομο πολιτισμικό ερμηνευτή.
Τα μεταγενέστερα υπαρξιακά μικρογλυπτά του (Η Τέχνη Κοιμάται 1998, Κεφάλι 1998, Συνύπαρξη 1998) αποκαλύπτουν την ευπάθεια της μορφής μέσων παραμορφώσεων του ανθρωπομορφισμού, μετατρέποντας τη γλυπτική σε ψυχολογικό θέαμα (βλ. ατομική έκθεση 2005, Γκαλερί Lola Nikolaou). Εδώ η σκηνογραφία της ταυτότητας σε συνδυασμό με την κίνηση, τον φωτισμό και τα ετερόκλητα υλικά, ζωντανεύει εσωτερικά τοπία και εδραιώνει το έργο του ως πράξη πολιτισμικού αναστοχασμού.
Σ’ αυτή την πορεία, το Presence (2025) δεν είναι απόκλιση αλλά αποκρυστάλλωση. Συμπυκνώνει το τελετουργικό λεξιλόγιο (τοτέμ, μύηση, ζωομορφισμός), την πολιτισμική μνήμη (η Αφρική ως τόπος παιδικής ηλικίας και συμβολική δεξαμενή) και την μετα-μινιμαλιστική λιτότητα (δομική σαφήνεια, οικονομία μέσων). Η σκελετοποίηση του σώματος μέσω λευκών λωρίδων ενεργεί ως μορφολογικός κώδικας και ως μνημονικό ίχνος. Οι λευκές φλόγες υπογραμμίζουν την ορατότητα του άυλου. Πάνω απ’ όλα, τα μακριά κόκκινα δάκτυλα που μεταδίδουν μαγεία, επιβεβαιώνουν ότι η χειρονομία είναι ο κατεξοχήν τόπος όπου συγκλίνουν το σώμα και το νόημα.
Από ανθρωπολογική άποψη, το έργο αναφέρεται σε τοτεμικές πρακτικές μετάβασης, όπου οι ιεραρχίες αναστέλλονται και οι ρόλοι ανακατασκευάζονται. Από γιουνγκιανή οπτική, το διπλό σώμα, ενεργοποιεί το αρχέτυπο της Σκιάς, εκείνο το αρχέγονο μέρος του εαυτού όπου κυριαρχούν τα ένστικτα και η αγριότητα. Με σύγχρονους όρους, η υβριδικότητα αναφέρεται στην ταυτότητα, το φύλο, τη βιοτεχνολογία του σώματος: μια εναλλακτική εκδοχή cyborg, στην οποία το τεχνικό αντικαθίσταται από το τελετουργικό.
Έτσι, το Presence αρθρώνει ένα πολυδύναμο αλληγορικό πεδίο για τις μεταβατικές καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης μέσω του συμβολικού λεξιλογίου του μύθου και της φαντασίας. Ενώνει τη μετα-μινιμαλιστική πειθαρχία της κατασκευής με την τελετουργική μνήμη, φέρνοντας τον θεατή αντιμέτωπο στις εντάσεις μεταξύ φύσης και πολιτισμού, σώματος και πνεύματος, αλήθειας και μεταμφίεσης. Η υβριδική μορφή του Αντώνη Μιχαηλίδη δεν αναπαράγει τελετουργίες, αλλά τις μεταφράζει σε σύγχρονη εικαστική γλώσσα, όπου η μύηση δεν είναι γεγονός, αλλά τρόπος θέασης.
Γιάννης Κολοκοτρώνης, Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης. Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Yannis Kolokotronis: Comment on Presence by Anthony Michaelidis
The hybrid figure with a human body, a fox’s head, and excessively elongated crimson fingers in Anthony Michailidis’ Presence (2025, charcoal, pencil, painting powders, enamel, 50 × 80 cm) introduces us to the realm of metamorphosis and shamanic ritual.
The successive horizontal white stripes that cover the red body recall the garments worn by shamans or tribal sorcerers in Africa during initiation ceremonies. They constitute a “second skin,” a kind of visual skeletonization—an anatomical representation that discloses an internal structure or latent energy.
The fox’s head alludes to the mystical power embedded in zoomorphic transformation. In African ritual practice, masks often embody animals of central significance to the community: the snake symbolizes rebirth, the gnu migration, the elephant strength and memory, and the fish water and life. Similarly, the fox in Michailidis’ work conveys both cunning and wisdom—an entity traversing two worlds and acting as a spirit-symbol mediating between the human and the transcendent, thereby signifying the passage from the physical to the spiritual realm. White flames or smoke partially enveloping the body heighten the impression of energetic emanation and the mystical dimension of the work. The key-like object held in the figure’s hand becomes a symbol of initiation, a threshold to inner knowledge or to the “other” plane of existence intimated by the artist.
Presence aligns with the mythopoetic and archetypal world of Anthony Michailidis (Khartoum, 1960). Since 1987, when his work first unfolded as a reflective thread weaving together combinatory constructive sculpture and spatial experience, he has demonstrated that austerity of idiom is not a limitation but a syntactic mode: a means by which geometry attains spiritual density and matter finds balance with void.
Already in the early 1990s, with Hunting Scenes, Clouds, and the oxidized Thrones (metals, skins, horns), Michailidis enriched Greek artistic thematics with cultural memories and structures of power drawn from Africa. He employed cultural memory not merely as a repository of information but as a structured narration of identity. The “ritual hybridization” he introduced at that time was not historical narration but the visualization of psychic states. This narrative density deepened further in his small-scale sculptures, stamped with surreal irony and self-mockery. (https://www.periou.gr/giannis-kolokotronis-i-politismiki-mnimi-sti-meta-minimalistiki-glyptiki-tou-antoni-michailidi/)
At the same time, in the mythopoetic The F.R.I.T. Institute (1993–2006), Michailidis elaborated a form of institutional fiction that interrogated colonial museology and the authoritarian discourse of archaeology, transforming memory into artistic invention and turning the viewer into an autonomous cultural interpreter.
His later existential micro-sculpture (Art Sleeps, Head, Coexistence) reveals the vulnerability of form through distortions of anthropomorphism, converting sculpture into psychological spectacle (see his 2005 solo exhibition at Lola Nikolaou Gallery). Here, the scenography of identity—through movement, lighting, and disparate materials—animates interior landscapes and consolidates his work as an act of cultural reflection.
Within this trajectory, Presence (2025) is not a deviation but a crystallization. It condenses the ritual vocabulary (totem, initiation, zoomorphism), cultural memory (Africa as both childhood locus and symbolic reservoir), and post-minimalist austerity (structural clarity, economy of means). The skeletonization of the body through white stripes functions as both morphological code and mnemonic trace; the white flames underscore the visibility of the immaterial. Above all, the long red fingers that convey magic confirm that gesture is the place par excellence where body and meaning converge.
Anthropologically, the work refers to totemic practices of passage, where hierarchies are suspended and roles reconstituted. From a Jungian perspective, the doubled body activates the archetype of the Shadow, that primordial part of the self where instincts and savagery prevail. In contemporary terms, its hybridity evokes debates around identity, gender, and the biotechnology of the body: an alternative version of the cyborg, in which the technical is supplanted by the ritual.
Thus, Presence articulates a multivalent allegorical field for the liminal states of human existence through the symbolic lexicon of myth and imagination. It unites the post-minimalist discipline of construction with ritual memory, confronting the viewer with the tensions between nature and culture, body and spirit, truth and disguise. Michailidis’ hybrid figure does not replicate rituals but retranslates them into a contemporary visual idiom, where initiation is not an event but a mode of seeing.
Υannis Kolokotronis, Professor of Art History and Theory Democritus University of Thrace








