Η ΧΙΟΝΑΤΗ
(Το σπίτι είναι της θείας Πηνελόπης
Στην Πλατεία Αγάμων – ποιοι
Να ’τανε αυτοί οι άγαμοι;)
Φορώ άσπρο φουστάνι
Στην αγκαλιά μου εκείνη η άσπρη γάτα
Η Χιονάτη
Δεν μου ’χει πει ποτέ κανένας
Κανένα παραμύθι
Χιόνι δεν έχω δει, το όνομά της δεν σημαίνει τίποτα
Με παραστέκει σαν πνεύμα προγόνου
Άσπρη και κουφή
Χαμογελάω
Ο ΟΡΑΤΙΟΣ
Ήταν κι αυτός ο τελευταίος απ’ το είδος του, θυμάμαι
Γλίτωσε τα πειράματα, το άσπρο φως
Το βλέμμα του έσταζε από σύριγγα
Το τρίχωμά του κρύο του θανάτου
Άφωνος, ούτε να γρυλίσει
Ούτε να κουνήσει την ουρά – δεν είχε –
Δίνοντας σημάδι άφεσης
Έστω, συνενοχής δαίμονα κατοικίδιου
Δεν σάλευε
Σώμα μεγάλο, συνεσταλμένο
Παράξενη θητεία
Ποια Γουϊνέα να θυμόταν άραγε το κύτταρό του;
Άφησα το κλουβί με ανοιχτή την πόρτα
Στο διπλανό οικόπεδο με τις τσουκνίδες
Ούτε φαί, ούτε νερό
Ούτε σκυλιά να τον ξεσκίσουν
Δεν βγήκε έξω
Προς τη φριχτή ελευθερία
Πρώτη φορά έσκουξε τότε
Και τον άκουσα χρόνια μετά
ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟ ΑΡΝΙ ΣΤΗΝ ΙΚΑΡΙΑ
Άσπρο με λίγο μαύρο, τρεμάμενα πόδια
Τρεμάμενη
Ολόκληρη η φωτογραφία
Ο Αντώνης πίσω του σκυφτός
Κι αυτός σε μοίρα αρνιού (Το ξέρει)
Πίσω, διαγώνια ραγισμένος τοίχος
Ξεχαρβαλωμένο, κρεμάμενο πατζούρι
Στραβοβαλμένες
Πέτρες ασβεστωμένες
Ανάμεσα στ’ αρχαία χαμομήλια ξεκινάνε
Σημειώνουν με ευκρίνεια το τυφλό
Το μονοπάτι αριστερά
Το προς τη δόξα
Λοξός ο ουρανός στο βάθος
Τίποτα δεν πάει καλά


