Εκτός θέματος
Στραγγίζει ο αέρας το τελευταίο καλοκαίρι
Τα πουλιά γυρνάνε στις φτερούγες τους για να κανακευτούν
Άσπρα λινά επί ξύλου κρεμασμένα
Τα φύλλα πνίγονται στα ύφαλα των δέντρων
Του παγωμένου νερού η προκοπή
Μάλλον τα κηδεύει παρά τα συνεφέρνει
Ένα πατίνι έχει χάσει προ πολλού την ισορροπία του
Μέσα στη λάσπη γνωρίζει την ταπείνωση
Οι φτέρες το χλευάζουν;
Μπα, θα έρθει πάλι το παιδί να το γυρέψει
Τι σημασία έχει που γκρεμίστηκε κι έτρεξε αλαφιασμένο
Μες στα αίματα σε σίγουρο έδαφος. Θα έρθει…
Νωρίς οι νύχτες καταφθάνουν με τις πλερέζες κι άβαφα χείλη
Πέφτουν βαριά στους κήπους και στους δρόμους
Τους τοίχους γρατζουνάνε τρομάζοντας τα γιασεμιά που
‒ ολόφωτα καθώς‒
Δεν ξέρουν άλλη γλώσσα να μιλήσουν∙ σκοτώνονται από θλίψη
Χύνονται γάλα στο χώμα το αδιάφορο
Έτσι ανακατεμένα είν’ τα πράγματα
Μόλις παραιτηθεί ο Καιρός απ’ το γαλάζιο του αίμα
Μόλις μαζέψει τα μακριά μαυρισμένα του κανιά
Από τ’ ανάκλιντρα, κρύψει τους θυρεούς μέσα στο κιούπι
Θα τρέξει απ’ την ανάποδη, θα βλαστημήσει
Κι αμέσως έρχεται η βροχή με ασημί πουκάμισο
Και μην τον είδατε
Στο μεταξύ μικροί στολίσκοι από καρυδότσουφλα
Πλέουν με σημαίες από γάζες
Μαζεύουν βροχή σε μια γαβάθα
Ν’ ασημώσουν τους σπασμένους ανθρώπους μιας γης αρχαίας
Όσο και το δάκρυ
Κάπου μακριά
Σχεδόν κοντά
Να εδώ, στο δρόμο μας
Στη λακκούβα με τα λασπόνερα.
Στα νύχια
Τάγματα Κοπρώνυμων στον κυβισμό της αντανάκλασης
Σείονται επισείοντες ηγεμονικών Οίκων και Οικίσκων
Η νύχτα λερώνει τα άμφια της μέρας
Φτωχοί Αβεσσαλώμ λούζουν την χαίτη σε λασπόνερα
Τη χαίτη που ολέθρια θα γαντζωθεί
Στα κλαδιά της αφέλειάς τους
Το συνεπαγόμενο μέλλον οξύ
Στα νύχια των Αστραπόγιαννων παχαίνει κρυφά οργίλη εγρήγορση
Αρμαθιές κλειδιών και νερά που ανοίγουν
Τα πάντα θα βαφτούν με μαύρα δάκρυα
Και ο κρωγμός τής σιδερένιας πόρτας που θα κλείσει
Με οριζόντιο, κάθετο και χιαστί θόρυβο θα σημάνει το τέλος
Ακούω να σηκώνεται ο κόκορας του περίστροφου κόσμου
Κατάγματα την επαύριο, λευκασμένα κόκαλα αμάραντα
Όχι, Κασσάνδρα δεν με λένε
Την Τροία δεν την ξέρω ούτε τους Αχαιούς
Γεννήθηκα σε κιούπι με αλάτι
Χιλιάδες χρόνια τον ουρανό κομπόδεμα και άιντε
Βελάζω την αγρύπνια μου και καθρεφτίζομαι
Σ’ αμάραντο νερό
Κι αν τώρα ανιστορώ το μέλλον διαβάζοντας τα μπόσικά του
Είναι γιατί πλαταίνει ο χάρτης κατακόκκινος
Κι οι θάλασσες ζεσταίνουν το λαδάκι τους
Να μας μυρώσουν.
Στέλλα Δούμου
