You are currently viewing Κλεονίκη Δρούγκα: Σκηνή τελευταία- Εσ. Μπαράκι, νύχτα

Κλεονίκη Δρούγκα: Σκηνή τελευταία- Εσ. Μπαράκι, νύχτα

Τρίτη, ώρα βραδινή· δεν ξέρω, ούτε μ’ ενδιαφέρει τι καιρό κάνει έξω· μέσα μου πνέουν ισχυροί άνεμοι, κι ας βρίσκομαι σε άδειο σχεδόν κι απάνεμο μπαράκι, με το ταβάνι φορτωμένο λαμπάκια. Κι ενώ η καρδιά μου είναι έτοιμη να σπάει μαζί με τις καρέκλες που τρίζουν σε κάθε άτσαλη κίνηση, πίνω την τελευταία σταγόνα κρασί απ΄ το ποτήρι σου -το δικό μου κρασί το έχω πιει μονορούφι- κι αφήνω το ποτήρι άτσαλα στο τραπέζι, πάνω σε τσόφλια από ξηρούς καρπούς που μασουλήσαμε, μιλώντας για ώρες -εγώ δηλαδή μιλούσα. Ύστερα σταυρώνω τα χέρια και χαμηλόφωνα γνωμοδοτώ για την κακή ποιότητα του κρασιού. Είναι ξεπεσμένο το μπαράκι, τα ποτά φτηνά, παίζει, όμως, καλή μουσική. Εδώ ερχόμασταν πάντα, όταν βγαίναμε έξω, για να μην μας δουν, να μην διασταυρωθούν τα βλέμματά μας με τους άλλους και καταλάβουν.

Κι ενώ εγώ κοιτάζω το ταβάνι που λαμπυρίζει, εσύ μου πιάνεις με τρυφερότητα το μπράτσο. Θυμάμαι τότε τα δάχτυλα των χεριών σου που με ξέντυναν, τις παλάμες σου στην κόγχη των μηρών μου, τους δυο μαζί ξαπλωμένους στο πάτωμα κάτω από μισοφέγγαρα, μια άτολμη δεκαετία και βάλε. Με διαπερνούν βελόνες. Απομακρύνω το χέρι σου και σπεύδω να ξεπλύνω τις θύμησες που συνάχθηκαν ερήμην μου, παρασέρνοντας μαζί ξερά και χλωρά· παραγγέλνω ένα ακόμη ποτήρι κρασί, ν’  απασχολώ τις σκέψεις μου. Ο σερβιτόρος το φέρνει με μια πιατέλα τυριά· κερασμένα λέει, με νόημα. Έτοιμη να μαχαιρώσω τα τυριά, σηκώνω το μαχαίρι πάνω σου με θυμό. Εσύ τρομάζεις· κάνεις για λίγο πίσω. Γελάς με κόπο. Το πρόσωπό σου φορά μια πένθιμη έκφραση που δεν έχω ξαναδεί.  Το περίμενες, βέβαια· βαθιά μέσα σου το γνώριζες, κληρονόμος μιας σπάνιας ικανότητας να νιώθεις αυτό που θα συμβεί, να νιώθεις τον ερχομό της νομοτέλειας: ό,τι γεννιέται ένα αχρονολόγητο καλοκαίρι, σε καιρό ξηρασίας και ζει μες το σκοτάδι, πεθαίνει· σε μας κράτησε δέκα σκοτεινά χρόνια, με τον ήλιο, όταν ανέτειλε, να το μαραζώνει, με το φως να το τυραννά.

Όλο το βράδυ σού κρατούσα θυμό κι όσο ο χρόνος έπηζε, μετέωρη, κατρακυλούσα στη σκέψη μου να μείνω.

Είναι η τελευταία φορά που κάθομαι απέναντί σου. Βγαίνοντας απ’  το μπαράκι, πατώ κάτι βρεγμένα φύλλα στο δρόμο. Χάνω την ισορροπία μου. Γλιστρώ.

Δεν γυρίζω να κοιτάξω πίσω.

Το πρωί δεν συγχώρεσα  την άτολμή σου φύση, ούτε το επόμενο, ούτε κάποιο άλλο πρωί τη συγχώρεσα.

Δύσκολες οι Τρίτες, πια, τ΄ ομολογώ. Και το φως συνεχίζει να είναι αμείλικτο.

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.