Η ποίηση της γλώσσας και η ποίηση της ζωής
Η ποίηση είναι ένα γλωσσικό φαινόμενο. Αυτονόητο. Είναι τρόπον τινά μια υπέρβαση της επικοινωνιακής λειτουργικότητας της γλώσσας, που αυτονομείται και χτίζει τον δικό της κόσμο, με μέσα και κριτήρια αισθητικά. Βέβαια ο όρος χρησιμοποιείται και σε εξωγλωσσικά συμφραζόμενα, επικαλούμενος μεταφορικά την αισθητική ιδιότητα και ιδιατερότητα της ποίησης, την ποιητικότητα, για άλλα φαινόμενα του επιστητού, όπως για ένα αρμονικό ή και μεγαλειώδες τοπίο, θεσμούς ή συμπεριφορές του λαϊκού πολιτισμού (Μ. Μερακλής), εννοώντας τους συμβολισμούς και τη συνειρμική σκέψη όπως και πράξεις και διαδικασίες, για την συμφωνία γεύσεων σε ένα γεύμα (T. S Eliot η ποίηση ως γευσιγνωσία), μια απρόσμενη σύζευξη δύο φαινομενικά άσχετων πραγμάτων στην καθημερινή κουβέντα, που σπρώχνει τη σκέψη πιο πέρα από το ερώτημα «και τι σχέση έχουν…» και οδηγούν στην απόλαυση του λεκτικού ευρήματος, την εκτίμηση του χιούμορ κτλ.
Η ποίηση της ζωής (όπως και το θέατρο της κοινωνίας) είναι παντού· στη φύση συνεργάζονται όλα τα επιμέρους μέσα στο σύνολο (βιοποικιλότητα), όπως και στον ανθρώπινο πολιτισμό, σε τελετουργίες, σε συμβολικές πράξεις, στη διάδραση και εναρμόνιση δράσεων και δραστηριοτήτων, σε παραδόσεις και κεκτημένες εμπειρίες, που αποτελούν πλέον συλλογική γνώση. Πρότυπο για αυτές τις πανάρχαιες και ιστορικές συνέργειες και συνεργασίες είναι και πάλι η ίδια η φύση (συλλογικότητα και αλληλοβοήθεια στον αγώνα της επιβίωσης, στήριξη σε εποχές κρίσεων, αντιπελάργηση, καταμερισμός εργασίας, στρατηγικές κυνηγιού κτλ.). Η ακραία απομάκρυνση από τη φύση, όπως τη ζούμε τώρα, οδηγεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μακροπρόθεσμα ή και πολύ γρήγορα, στο αργό ή και αιφνιδιο τέλος της ανθρωπότητας, εφόσον εξακολουθούμε να είμαστε οργανισμοί με υλικές, ψυχικές και πνευματικές ανάγκες.
Η ποίηση ως μεταφυσική μεταφορά για την ιδιοσυστασία του κόσμου εκφράζεται σε μυθολογίες και θρησκείες, όπου ο ποιητής του κόσμου είναι ο δημιουργός, αν και τα αρχαιότερα μυθολογικά στρώματα παραπέμπουν στη Μεγάλη Μητέρα και τη δημιουργία του κόσμου ως γέννηση (κοσμογέννηση), και η γήινη πραγματικότητα διαδραματίζεται στη μήτρα της συμπαντικής Μητέρας, η οποία γεννά τα πάντα και τα φροντίζει, αλλά και ταυτόχρονα τα καταστρέφει και τα καταβροχθίζει (C. G. Jung). Στο πρωταρχικό γνωσιολογικό ερώτημα της ανθρώπινης συνείδησης, ποιο είναι το πραγματικό και το αληθές, οι απαντήσεις παραπέμπουν συνήθως αλλού: στο βουδιστικό «αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει», τη θεϊκή πολλαπλότητα του Ολύμπου στους αρχαίους (εξαιρούνται σχεδόν πάντα κάποιες γερόντισσες, που κρατούν τα νήματα της μοίρας, δηλ. την πραγματική εξουσία), την εβραιοχριστιανική παράδοση με την επταήμερη δημιουργία κτλ. Ανάλογα με την εξέλιξη της γλώσσας ως το πιο σύνθετο και αποτελεσματικό εργαλείο συνεννόησης και σκέψης το γλωσσικό μέρος στις τελετουργίες κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος και σημασία, τόσο που μπορούμε να πούμε ότι από την αρχαιότητα και πέρα ο γλωσσοκεντρικός πολιτισμός, και μάλιστα στη γραπτή του μορφή, κρατούν τα ηνία. Και η ποίηση, από μέσο θρησκευτικής έκφρασης, προσευχής, ύμνου, ικεσίας, τελετουργικής έκκλησης ή παράκλησης αυτονομείται και η αισθητική της χειραφετείται από τη λατρευτική δέσμευση και λειτουργικότητα. Μετά την Αναγέννηση και κυρίως με το Διαφωτισμό, η γλώσσα είναι το κυρίαρχο μέσο επικοινωνίας του πολιτισμού και μία από τις σημαντικότερες τέχνες. Μέσα στη ρομαντική ποίηση και ύστερα στη γλωσσική φιλοσοφία των Θετικιστών και Νεοθετικιστών, η γλώσσα σχεδόν μεταφυσικοποιείται σε ξεχωριστή οντολογία, σε εκφράσεις όπως «η ιστορία ως μεταφορά της ποίησης» ή «Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου» (έτσι η κατά λέξη μετάφραση του γνωστού αποφθέγματος του Ludwig Wittgenstein, που κυκλοφορεί στα ελληνικά σε διάφορες εκδοχές).
Στην εποχή του μεταμοντερνισμού, που κρατά ήδη μερικές δεκαετίες, αυτός ο υπερβολικός γλωσσοκεντρισμός είναι πλέον «ύποπτος», γιατί στη λογοτεχνία (ποίηση, πρόζα, θέατρο) η γλώσσα δεν βρίσκεται πια στο απόλυτο κέντρο της προσοχής (στο σύνθημα της Αναγέννησης “teatrum est opus” oι θεατρολόγοι επαναστατούν από τις αρχές του 20ού αιώνα)· εννοώ η γλώσσα ως μέσο συνεννόησης (Dada, λετρισμός, ραδιοφωνικά έργα ώς ορατόρια με λέξεις κτλ.). Αυτή η οντοποίηση της γλώσσας, που απαντά στον θεωρητικό πυρήνα της ρομαντικής ποίησης του 19ου αιώνα, βρισκόταν αρχικά στο στόχαστρο της κριτικής των Ποσιτιβιστών και Νεοποσιτιβιστών (Wittgenstein, Russel, Carnap, ο κύκλος της Βιέννης) ως μεταφυσικά νεφελώματα που δεν αντιστοιχούν σε τίποτα, εν τούτοις αυτός ο αυστηρός «καθαρισμός» της γλώσσας ως μέσο της αντίληψης του κόσμου κατέληξε αρχικά σε ένα ακόμα αυστηρότερο περιορισμό και μια ακόμα μεγαλύτερη απολυταρχική μονολιθικότητα: χωρίς τη γλώσσα δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τον κόσμο, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τίποτα· ο προσιτός κόσμος μας είναι αυτό που μπορεί να εκφράσει η γλώσσα μας.
Αυτές οι απόλυτες διατυπώσεις είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης για τις σκέψεις μας. Η γλώσσα ως μέσον αντίληψης του κόσμου, στη γλωσσική φιλοσοφία στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου τέμνεται και με τη φιλοσοφική Φαινομενολογία (του Husserl αρχικά, και μετά του Heidegger). Όμως αυτή η παντοδυναμία της γλώσσας στην αντίληψη του κόσμου είχε ήδη προϊστορικούς προγόνους, πάντα για το ζήτημα τι είναι το πραγματικό και το αληθές. Στη συνείδηση του προϊστορικού ανθρώπου η λέξη είχε μαγική δύναμη: αν μπορείς να ονομάσεις ένα πράγμα, χάνει την απειλητική του υπόσταση, γίνεται διαχειρίσημο, υποτάσσεται στην εξουσία του νου. Στα ξόρκια της μαγείας, στους όρκους και τις κατάρες επιβιώνει ακόμα κάτι από τη μαγική δύναμη της γλώσσας, στις ευχές ακόμα, αλλά και στις θρησκευτικές παρακλήσεις και ικεσίες, και στην ποίηση επίσης στο βάθος αιωρείται αυτή η υπερλογική δύναμη του λόγου. Στο μαγικό παραμύθι «Ρούμπελστιλτσκιν» ο νάνος, μόλις μαθευτεί το πραγματικό του όνομα, χάνει τις μαγικές του δυνάμεις.
Βέβαια στο «Tractatus Logico-Philosophicus» του πρώιμου Wittgenstein (1921) η ερμηνευτική δύναμη της γλώσσας για την αντίληψη του κόσμου δεν απορρέει από κάποιες υπερφυσικές της δυνατότητες αλλά αντίθετα από τη λογική της δομή (γραμματική ως ένα είδος μαθηματικών), η οποία ανταποκρίνεται στη λογική δομή του κόσμου· μόνο αυτό που μπορούμε να πούμε γλωσσικά, είναι αντιληπτό και εμπειρικά επαληθεύσιμο. Μέσω της γλώσσας σκεφτόμαστε και επικοινωνούμε. Το αδύνατο σημείο αυτής της προσέγγισης είναι βέβαια οι σημασίες των λέξεων, που δεν είναι και τόσο σταθερές ούτε λογικές. Αργότερα ο ίδιος εισάγει την έννοια του «λογοπαιγνίου»: δεν είναι δεδομένες οι σημασίες των λέξεων, αλλά αυτές εξαρτώνται από τα συμφραζόμενά τους («Η σημασία μιας λέξης καθορίζεται από τη χρήση της μέσα στη γλώσσα»). Για την ποίηση μάλλον αυτονόητο. Μια τέτοια αυστηρά κωδικοποιημένη γλώσσα αφήνει ορισμένους τομείς της ζωής απέξω: π. χ. τις τέχνες, την ηθική, τη θρησκεία. «Όσα μπορούν να λεχθούν, μπορούν να λεχθούν με διαύγειαˑ και για όσα δεν μπορούμε να μιλήσουμε πρέπει να σιωπούμε». Το άρρητο είναι μέρος της ζωής· «η δυσκολία στη φιλοσοφία είναι να μη λέμε παραπάνω από όσα ξέρουμε». Με την έννοια αυτή η ποίηση είναι απλώς φληναφήματα, μακριά από το πραγματικό και το αληθές. Η εκμάθηση ξένων γλωσσών και η ενασχόληση με τις τέχνες μπορεί να διευρύνει αυτά τα στενά όρια της χρήσης της γλώσσας· δεν υπάρχει “ιδιωτική” γλώσσα: «ό,τι είναι ιδιωτικό πρέπει να μπορεί να είναι και δημόσιο». Η γλώσσα της ποίησης είναι συχνά στη μεθόριο (“Υπονοώ περισσότερα απ’ όσα μπορώ / Να φανταστώ: / Γράφω”, Π. Παμπούδη).
Η οντοποίηση της γλώσσας στις ακραίες της μορφές, – τη μαγική δύναμη της λεκτικής εξουσίας και την αναφαίρετη προϋπόθεση για τη σκέψη και την αντίληψη -αποτελεί ώς ένα βαθμό μονομερή υπερβολή, που αγνοεί την ιστορική διάσταση του φαινομένου, τη σταδιακή ανάπτυξη της λεκτικής γλώσσας μέσα στους ανθρώπινους πολιτισμούς και το γεγονός ότι υπάρχουν και μη λεκτικά συστήματα συνεννόησης και επικοινωνίας (χειρονομίες, σφυρίγματα, εκφράσεις του προσώπου και κινήσεις σώματος, σημάδια με καπνούς, καθρέφτες κτλ.). Τέτοια συστήματα δεν είναι άγνωστα και στο ζωικό βασίλειο.
Η πρόσληψη του κόσμου γίνεται μέσω των αισθήσεων του σώματος, και το σώμα είναι προγλωσσικό· ανάμεσα στα έμβια όντα η αντίληψη της πραγματικότητας παραλλάσσει σημαντικά. Στην έλλογη συλλογικότητα των ανθρώπινων κοινωνιών ο κόσμος των αισθήσεων και ορμέμφυτων συμπληρώνεται με διοικητικές και αξιολογικές ρυθμίσεις, που δεν είναι πια φυσικές (νόμοι, άγραφοι νόμοι, νόρμες, αξίες, συμπεριφορές κτλ.) και σε σημαντικό βαθμό και από την τεχνολογία. Αυτή η ισχύουσα πραγματικότητα όμως αντιδιαστέλλεται συνεχώς από άλλες, που υπάρχουν σαν νησίδες στο μεγάλο ποτάμι: όνειρα, φαντασιώσεις, θρησκευτική κατάνυξη, ελεύθερος στοχασμός, διαλογισμός, έκσταση, ναρκωτικά, και μ’ έναν όλως ιδιαίτερο τρόπο οι τέχνες που δημιουργούν παράλληλους («ανύπαρκτους») κόσμους. Ακόμα και η τεχνολογία, που με τα cyber space, virtual reality, την πέμπτη διάσταση των κυμάτων, τις θεωρίες μικρο- και μακροφυσικής δημιουργεί πραγματικότητες παράλληλες, που δεν αφορούν πια τις αισθήσεις στο βαθμό που δεν μιμούνται κάτι γνωστό για την εξελικτική μνήμη του σώματος. Ο άνθρωπος ζει πλέον με πολλές και διαφορετικές πραγματικότητες.
Η γλώσσα, στην ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού, είναι ένα στερνοπαίδι, που αποδείχθηκε όμως πανίσχυρο, το πιο εξελιγμένο σύστημα συνεννόησης και επικοινωνίας. Αυτή η πρωταρχική σημασία και λειτουργία της δεν σβήνει ούτε στην πιο μεταμοντέρνα και κρυπτική ποίηση, γιατί χρησιμοποιεί λεκτικό υλικό με ένα ιστορικό συλλογικής χρήσης, ένα ανώνυμο φορτίο εννοιών και σημασιών, που μπορεί ο ποιητής να εμπλουτίζει, να παραλλάσσει, να αντιστρέφει· αλλά η απόλυτη χειραφέτηση της γλώσσας από τη λειτουργία της συνεννόησης οδηγεί στην ιδιόλεκτο, στην αποκλειστικά προσωπική γλώσσα του ποιητή, η οποία δεν είναι πια κοινωνήσιμη, δεν την καταλαβαίνει κανείς εκτός από τον ίδιο. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ποιητής δε θα είναι ποτέ μόνο δική του. Το αντίθετο: στην αισθητική της διάσταση ακόμα λιγότερο, γιατί οι λέξεις έχουν ηχητικό σώμα, αφή, οσμή και γεύση, που δανείζεται ο ποιητής. Έτσι και η γλώσσα της λογοτεχνίας κινείται ανάμεσα στην απόλυτη αυτονόμηση από κάθε χρηστικότητα και στη μονοσήμαντη χρήση ως επικοινωνιακού μέσου της καθημερινότητας, κι αυτό εξαιτίας του ιστορικού-ετυμολογικού και σημασιολογικού φορτίου της κάθε λέξης. Αποκτά, με άλλα λόγια, μια θέση κάπου ανάμεσα στη μονοσήμαντη υπόσταση και σε κάποια βαθμίδα της πολυσημίας. Η πανσημία που πρότειναν κάποιοι θεωρητικοί του μεταμοντερνισμού καταργεί την ίδια την γλώσσα (π. χ. η ποίηση ως ηχητικό υλικό ή και οπτικό σχήμα στο Dada· οι μεταμοντέρνες προτάσεις δεν ξεπερνούν και πολύ τον μοντερνισμό).
Οπότε η όποια οντοποίηση της γλώσσας ως απόλυτα ξεχωριστού κόσμου από άλλες πραγματικότητες, απέναντι στο σώμα, την ιστορία και την πραγματικότητα, αντιβαίνει στην πολυλειτουργική φύση της γλώσσας ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό, ανάμεσα στην απλή κατονομασία πραγμάτων και καταστάσεων και την αφηρημένη σκέψη· όπως συχνά η φιλοσοφία βαδίζει στα όρια των δυνάμεων και δυνατοτήτων της εκφραστικότητας, που είναι η προϋπόθεση της “σκεψιμότητας”, και αποκτά μια εν μέρει ελεγχόμενη πολυσημία (βλ. π. χ. στην ποιητικότητα των κειμένων του Heidegger, που εν πολλοίς αντιστέκεται και στη μετάφραση), έτσι και η ποίηση μπορεί να κινείται στη μεθόριο ανάμεσα στην λίγο-πολύ επιθυμητή πολυσημία και το ακατάληπτο ιερών βιβλίων του θρησκευτικού ή μαγικού μυστικισμού. Η χρήση των λέξεων στην ποιητική γλώσσα ποτέ δεν αποβάλλει τελείως την επικοινωνιακή της φύση, κι ας υπαινίσσεται πράγματα και καταστάσεις από το χώρο του άγνωστου, που ξεφεύγει από την ανθρώπινη εμπειρία.
Με την έννοια αυτή δεν μπορεί να είναι ο κόσμος απλώς μια μεταφορά της ποίησης, αλλά αντίθετα η ποίηση αποτελεί μια αισθητική μέθοδο υπαρξιακών και κοσμογονικών αναζητήσεων, η οποία συγγενεύει με τη φιλοσοφική σκέψη και έκφραση της προσωκρατικής φιλοσοφίας, μέθοδο η οποία διαμέσου της γλωσσικής εκφραστικότητας προσπαθεί με υπαινιγμούς και αναγνωστικά βιώματα να αποσπάσει πυρήνες γνώσης από το άτμητο του αγνώστου, που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου (σώμα, ψυχολογία, εγκέφαλος, εξέλιξη, μικρο- και μακροφυσική κτλ.). Η διαλεκτική των πραγματικοτήτων καθρεφτίζεται στις εκδοχές και τις πολυδιάστατες δυνατότητες της γλώσσας. Στην ποίηση αυτή η διαλεκτική είναι ιδιαίτερα πυκνή. Η γλώσσα δεν εξασφαλίζει την κυριαρχία του κόσμου, όπως πίστευε ο αρχέγονος νους στην αυγή της νόησης, αλλά η ικανότητα της έκφρασης αναστέλλει το φόβο του κενού, την αδυναμία αντίδρασης, το άρρητο της υπαρξιακής συνθήκης. Και το να επιχειρεί κανείς να βρει λόγια για το άγνωστο, είναι σα να προσπαθεί να εξορκίσει το άγνωστο που το βιώνει απειλητικά (το απρόοπτο, το αβέβαιο, το απρόσβατο). Το να καταφέρεις να εκφράσεις κάτι, ελευθερώνει.







