Ο Μέρλιν, η Μάρλεν και ο Μούρλεν
Μια φορά ήταν ένας μάγος, μια μάγισσα κι ένα μαγισσάκι, που μένανε σε μια μεγαλόπρεπη, μοναχική μονοκατοικία στο Μεξικό. Τον μάγο τον έλεγαν Μέρλιν, την μάγισσα Μάρλεν και το μοναχοπαίδι τους, το μαγισσάκι, το έλεγαν Μούρλεν.
Ο μάγος Μέρλιν ήταν μουρτζούφλης, μονόχνωτος και μυγιάγγιχτος, και από το μεσημέρι ως τα μεσάνυχτα έμενε μόνος, μανταλωμένος, μέσα στο μαγικό του εργαστήριο, που ήταν γεμάτο μαγικά σύνεργα και μυστηριώδη μηχανήματα (μπουκάλια με μαύρα μπλε και μωβ ματζούνια, μανόμετρα, μανιβέλες, μετασχηματιστές, μικρόφωνα, μεγάφωνα, μικροσκόπια, κ.λπ.)
Η μάγισσα Μάρλεν πάλι, ήταν μια μέγαιρα μελαχρινή, μικροκαμωμένη και μισοπάλαβη. Μουρμούριζε όλη μέρα και μαγείρευε φριχτά (μπριζολάκια μυρμηγκιών με μουχλιασμένα μανιτάρια, μισοζώντανα μακαρόνια, μελιτζάνες με μαρμελάδα από μπιμπίκια, μάλλινα μπιφτέκια, μουσακά μπάμιες με μουρουνέλαιο, κ.ά.)
Τέλος, το μικρό μαγισσάκι, ο Μούρλεν, που είχε μαύρα μάτια, μαύρες μπούκλες και μεγάλη μύτη, ήταν ακόμα μαθητευόμενος μάγος και έπαιρνε μαθήματα από τον μπαμπά και τη μαμά του. Δεν ήταν όμως καλός μαθητής και, συνήθως, τα μπουρδούκλωνε όλα, τα έκανε μαντάρα και τα άφηνε μισοτελειωμένα.
Π.χ. στο δωμάτιό του υπήρχε ένα μαραφέτι που είχε μερικά μενεξελιά ποδαράκια, μια μηχανή μηδέν κυβικών, μια μοντέρνα μασέλα, μανίκια από μαρουλόφυλλα και μου από μουστάκι, και που μαρσάριζε, μονολογούσε και έσταζε μέλι: ήταν ο μανάβης και μια μέλισσα, που ο Μούρλεν είχε προσπαθήσει να μεταμορφώσει και τους δυο μαζί σε μοτοσυκλέτα, και τα είχε κάνει μούσκεμα!
Υπήρχε επίσης ένας μεγάλος μπόγος με μπάσα μουρμουρητά, μεταξωτά μανταλάκια, μηχανικά μαντιλάκια και μελαγχολική μουσική από μαντολίνο, που μούγκριζε και μαλλιοτραβιόταν: ήταν ένα μοσχάρι, ένα μαγνητόφωνο και μια μοδίστρα μονοκονδυλιά, που ο Μούρλεν είχε προσπαθήσει ματαίως να μετατρέψει σε μυγοπαγίδες.
Υπήρχαν και μυριάδες άλλα μπερδεμένα πράγματα σ’ αυτό το μισοσκότεινο δωμάτιο: λ.χ. μια μπόμπα-μωρό, ένα μαλακό, μισολιωμένο μπαστούνι, μισό μέτρο μουσαφίρηδες, ένα μπαούλο με μπακαλιάρους, μενεξέδες και μαργαρίτες, κάτι που το μισό ήταν μαϊμού και το μισό μαϊντανός, κάτι που το μισό ήταν μαγιό και το άλλο μισό μαρτυριάρης, κ.ο.κ. Το μόνο που είχε καταφέρει να φτιάξει καλά ο Μούρλεν (χρησιμοποιώντας μόνο μερικά μασημένα μη κι ένα μι ματζόρε) ήταν ένα μαγικό μαχαίρι που έκοβε τον βήχα, την όρεξη και την φόρα.
Μια μέρα, η Μάρλεν είχε γυαλίσει το μωσαϊκό στο μπάνιο. Και για να μην της το λερώσουν, μάγεψε τον Μέρλιν και τον Μούρλεν και τους έκανε να μην μπορούν να μετακινηθούν παρά μόνο μετέωροι, μισό μέτρο πάνω απ’ το πάτωμα.
Έγινε της μουρλής! Ο Μέρλιν, μανιασμένος, μεταμόρφωσε το μωσαϊκό σε μπακλαβά και το έφαγε, ο Μούρλεν, ακόμα πιο μανιασμένος, μεταμόρφωσε την μαμά του σε κάτι που ήταν μισή μαστίχα και μισή μπαλκονόπορτα. Και η Μάρλεν, μισότρελη όπως πάντα, τους μεταμόρφωσε και τους δυο σ’ ένα ζευγάρι μπότες.
Τις επόμενες μέρες, συνέχισαν να μαλώνουν, να γίνονται μαλλιά κουβάρια και να μεταμορφώνουν στα μουλωχτά, συνέχεια, ο ένας τον άλλον.
Αυτό ήταν μάλλον κακό: μόλις το έμαθε η Διεθνής Ένωση Μάγων, τους τιμώρησε και τους διέγραψε από μέλη της, γιατί απαγορευόταν αυστηρά ένας μάγος να μεταμορφώνει άλλον μάγο.
Έτσι, ο Μέρλιν, η Μάρλεν και ο Μούρλεν έχασαν την μαγική τους δύναμη και αναγκάστηκαν να αφήσουν την μονοκατοικία τους και να μετακομίσουν μακριά. Ο Μέρλιν μετανάστευσε στο Μανχάταν και έγινε μπεστσελερίστας (είχε καταφέρει να περισώσει ένα μαγικό Μάκιντος που έγραφε μόνο του μυθιστορήματα). Η Μάρλεν μετανάστευσε στο Μικρολίμανο και έγινε μαγείρισσα σε ένα μοδάτο μπαρ -ρεστοράν. Και ο Μούρλεν πήγε στο Μοντεβίδεο και σπούδασε μηχανολόγος- μηχανικός.