You are currently viewing Χρήστος Αντωνίου: Χρύσα Αλεξοπούλου, Της γραφής, Εκδόσεις Περισπωμένη, 2023.

Χρήστος Αντωνίου: Χρύσα Αλεξοπούλου, Της γραφής, Εκδόσεις Περισπωμένη, 2023.

Αυτό το μικρό δοκίμιο θα ήθελα να το αρχίσω με μια προσωπική ομολογία: όταν διάβασα για πρώτη φορά τα ποιήματα της συλλογής με τίτλο: Της Γραφής, της Χρύσας Ευστ. Αλεξοπούλου, ένιωσα κάτι σαν τη δροσιά που ακολουθεί το ξάφνιασμα. Δεν ήταν η έκπληξη ενός καινοφανούς τρικ, ούτε η επιφάνεια μιας «εύκολης» πρωτοτυπίας· ήταν η αίσθηση ότι παρακολούθησα έναν συγγραφέα που τοποθετείται μέσα στη γλώσσα σαν να εισέρχεται σε έναν ιερό χώρο, με σεβασμό και με επίγνωση των ορίων του και του Χρέους του: « Ένα το χρέος, να νηστεύεις την εύκολη/χαρά που μόνο να προδίδει ξέρει», γράφει η ποιήτρια. Τούτη η ομολογία είναι χρήσιμη, επειδή κάθε κριτική οφείλει να παραδεχθεί τις πρώτες της κινήσεις: την προσέγγιση, την απέχθεια ή την αγάπη, ώστε να διαφανούν οι όροι της κρίσης.

Η γραφή λοιπόν της Χρύσας Ευστ. Αλεξοπούλου δεν προσεγγίζει τη λέξη ως μέσο διεκπεραίωσης εμπειριών, αλλά ως τόπο κατοίκησης. Η επιμονή στα «Σημεία στίξης», στους «Τόνους και πνεύματα», στα «Σχήματα λόγου», ενώ σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να φανεί ως ένας θεωρητικισμός, αποδεικνύεται στην πορεία ως εσωτερική ανάγκη, γιατί τα σημεία στίξης δεν λειτουργούν ως γραμματικά εργαλεία αλλά ως ψυχικοί ρυθμοί.  «Όρια κεντούν και διακοπές/δίνουν φωνή στη σιωπή, /στον δισταγμό ελπίδα, το πάθος το ανέκφραστο/ορίζουν». Η τελεία δεν δηλώνει τέλος∙ μπορεί να δηλώνει ανάσα. Το κόμμα, ένα δισταγμό ανάμεσα σε δύο σκέψεις που δεν συμφιλιώνονται. Η άνω τελεία, μια αμφιβολία, μια αναμονή. Το «θαυμαστικό, την ψυχή αθόρυβα /να υπομνηματίζει». Τα αποσιωπητικά, παραπέμπουν στα ευκόλως ή δυσκόλως εννοούμενα και είναι «πρόθυμα μες στη φαντασία/να στεγάσουν/τ’ αφανέρωτα». «Το ερωτηματικό, να δώσει έκταση στην απορία». Τα πνεύματα (δασεία, οξεία) είναι εκπρόσωποι της ιστορικής προφοράς, της σιωπηλής μουσικής των λέξεων που έζησαν πριν από εμάς. Κι όλα τα υπόλοιπα : η παρένθεση, η παύλα, τα εισαγωγικά, τα ομοιωματικά, τα διαλυτικά έχουν υπεύθυνη αποστολή μέσα στη λειτουργία της γλώσσας.

Τέλος, τα σχήματα λόγου (υπερβολή, συνεκδοχή, παρομοίωση, οξύμωρον κ.ά) δεν είναι καλλωπισμός∙ είναι η πληγή που αποκαλύπτει το βάθος της ανθρώπινης ανάγκης να σημαίνει και μάλιστα με αφοριστικό-διδακτικό τρόπο:

Όταν θα δεις πρώτος τα κρίνα της ερημίας

απρόσιτα στο φρύδι του γκρεμού,

τότε θα συλλαβίσεις το νόημά της

-μυτερά βότσαλα στο στόμα οι φθόγγοι-

τότε θα υφάνεις το άθικτο φόρεμά της

με ρείκια ανοιξιάτικα στις τροχιές των μελισσών.

Κι όταν το άγγιγμά της  σε προφτάσει

θυμήσου να αρνηθείς τη διόγκωση της υπερβολής.

 

Έτσι, το τεχνικό-φιλολογικό μέσο γίνεται σημείο προσωπικής έκθεσης, είναι το σταθερό ποιητικό πρόταγμα της Αλεξοπούλου. Αυτά τα ποιητικά νοήματα περιέχονται στο β΄και γ΄ μέρος της συλλογής.

Ας συνεχίσω χρησιμοποιώντας κι εγώ ένα πρωθύστερο σχήμα: αυτό που πρώτα έπρεπε ίσως να παραθέσουμε ήταν ο νοηματικός πυρήνας κι ύστερα τα γλωσσοφιλολογικά. Διατηρώ όμως το δικαίωμα για τον εαυτό μου να αντιστρέψω την αναμενόμενη σειρά των πραγμάτων, για να φανεί καλύτερα ποιο νόημα αντιστοιχεί αντάξια σ’ αυτή την ευαίσθητη ποίηση.

Από το πρώτο λοιπόν ποίημα της συλλογής η Αλεξοπούλου θέτει με διαύγεια τον θεματικό της άξονα: η μνήμη ως μήτρα της ποίησης, ως η πρώτη ύλη που γεννά και ταυτόχρονα απειλεί το ποίημα. Θέτει μάλιστα ως μότο στη συλλογή της, τους στίχους του W.B. Yeats «Δεν είναι δυνατόν να καταλάβουμε την ποίηση χωρίς μια πλούσια μνήμη». Γράφει η ποιήτρια:

Η μνήμη σε λευκά σεντόνια ξαπλώνει τα γεννήματά της

Να λάβουν σάρκα άυλη, ανέγγιχτη από τις δίνες της λήθης,

Να ζυγιστούν με αντίβαρο το «θέλω» της φθοράς της φθονερής.

 

«Η μνήμη σε λευκά σεντόνια ξαπλώνει τα γεννήματά της» — εικόνα που φέρει τη σωματικότητα και την καθαρότητα της γέννας, αλλά και τη φθαρτότητα που ακολουθεί. Η ποιήτρια αναγνωρίζει ότι η μνήμη δεν είναι απλώς ανάκληση του παρελθόντος· είναι μια πράξη αναδημιουργίας, μια τελετή ανασύστασης του χαμένου. Κάθε ανάμνηση που «ξαπλώνει» πάνω στα σεντόνια της γραφής κινδυνεύει από τη λήθη, ωστόσο βρίσκει την ύπαρξή της μέσα από τον ίδιο αυτόν κίνδυνο. Η φθορά, λοιπόν, δεν είναι αντίπαλος αλλά προϋπόθεση του ποιητικού λόγου· χωρίς εκείνη, τίποτε δεν θα είχε ανάγκη να ειπωθεί.

Η ποίηση της Αλεξοπούλου κινείται σ’ αυτή την τεντωμένη χορδή: ανάμεσα στην επιθυμία της ανάμνησης και στην απειλή της σιωπής. Η μοναξιά δεν παρουσιάζεται ως αίσθημα, αλλά ως συνθήκη της δημιουργίας:

Συναρμολογεί με επιμονή ο ποιητής τη μοναξιά

για να την αποικήσουν τα γραπτά του

 

Μέσα στη μοναξιά ο ποιητής ακούει καθαρότερα τον ψίθυρο των πραγμάτων που χάθηκαν. Από εκεί γεννιέται το ποίημα κι από εκεί καθορίζεται και η τύχη του στον χρόνο: δεν επιδιώκει τη διάρκεια, αλλά τη μαρτυρία:

Το ποίημα μετά αφήνει τον εαυτό του

 στην κοίτη του χρόνου,

δεν γνωρίζει προορισμό, του αρκεί η αφετηρία.

 

Στην ουσία, η Γραφή της Αλεξοπούλου είναι μια άσκηση λύτρωσης μέσα από τη μνήμη: ο τρόπος να υπάρξεις για λίγο πέρα από τον χρόνο, γνωρίζοντας πως το μόνο που τελικά σώζεται είναι η ανάγκη να ειπωθεί αυτό που ήδη χάνεται.

Αυτό που προκαλεί τον κριτικό προβληματισμό είναι η διαρκής σχέση ανάμεσα σε σιωπή και έκφραση. Η συλλογή επιλέγει ως τόνο τη σιωπηρή προβολή της λέξης: η ομιλία υπάρχει αλλά ελέγχεται, δεν εκτρέπεται σε ρητορεία. Η σιωπή δεν είναι απουσία, είναι ρυθμός. Οι στίχοι, συχνά, μοιάζουν να στέκονται σε ένα μεταίχμιο, όπου η λέξη δοκιμάζει την αυτοτέλειά της: εάν σημαίνει, εάν αρκεί στον εαυτό της ή χρειάζεται μεταφορά. Η ποιήτρια φοβάται την εύκολη μεταφορά και την προτιμά ελλειπτική· αποφεύγει τη χυδαία σαν να είναι ασέβεια προς την άγρια αλήθεια της γλώσσας. Αυτό το μέτρο, που ιστορείται σε κάθε γραμμή, αποτελεί και την κύρια καλλιτεχνική της αρετή — αλλά ταυτόχρονα είναι και το στοιχείο που καθιστά την πρόσβαση στο έργο απαιτητική: ο αναγνώστης καλείται να συμμετάσχει στην πράξη της ανάγνωσης, να σταθεί στο ίδιο μέτρο της συγκράτησης. Ως ανταμοιβή του θα εισπράξει ένα τόνο τρυφερότητας, σχεδόν κρυμμένο μέσα στην αλήθεια των λέξεών της.

Κλείνοντας, θα έλεγα ότι Της Γραφής είναι συλλογή που διαβάζεται ως προσευχή στη λέξη και ως άσκηση στην προσοχή. Διεκδικεί από τον αναγνώστη την έντιμη στάση του συνέταιρου κι όχι μόνο του αναγνώστη. Είναι ποίηση που δεν κάνει χάρες, αλλά προσφέρει κάτι πιο σπάνιο: την εμπειρία τού να βλέπεις πώς η γλώσσα γίνεται χώμα για να φυτρώσει ένας  καινούριος κόσμος. Αν το έργο της Αλεξοπούλου έχει ένα μέλλον στην ελληνική ποίηση, θα είναι γιατί προτείνει μια ποιητική θητεία στην ίδια τη γλώσσα· μια θητεία που απαιτεί και ανταμείβει την υπομονή και την ειλικρίνεια.

 

 

 

Χρ. Δ. Αντωνίου

 

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.