Μια παρέα, ένας χρόνος, ένα εύρημα. Στο μυθιστόρημα της Σταυρούλας Γεωργοπούλου συναντάμε μια παρέα στη διάρκεια ενός χρόνου και ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εύρημα: το βιβλίο, που έχει μορφή άτυπου ημερολογίου, εκτυλίσσεται από γιορτή σε γιορτή. Οι γιορτές και τα πάρτι είναι ο τεμαχισμός του χρόνου, είναι τα ορόσημα ή και τα οδόσημα της διαδρομής των ηρώων, είναι τα σημεία όπου τέμνονται οι ζωές τους και δημιουργούν κατά κάποιον τρόπο τις προϋποθέσεις για την εξέλιξή τους. Κουβαλούν ένα συμβολικό βάρος μαζί με όλα τα συμπαρομαρτούντα, τα τραγούδια και τα δώρα, την ατμόσφαιρα, τις προσδοκίες και τις αναποδιές. Είναι γιορτές κάθε είδους, γενεθλίων, ονομαστικές, θρησκευτικές, εθνικές, επινοημένες. Γιορτές με ή χωρίς αφορμή, και πάρτι με ευφάνταστους τίτλους («Αποχαιρετισμός στο καλοκαίρι», «Ας σπάσουμε τη ρουτίνα», «Πάρτι χαμένης Παρασκευής», «Πάρτι καλωσόρισες μαγιό», «Πάρτι για πρόσφατα μαχαιρωμένους», «Λάθος υπολογισμοί», «Τσούχτρες τέλος» κλπ.).
Ο χρόνος κατά τον οποίον εξελίσσεται η ιστορία είναι το 2019, πριν δηλαδή ενσκήψει η πανδημία και η καραντίνα, που έφερε σαρωτικές αλλαγές και στις γιορτές.
Η (βασική) παρέα είναι τέσσερις διαφορετικοί άνθρωποι που γίνονται οικογένεια, με πυρήνα τη σχέση της Στέφης με τον Ανδρέα, που κρατά από την Α΄ Δημοτικού. Στενοί δεσμοί, καθημερινή συναναστροφή και αγάπη.
Η Στέφη: 37 χρόνων, όμορφη, ψηλή, αγαπά τα πάρτι («Μ’ αρέσουν τα πάρτι. Μ’ αρέσουν οι γιορτές γενικά» είναι η εναρκτήρια σύστασή της), τη μουσική -για την ακρίβεια έχει πάθος για τη μουσική (που κατακλύζει και το βιβλίο) έχοντας μάλιστα τους στίχους έξι χιλιάδων τραγουδιών στο μυαλό της-, αγαπά τα βιβλία, το μικρό της αυτοκίνητο, το κυπαρισσί μίνι κούπερ μοντέλο του 71, που είναι το φιλαράκι της, το μικρό της διαμέρισμα, την ανεξαρτησία. Αγγίζει τη ζωή με αγάπη, με χάδι, με αισιοδοξία, αλλά κάποτε και με αφέλεια -νομίζει ότι μπορεί να βρίσκεται μέσα στη χαρά. Με κάποιον τρόπο η ζωή πρέπει να της δείξει το άλλο της πρόσωπο. Δουλεύει στο δισκάδικο της Μάγδας με τα σπάνια βινύλλια και τα μουσικά τισέρτ, έχει ανοιχτή καρδιά, ανοιχτή αγκαλιά και μια αίσθηση υποχρέωσης να περνάει καλά η παρέα στις γιορτές. Αφοσιωμένη φίλη με μια ίσως τρυφερή επιπολαιότητα (Τα δάκρυα των φίλων μου σχεδόν πάντα στέκουν στις κόρες των ματιών τους και μετριούνται με τον χρόνο. Δεν τους δίνω ποτέ τον χρόνο που χρειάζονται για να σταλάξουν. … Ένα χαμόγελο ή ένα βεβιασμένο γελάκι παίρνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τα δάκρυα πάντα παίρνουν τον δρόμο για τα παρασκήνια!). Χωρίς πολλούς στόχους (η τελευταία της φιλοδοξία είναι να ανοίξει ένα δικό της μπαράκι, όπου και θα γίνονται τα πάρτι), κυρίως επιθυμεί να βρίσκει τρόπους να γιορτάζει τη ζωή, ένα πάθος που ουσιαστικά την βαραίνει.
Η Στέφη είναι η αφηγήτρια της ιστορίας (η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη), τη δική της ματιά ακολουθούμε, αλλά εκείνη έχει τον τρόπο και τη δύναμη να αποστασιοποιείται κάποιες φορές από τον εαυτό της, να κάνει αυτοκριτική, να μας δείχνει ως ένα σημείο το πώς την βλέπουν οι άλλοι.
Ο Αντρέας: συνομήλικός της, ο παιδικός, αδερφικός και αιώνιος φίλος, είναι γιατρός, πετυχημένος, πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Με στόχους που τους πετυχαίνει, προσήλωση και θέληση. Αντρέας ο Αντρειωμένος, όπως τον λέει η Στέφη.
Η Μάγδα: 45 χρόνων, η επονομαζόμενη και μανούλα για την έγνοια και την προστατευτικότητά της, έχει χάσει εδώ και χρόνια τον σύντροφό της, τον Βασίλη, με τον οποίον ήταν πολύ ερωτευμένη, και από τότε είναι μόνη με το σκυλάκι της και το δισκάδικο, αλλά και την παρέα, ζωοδότρια δύναμη.
Η Φάνια: 24 χρόνων, η νεότερη, και φυσικά η πιο πρόσφατη άφιξη στην παρέα, ανιψιά του Βασίλη και της Μάγδας, έξυπνη και ψύχραιμη, με σπινθηροβόλο βλέμμα, η χαρά της ζωής, κι αυτή στο μικρό της διαμέρισμα, μια χρωματιστή πινελιά στην παρέα.
Και άλλα πρόσωπα αυτονοήτως περιβάλλουν την παρέα και κινούν με τον τρόπο τους τα νήματα των εξελίξεων. Κυρίως, ο Στέφανος, ο έρωτας της Στέφης, 32 χρόνων, «μπαρουτοκαπνισμένος», έχασε τους γονείς του σε τροχαίο όταν ήταν οχτώ, μεγάλωσε με τη γιαγιά του, μηχανικός αυτοκινήτων, καλός καγαθός), η Γεωργία η καινούργια κοπέλα του Αντρέα, το Τυπάκι, ο Άκης που σχεδιάζει τα τισέρτ, η Ιουλία η γεννημένη ντιτζέι, ο Κώστας – ο πρώην της Στέφης, ο Ντιμίτριο ο γιόγκι, αλλά και οι γονείς και τα αδέρφια και η ευρύτερη οικογένεια, με όσες εντάσεις και δυσκολίες συνεπάγεται αυτή η πολύπλοκη συνάρτηση των ανθρώπινων σχέσεων.
Η πόλη, επίσης, γίνεται μ’ έναν τρόπο χαρακτήρας του έργου, με τους δρόμους, τις γωνιές της (Εξάρχεια, Πλάκα) και την ατμόσφαιρά της να πλαισιώνουν αποφασιστικά την αφήγηση.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ίσως ακόμα περισσότερο είναι ήρωας η μουσική, που στέκεται εμβληματικά και κομβικά στο βιβλίο, όντας οργανικά δεμένη με την πλοκή (το δισκάδικο, τα πάρτι με αναλυτική αναφορά στα ακούσματα, η καταγραφή και στίχων σε πλήρη έκταση) – το βιβλίο θα μπορούσε να συνοδεύεται από σάουντρακ.
Οι χαρακτήρες έχουν μεγάλη σημασία για την ιστορία. Στην ουσία οι χαρακτήρες είναι η ιστορία. Αναπτύσσονται με ιδιαίτερα έντεχνο τρόπο. Οι κύριοι ήρωες είναι άνθρωποι κανονικοί, καλοί αλλά με τις κακές και αμήχανες στιγμές τους, θυμώνουν και μουτρώνουν κάποιες φορές, πειράζουν και πειράζονται, ωστόσο πάντα αγαπούν και συμπάσχουν. Η πλοκή προέρχεται περισσότερο από τις αντιδράσεις τους στα γεγονότα παρά από τα ίδια τα γεγονότα. Βέβαια, διάφορα συμβάντα προκύπτουν μέσα στον έναν χρόνο (κάποια με βαρύνουσα σημασία), όπως συμβαίνουν και διάφορα απρόβλεπτα (ακόμα και τραγικά) μέσα σε λίγα λεπτά, αλλά κυρίως παρακολουθούμε ανθρώπους, παρακολουθούμε καθημερινά περιστατικά και καθημερινές σκέψεις.
Η πλοκή έχει αναδρομές και αναπολήσεις, έχει ανατροπές και ενδιαφέρον, έχει προβλέψεις και διαψεύσεις, έχει ό,τι χρειάζεται ένα καλό μυθιστόρημα για να κρατήσει ζωντανή την προσδοκία του αναγνώστη. Και γίνεται στην πορεία, όπως και ο θεματικός του πυρήνας, μια καλή, αγαπησιάρικη παρέα για τους αναγνώστες.
Είναι τόσο άμεσος ο τρόπος της εξιστόρησης και της γραφής, που εντάσσει τον αναγνώστη απευθείας στον κόσμο του έργου. Η φυσικότητα στην παρουσίαση των χαρακτήρων και των γεγονότων, η ρεαλιστική καταγραφή, η αναγνώριση στοιχείων της αθηναϊκής καθημερινότητας επιτρέπει ταυτίσεις, οδηγεί τον αναγνώστη να γίνει κομμάτι αυτής της παρέας. Μια υποδόρια μελαγχολία, ωστόσο, βρίσκεται πίσω από την (αναγκαστικά;) γιορτινή ατμόσφαιρα.
Το βιβλίο της Σταυρούλας Γεωργοπούλου έχει πολλές αφηγηματικές αρετές, με δεσπόζουσα την αριστοτεχνική δομή του (με τον άξονα των γιορτών), αλλά και τους δεξιοτεχνικά φυσικούς διαλόγους, που όχι απλώς ζωντανεύουν την αφήγηση, μα αναδεικνύουν τους χαρακτήρες και οδηγούν την πλοκή. Η γλώσσα της αφήγησης είναι η γλώσσα της αφηγήτριας, φυσική, καθημερινή, αντιστοιχεί απόλυτα στον χαρακτήρα και στις ποιότητές της.
Πολλά από τα υποκεφάλαια, με ευφυείς τίτλους («Των τριών ιεραρχών: Φάνιας, Στέφης και Ανδρέως», «Άννα, να ένα λάθος», «“Σήμερα τα φώτα…” σβηστά», «Πατρός, κόρης και Αγίου Πνεύματος» κλπ.), στέκουν αυτόνομα ως διηγήματα, μικροαφηγήσεις, αλλά ασφαλώς το νήμα που τα ενώνει είναι εμφανές και η ροή υπηρετείται με ρυθμό και τέμπο, για να μείνουμε και στο μουσικό κλίμα του βιβλίου. Η σύνθεση είναι υποδειγματική. Στιγμιότυπα και ενσταντανέ μιας ζωής που επιδιώκει το διαφορετικό και αναλώνεται στο ίδιο, φορτώνοντας με υπερβολικές προσδοκίες τις κάθε είδους «γιορτές». Μπαλόνια που φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν, μεταμφιέσεις που πετυχαίνουν και αποτυγχάνουν, και κάπου εκεί έξω η πραγματικότητα.
Όσα συνιστούν το βιβλίο: Η γραφή με ευφυία και χιούμορ, η ευρηματικότητα, η μικρή φόρμα εντός της μεγάλης, η φιλοσοφία της καθημερινότητας που το διατρέχει και θέτει προβληματισμούς («Οι άνθρωποι φεύγουν όταν η καρδιά δεν έχει τόπο να ξαποστάσει. Όταν η καρδιά ακουμπά στο κενό», «Δεν ξέρουμε πώς πληγώνονται οι άνθρωποι. Γιατί άλλους τους βρίσκει η σφαίρα στην καρδιά και σε άλλους περνά ξυστά στο χέρι. Γιατί κάποιοι γεννιούνται και ζουν με ροδοπέταλα και άλλοι ματώνουν στο κάθε βήμα τους»), το πρωτότυπο ημερολόγιο με τη , η δύναμη των επαναλήψεων (συχνή επαναφορά λέξεων) και η μεταβολή της κυριολεξίας σε μεταφορά («Φιλιά στο πρόσωπο, στα φρύδια, στα βλέφαρα, στα μάγουλα, στο σαγόνι, στον λαιμό … Φιλιά στα δάκρυα, στις λύπες μου, στις ενοχές μου, στις αμαρτίες μου. Φιλιά στους φόβους, στις επιθυμίες μου, στις ελπίδες μου. Φιλιά στην ψυχή μου»), το συναίσθημα που κυκλοφορεί εντός του, η συγκίνηση που αναπέμπει, η επίγευση που αφήνει, που είναι γλυκιά παρά τα στραβοπατήματα και τις παγίδες της μοίρας (και παρά τον τίτλο, που μάλλον παραπλανά). Είναι ένας χρόνος, είναι μια ζωή.
