Πριν ξεκινήσουμε την αφήγηση σχετικά με το σπουδαίο αυτό έργο του Ιωάννη Καποδίστρια ως Γραμματέα της Ιονίου Γερουσίας, θα κάνουμε μια “πρόδρομη” αφήγηση μιλώντας για ένα σημείο του έργου του ως Κυβερνήτης της Ελλάδος γιατί το καθιστά απαραίτητο η επικαιρότητα. Αυτές τις ημέρες μας έχει ταράξει και ξαφνιάσει το αναπάντεχο κλείσιμο των ΕΛΤΑ. Πολύς ο προβληματισμός και ο θυμός. Ξέρουμε όμως την ιστορία τους; Αυτός ο οργανισμός, που κλείνει με τους υπεύθυνους να σφυρίζουν αδιάφορα, ιδρύθηκε και λειτούργησε κάτω από αντίξοες συνθήκες ενώ το έθνος πολεμούσε ακόμη με τους Τούρκους! Η ίδρυση του ήταν αποτέλεσμα της μέριμνας του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας. Ο Ιωάννης Καποδίστριας αποφάσισε την ίδρυση τους στις 24 Σεπτεμβρίου 1828 με το ΙΖ’ ψήφισμα “περί συστάσεως τακτικής ταχυδρομικής συγκοινωνίας”.
Για την ιστορία: Τότε συστάθηκαν τα πρώτα ταχυδρομεία «εις Άργος, εις Τριπολιτσάν, εις Επίδαυρον, εις Αίγιναν και εις Σύραν». Στην Αθήνα ο ταχυδρόμος, ερχόμενος από το Ναύπλιο, την τότε πρωτεύουσα, «ανήρχετο επί βαρελίου, αναγιγνώσκων εις επήκοον των συγκεντρωμένων κατοίκων τας επί των επιστολών διευθύνσεις. Εν περιπτώσει καθ’ ην δεν εμφανίζοντο οι αποδέκται, αι επιστολαί εκαίοντο επιτόπου».
Επιστρέφοντας στην περίοδο που παρακολουθούμε, εκτός από τις άλλες τεράστιες ευθύνες, που ανέλαβε ο Καποδίστριας, η Ιόνιος Γερουσία του ανέθεσε και το πιο δύσκολο πρόβλημα: την αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης, Το θέμα αυτό θ’ αποτελέσει τον ισόβιο καημό του Καποδίστρια, έναν από τους τρεις κυριότερους στόχους όλης της ζωής του, αντικείμενο των πιο σκληρών αγώνων του, αλλά και των πιο “ωραίων ονειράτων” του. Το πιο βέβαιο είναι ότι ο ίδιος προκάλεσε αυτή την επίσημη ανάθεση, γιατί πίστευε πως ποτέ το νεοσύστατο κράτος δεν θα μπορούσε να οργανωθεί σωστά, αν δεν θεμελιωνόταν επάνω στην άνοδο της εκπαιδευτικής στάθμης των πολιτών του, που βρισκόταν σε απελπιστικά χαμηλό επίπεδο.
Ο Μοτσενίγος, με τη συνεργασία του Καποδίστρια, ήδη από τον Δεκέμβριο του 1802 είχε στείλει έγγραφο στον Σπ. Θεοτόκη και τον καλούσε να ασχοληθεί με την οργάνωση της παιδείας στα Επτάνησα. Ο ίδιος ο Μοτσενίγος, σε μεταγενέστερες επιστολές του προς τον Καποδίστρια, συχνά ανατρέχει στην παλαιότερη συνεργασία τους στην Κέρκυρα και αναπολεί “τους ευγενείς σκοπούς και επιθυμίας, οι οποίοι επλήρουν ανέκαθεν την ψυχήν του Καποδιστρίου… και την προς την νεότητα αγάπην αυτού, την οποίαν εδείκνυεν εμπράκτως διά της συνεχούς μερίμνης του διά την μόρφωσίν της”. Η απόφαση της συζύγου του Ελένης Μοτσενίγου, το γένος Αρμένη, να διαθέσει με την διαθήκη της ολόκληρη τη μεγάλη περιουσία της για την οργάνωση της παιδείας στην Κέρκυρα, οφείλεται στην επίδραση και παρότρυνση του Καποδίστρια, όπως γράφει ο Μοτσενίγος. Όταν συνέταξε τη διαθήκη της το 1840, ο Καποδίστριας ήταν νεκρός από το 1831. Τήρησε όμως την υπόσχεση που του είχε δώσει.
Ο Μοτσενίγος, το Μάρτιο του 1803, έστειλε άλλη διακοίνωση προς τη Γερουσία, που συνοδευόταν με σχέδιο οργάνωσης της εκπαίδευσης του λαού των Επτανήσων. Η διακοίνωση δεν επέτρεπε καμιά αναβολή για την εφαρμογή του σχεδίου. Τόσο το κείμενο της διακοίνωσης, όσο και το έγκλειστο σχέδιο δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι είχαν συνταχθεί από τον Καποδίστρια, έστω κι αν δεν φέρουν την υπογραφή του. Αυτές οι διακοινώσεις, που θα είναι ενυπόγραφες λίγο αργότερα, και το υπόμνημά του τού 1815 “περί της εκπαιδεύσεως των Ιονίων νήσων”, αποκαλύπτουν αναμφισβήτητα και τον συντάκτη των διακοινώσεων και του σχεδίου για την οργάνωση της παιδείας του 1802 και 1803.
Η Γερουσία, σαν πρώτη ενέργεια, αποφάσισε την εκπαίδευση όλων των υπαλλήλων του κράτους και του κλήρου, με τις προσόδους των μοναστηριών, με σκοπό να “καταστούν ωφέλιμοι και ικανοί όλοι οι νέοι, όλων των τάξεων, και δυνηθούν να υπηρετήσουν την Εκκλησία και το κράτος… και διαδώσουν τα φώτα του πολιτισμού διά της καλλιέργειας της παιδείας”.
Ο Καποδίστριας δεν μένει ικανοποιημένος από τις ενέργειες αυτές και αναλαμβάνει στα χέρια του το ζωτικό αυτό θέμα. Τον Ιούνιο του 1803 υπέβαλε στη Γερουσία εισηγητική έκθεση και ζητούσε την έγκριση να ιδρύσει “σχολή επιμορφώσεως των υπαλλήλων του κράτους”, με λεπτομερείς και συγκεκριμένες προτάσεις για τα αναγκαία μαθήματα, τους δασκάλους, τον τρόπο λειτουργίας. Ανελάμβανε ο ίδιος να συντάξει τον κανονισμό των μαθημάτων και τη μέθοδο διδασκαλίας, ώστε να χειρίζονται στον γραπτό και προφορικό λόγο άριστα την ελληνική γλώσσα. Και για να εμπνεύσει σε όλους το πάθος της παιδείας, προσφερόταν να διδάξει ο ίδιος στην ανώτερη αυτή σχολή, για τη μετεκπαίδευση των υπαλλήλων και του κλήρου, στοιχεία φιλοσοφίας. Η πρόταση του Καποδίστρια εγκρίθηκε από τη Γερουσία, αλλά για λόγους οικονομικούς δεν μπόρεσε τότε να εφαρμοστεί. Ο Καποδίστριας θα βρει τρόπους να τη θέσει σε εφαρμογή και να ιδρύσει την περίφημη σχολή της Τενέδου στις 8 Νοεμβρίου του 1805 στην πρώην καθολική μονή της Παναγίας της Τενέδου στην Κέρκυρα, με πρώτο έφορο τον Ι. Καποδίστρια. Κατά τη σύνταξη του κειμένου του συντάγματος είχε φροντίσει να κατοχυρώσει την αναγκαστική επιβολή της παιδείας με ειδικά άρθρα (73 & 113).
Από τότε ο Καποδίστριας αναλαμβάνει με δική του θέληση τεράστιο αγώνα, για να δώσει στο νεκρό κείμενο του νόμου ζωή για το καλό και την προκοπή του τόπου. Αγωνίζεται να πείσει και να εμπνεύσει και στους άλλους τη δική του πίστη, πως αν η νεότητα της πατρίδας τους δεν εκπαιδευόταν σωστά, με θεμέλιο τις ηθικές αρχές και τις πνευματικές αξίες, δεν θα ήταν δυνατό να διατηρηθεί η ελευθερία και να στεριώσει η πρόοδος του νεοσύστατου κράτους. Προσπαθεί να πείσει τους σκορπισμένους σοφούς Κερκυραίους δασκάλους να γυρίσουν στον τόπο τους και να διδάξουν τα παιδιά των Επτανήσων. Γράφει στο σοφό Ανδρέα Ιδρωμένο, ανάμεσα σε άλλα: “Η πατρίς… την οποίαν η θεία Πρόνοια μας εχάρισεν, με τας αγκάλας ανοικτάς ζητεί να σας υποδεχθή και να σας εμπιστευθή τον πλέον πολύτιμον θησαυρόν όπου έχει, τουτέστιν τους νέους της Επτανήσου επικρατείας, των οποίων η καλή αγωγή θέλει είναι η γωνιαία πέτρα της τιμής και της ευτυχίας του γένους μας. Λοιπόν υμείς, ως υιός πατρίδος άριστος… είναι τάχα δυνατόν να απονεύσετε εις το ευγενές έργον, το της διαπλάσεως δηλαδή τιμίων πολιτών, ήγουν νέων Ελλήνων; Η Γερουσία σας προσκαλεί… Αποφασίσατε”.
Ο Ιδρωμένος, αν και είχε αρνηθεί προηγουμένως δελεαστικές προτάσεις για άλλες αξιόλογες σχολές, αποδέχτηκε την πρόσκληση του Καποδίστρια και τους πρώτους μήνες του 1804 έφτασε στην Κέρκυρα, για ν’ αναλάβει τα νέα του καθήκοντα.
Με τα θεσπίσματα αριθ. 97 & αριθ. 99 “ο Επιθεωρητής της Εκπαιδεύσεως Κόμης Καποδίστριας” καθόριζε τον τρόπο οργάνωσης της σχολής της Τενέδου και την ίδρυση σαράντα σχολείων στοιχειώδους εκπαιδεύσεως σ’ όλα τα Επτάνησα, ανάλογα με τον πληθυσμό τους.
Τα εγκαίνια της δημόσιας σχολής Τενέδου έγιναν στις 5 Νοεμβρίου 1805, που στάθηκε σταθμός στην εκπαιδευτική ιστορία για την αναγέννηση της Ελλάδας και ειδικότερα για το λαό της Επτανήσου Πολιτείας. Ο Καποδίστριας προσφώνησε τους πρώτους σπουδαστές: “Σεις πρώτοι αναγεννήσατε εις την πατρικήν καρδίαν της Κυβερνήσεως υψηλάς ελπίδας. Εστέ βέβαιοι, ότι είσθε το πολυτιμότερον αντικείμενον των φροντίδων της Κυβερνήσεως…”. Η φοίτηση στη σχολή ήταν υποχρεωτική για τους δημόσιους υπαλλήλους και τους κληρικούς. Κανένας δημόσιος λειτουργός και κληρικός δε θα μπορούσε να προαχθεί σε ανώτερο βαθμό, αν δεν παρουσίαζε πιστοποιητικό ότι όλοι οι υφιστάμενοί του φοίτησαν στη σχολή Τενέδου.
Τα μαθήματα στο «προσωρινό σχολείο» της Τενέδου ήταν διαρθρωμένα σε δύο κύκλους. Στον πρώτο διδάσκονταν Ηθική και Φιλοσοφία με δάσκαλο το Γ. Στ. Παγανό, Μαθηματικά από τον Κ. Πελεγρίνη (Πελεγκρίνι), Ελληνικά από τον Χρ. Περραιβό, Ελληνική Φιλολογία από τον Α. Ιδρωμένο και Καλλιγραφία από τον Α.Σ. Πάκμορ. Στον δεύτερο κύκλο διδάσκονταν Φιλοσοφία και Μεταφυσική από τον Γ. Στ. Παγανό, Μαθηματικά από τον Κ. Πελεγρίνη (Πελλεγκρίνι), Ελληνικά για προχωρημένους από τον Α. Ιδρωμένο, Ελληνικά για αρχαρίους από τον Χρ. Περραιβό, Φιλολογία από τον Α. Μουστοξύδη, Καλλιγραφία και Σχέδιο από τον Α.Σ. Πάκμορ.
Παράλληλα με τη λειτουργία των σχολείων, στις 22 Ιανουαρίου/2 Φεβρουαρίου 1806 δημοσιεύθηκε από το Τμήμα Εσωτερικών της Επτανήσου Πολιτείας κανονισμός δεκαέξι άρθρων για τη δημόσια εκπαίδευση. Ο κανονισμός αυτός είναι αποκαλυπτικός των νέων αντιλήψεων για την παιδεία και τον ρόλο του κράτους, καθώς δίνει ουσιαστικό περιεχόμενο στην έννοια της δημόσιας εκπαίδευσης, καθορίζοντας με σαφήνεια ότι η παροχή της προς
όλους τους Επτανησίους, στοιχειώδης και προκαταρκτική, αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας. Περιγράφει επίσης αναλυτικά το πρόγραμμα σπουδών, τους φορείς της εκπαίδευσης, αναθέτοντας ρόλο στα ενοριακά σχολεία για τη στοιχειώδη εκπαίδευση και στα προκαταρκτικά για την αντίστοιχη βαθμίδα, τον τρόπο πρόσληψης και αμοιβής των
διδασκόντων κ.ά..
Στη σχολή της Τενέδου φιλοξενήθηκε από τα χρόνια των Γάλλων η κεντρική δημόσια βιβλιοθήκη, η λειτουργία της οποίας ανανεώθηκε. Εκεί συγκεντρώθηκαν βιβλία από δημευμένες μονές της Κέρκυρας. Έφτασαν επίσης δωρεές από τον Γ. Μοτσενίγο, τον Α. Καλογερά και Έλληνες της διασποράς με πιο αξιοσημείωτη περίπτωση εκείνη του Μιχαήλ Ζωσιμά, προξένου της Επτανήσου Πολιτείας στο Λιβόρνο. Πρόκειται ακριβώς για τη βιβλιοθήκη που θα αποτελούσε τον πυρήνα της μετέπειτα βιβλιοθήκης της Ιόνιας Ακαδημίας. Παράλληλα, οι αρχές αποφάσισαν την ίδρυση κεντρικών βιβλιοθηκών στις πρωτεύουσες όλων των νησιών.
Σε μια άλλη δημευμένη καθολική μονή, του Αγίου Φραγκίσκου των Φραγκισκανών Κοινοβιακών, επίσης στη Σπηλιά της Κέρκυρας, λειτούργησε από τα χρόνια των Γάλλων Δημοκρατικών το «εθνικό τυπογραφείο» (stamperia nazionale), το οποίο στα χρόνια της Επτανήσου Πολιτείας ανατέθηκε με δεκαετή εργολαβία στον Διονύση Σαραντόπουλο. Εκεί τυπώθηκαν, πέρα από τα έντυπα της κυβέρνησης και τους νόμους, τα επαναστατικά φυλλάδια του Ρήγα («Θούριος» και «Πατριωτικός Ύμνος») και του Χρ. Περραιβού («Ύμνος στο Βοναπάρτη»). Από το ίδιο τυπογραφείο εκδόθηκαν επίσης όλοι οι γνωστοί νόμοι του κράτους, όπως ο «Κανονισμός για την οργάνωση της εμπορικής ναυτιλίας», οι «Διδασκαλίαι στρατιωτικαί» (1804), η «Διάταξις Εκκλησιαστική» (1805), καθώς επίσης εφημερίδες και περιοδικά, όπως η Gazzetta Urbana, Monitore Settinsulare, Mercurio Letterario κ.ά..
Στις πολιτικές επιλογές της ΕΠ που σχετίζονταν με την ανάπτυξη παιδείας και πολιτιστικής ζωής με εθνικό-ελληνικό προσανατολισμό καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος του Καποδίστρια και του Μοτσενίγου. Τα δύο αυτά πρόσωπα που εκπροσωπούσαν από το 1803 τους ισχυρότερους μοχλούς επιβολής της ρωσικής πολιτικής στα νησιά του Ιονίου, στα θέματα παιδείας απέδιδαν μεγάλη σημασία. Θεωρούσαν την εκπαίδευση ως προϋπόθεση για την πολιτιστική αναβάθμιση και την πολιτική διαπαιδαγώγηση των Επτανησίων, για να είναι σε θέση σε ένα επόμενο στάδιο να ενισχύσουν την ελληνική υπόθεση. Εξάλλου, ένα δημόσια οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα στα νησιά θα μπορούσε να υποστηρίξει τους δύο βασικούς πόλους της εθνικής ταυτότητας των Ιονίων, τη γλώσσα και τη θρησκεία. Ήταν λοιπόν απόλυτη προτεραιότητα να οργανωθεί η δημόσια παιδεία με τον τρόπο της Γαλλικής
Επανάστασης, δηλαδή ως δημόσιο αγαθό, αλλά με πνεύμα ελληνορθόδοξο, που θα έδινε έμφαση «στην ηθική, χριστιανική και εθνική αγωγή» και θα λειτουργούσε ως ανάχωμα σε ενδεχόμενες επαναστατικές εκτροπές, που στα μάτια των αντιπαθούντων αυτές τις ιδέες, των λεγόμενων «αντιφιλοσόφων», ταυτιζόταν με τον κίνδυνο αφελληνισμού ή εκλατινισμού των Ιονίων και κατ’ επέκταση των Ελλήνων.
Η σύντομη ιστορία αυτών των σχολείων συνοδεύτηκε από πολλές απογοητεύσεις, καθώς αποτέλεσε πρωτόγνωρη εμπειρία για όλους τους εμπλεκομένους. Μαρτυρείται πως για πολύ καιρό οι πόρτες των σχολείων κατά τις ώρες διδασκαλίας ήταν κλειστές και ότι κανείς δεν βρισκόταν στις αίθουσες. Υπεύθυνοι για αυτές τις δυσλειτουργίες θεωρούνταν τόσο οι δάσκαλοι όσο και οι γονείς των μαθητών που έδειχναν απρόθυμοι να στέλνουν τα παιδιά
τους σε αυτά, «μυκτηρίζοντας», όπως σημειώνει ο Γ. Μαυρογιάννης, «τους περί τα γράμματα και τας επιστήμας ασχολουμένους, εάν μη παρείχον ούτοι ψηλαφητόν τι και υλικόν κέρδος». Την ίδια στιγμή οι προϊστάμενοι της διοίκησης δεν διευκόλυναν όσους υπαλλήλους τους επιθυμούσαν να φοιτήσουν. Παρ’ όλ’ αυτά συνέχισαν να λαμβάνονται αποφάσεις για τη στελέχωση και τον εξοπλισμό αυτών των σχολείων. Με ψήφισμα της 15ης
Ιουνίου 1806 η παρακολούθηση έγινε υποχρεωτική τόσο για τους δόκιμους όσο και για τους
εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους. Επιπλέον προβλέφθηκε η ευθύνη των γονέων για την επιμελή παρακολούθηση των σπουδών των τέκνων τους.
Ως προς τον αριθμό των μαθητών που σπούδασαν στα σχολεία της Τενέδου η μοναδική μαρτυρία που διαθέτουμε οφείλεται στον Ι. Καποδίστρια που στις 12 Φεβρουαρίου 1807 ενημέρωνε το τμήμα εσωτερικών της Διοίκησης ότι στις πέντε τάξεις του σχολείου παρακολουθούσαν εκατόν είκοσι μαθητές.
Ο Καποδίστριας γνώριζε καλά, όχι μονάχα να αποφασίζει, αλλά ακόμα καλύτερα να εφαρμόζει αποτελεσματικά τις αποφάσεις, που απέβλεπαν στην εξύψωση του λαού απ’ όλες τις πλευρές. Για την εξύψωση αυτή δεν αρκούσε μονάχα η διανοητική μόρφωση. Χρειαζόταν και η πνευματική καλλιέργεια της ψυχής των μαθητών. Αυτή θα την έδινε η σωστή διδασκαλία της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκείας στα σχολεία. Γι’ αυτό ανέθεσε στον κληρικό Γερμανό Καρούσο να μεταφράσει στην ομιλούμενη γλώσσα την “Ορθόδοξον Κατήχησιν”, που είχε ο ίδιος εγκρίνει προηγουμένως.
Το Δεκέμβριο του 1806 υπέβαλε στη Γερουσία το πρόγραμμα της λειτουργίας των “κοινών σχολείων”. Και το Φεβρουάριο του 1807 την πρώτη έκθεση για τους καρπούς της λειτουργίας της σχολής Τενέδου. 120 νέοι φοιτούσαν (όρα άνω) εντατικά και αποδοτικά, κάτω από την επίβλεψη άξιων καθηγητών. Το κείμενο της έκθεσης αυτής ζωγραφίζει έντονα τη βαθιά ικανοποίηση του γεωργού που δούλεψε σκληρά για να οργώσει και να σπείρει και δίκαια χαιρόταν τους πρώτους πλούσιους καρπούς.
Με την έκθεση αυτή ο Καποδίστριας επισφράγισε και την πρώτη περίοδο στην εκπαιδευτική δράση της ζωής του. Η πείρα που άντλησε θα του ήταν πολύτιμη για την κατοπινή πολυκύμαντη ζωή του, την τόσο πλούσια και σε εκπαιδευτική δραστηριότητα. Ο γερουσιαστής Εμ. Θεοτόκης, με υπόδειξη του Καποδίστρια, θα συνέχιζε το έργο του.
Η όλη πορεία του Καποδίστρια, στον τομέα της εκπαίδευσης, αποδεικνύει ότι είναι ζήτημα βούλησης και αγώνα αληθινού η πρόοδος και η δημιουργία σχολείων και των υποδομών εκπαιδευτικού έργου. Αν πραγματικά μελετούσαν το έργο του, θα έβρισκαν λύσεις και απαντήσεις σε πολλά εκπαιδευτικά ζητήματα και όχι μόνο….
Πηγές:
1.https://www.in.gr/2019/09/24/stories/features/24-9-1828-idrysi-ton-ellinikon-taxydromeion/#:~:te
2.Αρχείον Καποδίστρια, 294κ.ε.
3. Κούκκου Ελένη Ε. Ο Καποδίστριας και η παιδεία 1803 – 1822, Αθήνα, 1972
4. Λουκάτος, Σπύρος Δ., Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η Επτάνησος Πολιτεία, Αθήνα
5. Κούκκου, Ελένη Ε., Ιωάννης Καποδίστριας, Ο άνθρωπος – Ο Ευρωπαίος διπλωμάτης, έκδοση ιε’ Εκδόσεις Πατάκη 2005,
6. Γρηγόριος Δαφνής, Ιωάννης Καποδίστριας, Η γένεση του ελληνικού κράτους, τόμος Α’, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 2018
7.https://www.eleto.gr/download/Conferences/13th%20Conference/Papers-and-speakers/13th_001a_PangratisGerasimos_OmilitisEnarktirias_V04_Teliko2.p
Η βιβλιογραφία αντιστοιχεί και στα προηγούμενα άρθρα μαζί με τις παραπομπές τους.
