Πρόκειται για 32ο βιβλίο της σειράς «Δύο αιώνες ελληνικής ποίησης», αφιερωμένο στον Γιάννη Σκαρίμπα με την φροντίδα – Εισαγωγή και Ανθολόγηση του Στέφανου Γιονά. Ποιητές ανθολογούν άλλους ποιητές, σημαντικούς εκπροσώπους της ελληνικής ποίησης που εμφανίστηκαν στα χρόνια από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας μέχρι σήμερα.
Ο Γιονάς κερδίζει τον αναγνώστη όχι μόνο με το πολύ ενδιαφέρον θέμα του, τον «αποσυνάγωγο» Γιάννη Σκαρίμπα, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο εξετάζει τον λογοτέχνη και τον εντάσσει ή δεν τον εντάσσει στη γενιά του τριάντα. Αποσυνάγωγος, λοιπόν, ο Σκαρίμπας, όπως φαίνεται και από τον κάθε στίχο του και τη γλώσσα του και την αποδιοργανωμένη ή αλλιώς ανταρτεμένη απέναντι στη ορθή μορφοσυντακτική δομή.
Και ποια είναι η γενιά του τριάντα, ποιοι οι λογοτέχνες στη γνωστή φωτογραφία στο σπίτι του ζεύγους Κατακουζηνού και ποιοι άλλοι θα μπορούσαν να είναι οι εναλλακτικοί και ακόμα κάποιοι άλλοι, που θα τριπλασίαζαν και βάλε την γνωστή δωδεκάδα, εφόσον έχουν τουλάχιστον τα χρονολογικά κριτήρια. Κατά τα άλλα κριτήρια … .υπάρχει μεγάλη ποικιλία και απόκλιση, βεβαίως. Σήμερα όλα έχουν κατακαθίσει και η ήδη γνωστή γενιά έχει δύο Νόμπελ
Ωστόσο, ποια είναι η θέση του Σκαρίμπα στην εποχή του; Ο Ρίτσος τον θαύμασε. Ο Σεφέρης του έκανε ένα αμφίσημο «κομπλιμάν» όπως και για τον Κάλβο και τον Καβάφη. (εγώ κάνοντας αθέλητη παρανάγνωση της λέξης «κομπλιμάν» σε «Καλιμπάν» είδα στον Σκαρίμπα, τον γράφοντα και λέγοντα, τον διαβολάκο Καλιμπάν, στην Τρικυμία του Σαίξπηρ, ο οποίος μεταξύ άλλων δυσανασχετεί με τη γλώσσα).
Ο Γιονάς θα κάνει τα αναγκαία σχόλια πάνω στους «|αποσυνάγωγους», τους οποίους σήμερα καθόλου δεν θα αποκαλούσαμε έτσι και όλοι βεβαίως λαμπρύνουν τον λογοτεχνικό μας χώρο. Από αυτόν τον χώρο προβάλλει ο «αποσυνάγωγος», Σκαρίμπας (1993-1984), εκών άκων τις οίδεν; ο οποίος καλλιέργησε όλα τα είδη του λόγου, αλλά έμεινε αταξινόμητος. Έγραφε και δημοσίευε από πολύ νέος ποιήματα τα οποία αργότερα αποκήρυξε, ωστόσο δεν άλλαξε ποτέ του το περιεχόμενό του, παρά μόνο τη φόρμα του.
Στο «Σπασμένο καράβι» του πχ. που, μισοβουλιαγμένο, κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου, παραμένει το σύμβολο της ναυαγισμένης ζωής και γνώρισε μεγάλη επιτυχία ειδικά τραγουδισμένο από τον Κώστα Κάραλη, στη μελοποίηση του Γιάννη Σπανού.
Παρακολουθώντας τον στίχο του «σπασμένου καραβιού» βλέπουμε πως ο Σκαρίμπας δεν βρίσκεται μακριά από τον Σεφέρη όταν έγραφε στο «Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο»: να νιώθεις τα πανιά του καραβιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση …/Και να ‘σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυβέρνητος σαν τ’ άχερο στ’ αλώνι» και δεν θα φέρω άλλα παραδείγματα, ο Γιονάς όμως θα φέρει για να δείξει τις απόψεις που επικρατούσαν στον περίγυρο της λογοτεχνικής κριτικής (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, έπεσε και πάλι έξω, κρίνοντας, εν γνώσει της, με εξωποιητικά κριτήρια).
Ο Σκαρίμπας θα επανακάμψει με τα έργα: Ουλαλούμ (1936), Εαυτούληδες (1950), Βοϊδάγγελοι (1968). Υπάρχουν όμως και πολλά αθησαύριστα τα οποία έφερε στο φως η Σούλα Παπαγεωργοπούλου-Ιωαννίδη, με τη διδακτορική της διατριβή, ενώ οι Άπαντες στίχοι 1936-1970 με επιμέλεια της Κατερίνας Κωστίου, περιγράφουν μια ποίηση «πρωτότυπη, έξαλλη, σεισμική, βαθύτερα τραγική και τρελά ευτυχισμένη, τραχιά μα έξοχα διεγερτική της φαντασίας…. σκανδαλωδώς ακάλυπτη από την κριτική».
Οι επιφανείς του είδους παίρνουν θέση, άλλοι θεωρούν την ποίησή του παραπληρωματική της πεζογραφίας του, άλλοι τον θεωρούν εισηγητή του νεωτερικού μυθιστορήματος αλλά όχι ανανεωτή της παραδοσιακής ποίησης, η Φιλοκύπρου κάνει λόγο για αυτοειρωνεία σε συνδυασμό με ελεγειακούς, μελαγχολικούς και ανάλαφρους τόνους, ο Ντέβιντ Ρικς θεωρεί τη πεζογραφία παραπληρωματική της ποίησης με αφορμή Το σόλο του Φίγκαρο, επισημαίνοντας στους παρεμβαλόμενους στίχους «τον παροξύτονο ρυθμό στη θέση του οξύτονου, πράγμα που γεννάει ένα συνεχές λίκνισμα της πρόζας», μορφή νεωτερική που θα δούμε αργότερα στην Οκτάνα του Α. Εμπειρίκου. Ο Ρικς θα δει τον Σκαρίμπα σαν συγγενή του Μπέκετ συγκεκριμένα «τοποθετεί τον επίμονο επαρχιώτη στο κέντρο της μητροπολιτικής μοντερνιστικής γραφής της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής πρωτοπορίας». Ας αναφέρουμε εδώ και το σχόλιο του Σεφέρη ο οποίος βλέπει Το Βατερλώ δύο γελοίων (1956) ως κάτι που «πάει να γραφτεί σε στίχο. Υπάρχουν πολλές μακριές περικοπές σ’ αυτό το ρυθμό· ζαλίζει κάποτε αυτό το τζαζ».
Ο Γιονάς θα βρει το μελόδραμα στα ποιήματα και τα πεζά του Σκαρίμπα, θα βρει τη Νινόν, τη Μανόν και τη Μαργαρίτα-Βιολέτα (ηρωίδες της Όπερας), παραδοσιακές συνταγές που βρίσκουμε και στον Καρυωτάκη, στον Σεφέρη της Στροφής και της Στέρνας. Όταν γράφει Το θείο Τραγί κοιτάζει προς την Ευρώπη κι όταν γράφει ποίηση κοιτάζει τον Πόε και τον Μπωντλαίρ, αλλά και τον Ουράνη, τον Φιλύρα και τον Άγρα. Τάσσεται στο πλευρό της ηθογραφίας, ζητά επιστροφή στις πηγές και στον Κρυστάλλη, προτείνει την «απαριστοκρατικοποίηση της τέχνης», επικαλείται το «ασύμπτωτον του σουρεαλισμού και δημοτικού τραγουδιού», αναφέρει όλους τους παλιούς της χρυσής πλειάδας, γιατί «μετά, ήρθαν οι βάρβαροι… γνήσια τέκνα… της νοθείας…», δηλαδή οι λογοτέχνες του Κέντρου, της Αθήνας τους οποίους αποκαλεί «καρδινάλιους», συγκεκριμένα τους Δώδεκα της γενιάς του τριάντα, δουλεύοντας πάντα έξω από την κανονιστική γραμματική όπως ήδη έχουμε πει… Απαξιώνει τη Γενιά του ’30. Όσο για τον μοντερνισμό, τον ασπάστηκε για να πάει κόντρα στα είδωλα, τις αξίες, τις συμβάσεις, και φυσικά με όπλο τη γλώσσα και τη σάτιρα για να μπει στον «μάταιο αγώνα», σαν απόγονος του Καρυωτάκη. Ο λόγος του υπαρξιακός. Δεν μιλά για την εποχή του, εθνικά, πολιτικά. Φεύγει έξω από τον κόσμο και φυσικά τον απασχολούν τα δικά του πάθη και επιθυμίες:
Κύριε, είμ’ ένας άθεος! Και είμαι αδελφός
του χαρτοπαίχτη, του μπεκρή . Και σάρκα έχω και αίμα.
Κι όπως εχώρισες εσύ τα σκότη από το φως
έτσι χωρίζω κι αγαπώ –απ’ το σωστό- το ψέμα.
Και σε μακρύ κατεβατό συνεχίζει με ό,τι επιθυμεί η ψυχή του: κρίμα, αμαρτία, κακό…
Η ειρωνεία του δεν λέγεται: «Εκείνη η “ηθική αναρχία“ –στο στέκι της- συναγωνίζονταν τα κολλάρα της μπύρας». Τελικώς στα γραπτά του έχει για όλους του ποιητές που δεν συμφωνεί μαζί του δολώματα… Για τον Γκάτσο, τον Ελύτη (αυτοί είναι, υποθέτω, τα «κολλάρα»).…
Με όσα ήδη μας είπε ο Γιονάς «Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε αυτόν τον πλανόδιο τροβαδούρο ως “Δέκατον τρίτο” στην ομαδική φωτoγραφία των “Δώδεκα”, παρακαθήμενον στον “πνευματικό Καρδιναλισμό της Αθήνας”», αν και ο μελετητής μας λέει ότι ο Σκαρίμπας αναγνώρισε και σεβόταν αυτούς που σύχναζαν στην οικία Κατακουζηνού με κοστούμια μέγκλα – Made in England)
Μόνον εγώ, μόνον εγώ, ποτέ δεν ήμουν πλοίο,
μήτε αέρινο όνειρο, μήτε πουλί σε ανθό,
ήρθα στον κόσμο με πλατύ μέτωπο, ορθό και λείο,
μόνο δυο στίχους μου σκληρούς να πω και να χαθώ…
Ακολουθεί η Ανθολόγηση, από την οποία ανθολογώ κι εγώ. Από την Ουλαλούμ :
Πού την είδα; Συλλογίζομαι αν στους δρόμους
την αντίκρισα ποτές μου ή στ’ αστέρια,
τους χυτούς της φέρνει η ιδέα μου τους ώμους δίχως χέρια.!
(Πρόκειται για την πρώτη στροφή από το ποίημα «Το μοντέλο» που παραπέμπει στον Καρυωτάκη όπως γράφει ο Γιονάς, γιατί όχι στην Αφροδίτη της Μήλου, αλλά και ολοταχώς στην κουρδιστή κούκλα του Όφενμπαχ, και σε πολλές άλλες όπως θα δούμε στη συνέχεια).
Θα πεθάνω ένα σούρπο θολό. Θάναι βράδυ
ριγηλό που θα υψώσω τη Σφίγγα μου πάνω…
(Καθαρή συγγένεια με το «Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι μεσ’ στην κρύα μου κάμαρα» του Κώστα Ουράνη).
Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ’ τα νερά
κι από τα δάσα.
Θάρθει, αφού φλερτάρει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει φώτα και βροχή
και νειο φεγγάρι….
(«Ουλαλούμ»)
Τέλια, σπάγγοι, πόδια, χέρι –εκεί- κεφάλι
-μια μουτσούνα θάμα ως άνυφτη η αυγή,
τόνα χέρι τ’ άλλο κρούνε η μια την άλλη
και πηδάω στη μέση -θεϊκό τραγί!
Ο έρωτας ζωγράφος και ζαβή η παλέτα
δέντρα, δρόμους, σπίτια τάκαμε όλα εκεί
-όπως μεθυσμένος θα, τη σκούφια του επέτα-
όλα με ταμπούρλο και κοντό βρακί…
(2η και 3η στροφή από το «Αντίγραμμα» στον φίλο του Λούζη Ποζιόπουλο).
Από τα Πεζά του απομονώνω το ακόλουθο:
«Παρακαλώ, ας επιτραπεί και εις εμέ τον ελάχιστον,
να διατυπώσω επ’ αυτών μιαν αεροπλανικήν, τρόπο τινά
-μες στη συντομία – κρίσιν.
Εις αυτήν την ανάγκην να σας είμαι γοργός, θ’ αδικήσω
το θέμα- αλλά θα σας δώσω ίσως το νόημα …
-Δεν έχει πλοίον/ δεν έχει –ούτε- οδόν».
(«Ο ποιητής Καρυωτάκης και οι νέοι»)
Ακολουθούν επιστολές, μικροκείμενα, Σχολιασμοί, κρίσεις για τα Βραβεία, Επισημειώσεις, πληροφορίες για το πώς έγραψε τα ποιήματά του, ποιους είχε υπόψη του.
Ωραίο και περίεργο -Κυρία- παιχνίδι
επαίξαμε οι δυο μας μ’ ευγένεια το ξίφος
-ποντάραμε σε όλα, στα μάτια, στο φρύδι,
στο ύφος.
[…]
Προσμένει;…Α –όχι. Θα ήταν γελοίο
να πιάσουμε -πάλι;- Κυρία μου το ξίφος
απλώς γιατί στάθηκε αυτό –εκεί- το πλοίο
με ύφος.
(«Ένα πλοίο με ύφος», στο οποίο ο Γιονάς αναγνωρίζει συγγένειες με το καρυωτακικό «Πένθιμο εμβατήριο κατακορύφως»). Τελικώς το βιβλίο αποτελεί μια εξονυχιστική μελέτη του λογοτεχνικού περιβάλλοντος της εποχής, έρευνα κάθε στίχου και κάθε πεζού κειμένου του Σκαρίμπα Ανθολόγηση κάθε κριτικής και κάθε αξιολόγησης, Γλωσσάρι, Πηγές, Βιβλιογραφία, εξώφυλλα των εκδόσεων.
Αξίζει συγχαρητηρίων και ο δημιουργός του Στέφανος Γιονάς και το Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος για την εγγυημένη ποιότητα της έκδοσης.