Μία θέρμη ένιωσα να κατακλύζει το Είναι μου. Στην αρχή με ξάφνιασε. Ρίγη διέτρεχαν την σπονδυλική στήλη. Άκουσα έναν ήχο μία έκρηξη και ένα υγρό στοιχείο εκτινάχθηκε σαν πίδακας από τα σπλάχνα μου. Αίμα.
Απόρησα. Ένιωσα να αδειάζω και εντός μου ανοίχτηκε ένας απέραντος χώρος με προσδοκίες. Αναρωτήθηκα μήπως ήταν σφάλμα μου. Άλλωστε ποιος με γνώριζε εμένα ένα νούμερο έναν αύξοντα αριθμό κατόπιν τύλιξε τον λαιμό μου ένα χνουδωτό ύφασμα. Πάλι το κύμα της ζέστης.
Κύτταξα έξω απ το παράθυρο βροχή από χάλκινα φύλλα. Αιμορραγούσαν τα δένδρα. Κάποιος περαστικός κόλλησε τη μύτη του στο τζάμι, το λυκαυγές.
Μια κορδέλα από μνημονικά ίχνη, ξεδιπλώθηκε, ο νόστος, ταγκό με το άλγος, το ξύλινο πάτωμα από αφρικάνικο ξύλο γυάλιζε, η μάνα ,ο πατέρας, η Ασημένια με το μειλίχιο χαμόγελο, το παιχνίδι με τα ροδοπέταλα, o Ορέστης, οι πόλεις που χτίζαμε, ένα όραμα. Αυταπάτη.
Χτένιζε απαλά τα κόκκινα μαλλιά μου, ορκίστηκα πως δεν θα τα έκοβα ποτέ, πλάνη, μια δύναμη ρίζωνε στο Είναι μου η φιλία και ο πόνος του αποχωρισμού. Το πρώτο μου βαλς. Η φυγή.
Με μετακίνησαν αργά ένα γύρο. Άρχισα να τρέμω και να δακρύζω στην μοναξιά. Άκουγα φωνές σε μία γλώσσα ακατάληπτη. Έπειτα κάποιος αγνώστου ταυτότητος με έσπρωξε βίαια σε ένα σκοτεινό πηγάδι άπατο και άρχισα να πέφτω. Έπεφτα όπως στα πιο εφιαλτικά μου όνειρα. Μα τι συνέβαινε; Σε τι έφταιξα, ποιο ήταν το παράπτωμά μου σ αυτόν τον άξενο κόσμο. Εγώ ένας αριθμός σε ετικέτα αφανής με το μέτωπο καθαρό. Ποιος αποφάσιζε;
Δεν γνωρίζω πια πόσο κράτησε η πτώση. Ξέρεις όταν πέφτεις, σφίγγεται ο οισοφάγος, πέφτεις με το κεφάλι. Ίλιγγος. Εν ριπή οφθαλμού αναβιώνει εντός σου το παρελθόν. Το σούρουπο ρουφούσες την στιγμή της αιωνιότητας, την ανθοφορία του έαρος, ένας μετεωρίτης. Η ναυτία.
Ο ονειροπλόκος σκηνοθετούσε. Λαβύρινθοι από πέτρα γκρίζα και λάσπη χαμηλά. Χωμάτινα δρομάκια φιδωτά και λάσπη μέχρι τον αστράγαλο. Βουλιάζαμε. Είχαμε πετάξει τα παπούτσια ότι βάραιναν την φυγή. Εκείνο το ταξίδι στα Xαιλαντ, ένα νησάκι καταμεσής μιας λίμνης και φυτρωμένο το κάστρο ρίζες βαθιές αιωνόβιο δένδρο Μπαομπαμπ του γένους Αδανσονία. Και πάνω μας άνοιγαν ουρανοί.
Πτερωτά συνομιλούσαν, το δέος. Τω αγνώστω θεώ. Απλά να στρέψουμε το βλέμμα. Στο άνοιγμα του ορίζοντα. Αρχαία μυστήρια.
Πόσο σκοτάδι να αντέξουν τα σπλάχνα; Εμφανίστηκε μία οντότητα με άγγιξε ψαχούλευε το σώμα. Ω πόσο άσπλαχνα κρύα δάχτυλά πάνω στο χνούδι. Πάγωσε η καρδιά μου. Άκουσα έναν κρότο και ένα υγρό κατάκλυσε το εσωτερικό μου. Πάλι τα ίδια. Πάλι εκείνος ο δαιμόνιος ήχος να σφραγίζει την τρικυμία των αισθημάτων μου.
Κατόπιν το χιόνι η σιωπή του χιονιού εντός μου χωρίς σύνορα. Άκουσα μια φωνή, Ηλέκτρα σβήσε το φως και άφησε αναμμένα τα φωτάκια στο δένδρο. Δεν γνωρίζω πόσος χρόνος παρήλθε. Άλλωστε τι σημασία είχε πια; Οι εναλλαγές στις αισθήσεις μου ήταν αργές και οδυνηρές. Πόσο θα άντεχα την τρικυμία; Η φύση μου γνώριζε πως ακολουθούσε η νηνεμία σε μια στάλα αιωνιότητας.
Ένας ήχος και πάλι τόσο απροσδιόριστος. Άκουσα φωνές και έναν διάλογο. Μας κάνει δεν μας κάνει είναι του γούστου του. Με τύλιξαν σαν την Κλεοπάτρα σε ένα μαλακό ύφασμα και μου έδεσαν τα μάτια. Τι παιχνίδι ήταν αυτό; Όταν έλυσαν το ύφασμα βρέθηκα πάνω σε ένα τραπέζι. Οι οντότητες χασκογελούσαν με λοιδορούσαν, χλεύη. Είχαν συνηθίσει στην ζάλη της πτώσης. Αίμα παντού. Και σώματα νεκρά.
Κάποιος μετακινήθηκε προς το μέρος μου. Άκουσα να λέει. Μήπως είναι νωρίς; Ίσως αργότερα. Μετά με ξέχασαν. Όπως το Ήθος. Την συστολή. Την ενσυναίσθηση.
Κάποια στιγμή ένα πλάσμα με πλησίασε και άκουσα μια φωνή σαν ηχώ. Μην τραβήξεις το τραπεζομάντηλο. Το πλάσμα ήρθε καταπάνω απειλητικά και με έσπρωξε. Κύλισα σε ένα παγερό μάρμαρο και χτύπησα τον κύκνειο λαιμό μου. Άρχισα να τρέμω ένιωθα να σβήνουν οι αισθήσεις μου. Κατόπιν άνοιξα τα μάτια . Μία κοπέλα έριχνε χρώματα στην επιδερμίδα μου. Έβλεπα τον εαυτό μου σε ένα κάτοπτρο.
Φορούσα ένα καπέλο με λουλούδια πολύχρωμα κυριαρχούσε το κίτρινο χρώμα. Ήμουν ολόγυμνη. Με τοποθέτησαν σε μία ανθοστήλη θαρρώ ο νέος μου κάτοχος προτιμούσε την μουσική μπαρόκ.
Έγινα ερωμένη της μουσικής ακρόασης (για διακοσμητικά αντικείμενα Βικτωριανής εποχής).Πίστευαν ότι με δάμασαν. Ή μήπως ήταν η αρχή μιας εξέγερσης;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Νοέμβρης 2025
