You are currently viewing Κλεονίκη Δρούγκα: Η οικογένεια

Κλεονίκη Δρούγκα: Η οικογένεια

Η Άννα είχε οργανώσει τη φωτογράφιση από καιρό. Η νοσταλγία την είχε τυλίξει και επέμενε να γιορτάσουν τα 82α γενέθλια της μητέρας τους μ’ έναν τρόπο «ανθρώπινο», όπως έλεγε, πριν σύρει τα πόδια του το καλοκαίρι και πιάσουν οι ζέστες. Έστειλε μηνύματα, τηλεφώνησε, πίεσε, τετραγώνισε τον κύκλο. «Μια φωτογραφία όλοι μαζί», είπε, «για τη μαμά». Ήταν σίγουρη για τον σκοπό της και τα κατάφερε: τους μάζεψε όλους στο πατρικό, εκεί που δεν πατούσαν πια παρά μόνο για Χριστούγεννα ή κηδείες.

Η μητέρα ήταν χαμογελαστή, καρφωμένη στην κίτρινη πολυθρόνα που κάποτε καθόταν ο μπαμπάς∙ από τότε που πέθανε εκείνος είχε πιάσει τη θέση και δεν την άφηνε, παρά μόνο όταν πήγαινε για ύπνο. Κόσμος πολύς μαζεύτηκε γύρω της∙
ο γιος έκανε ολόκληρο ταξίδι απ’ το εξωτερικό με τη γυναίκα του, ξορκίζοντας μια σχέση με αξύριστες γάμπες κι άλλες επικίνδυνες ακροβασίες. Οι δυο γιοι του έθαβαν τα έξι χρόνια ζωής τους, που ποτέ δεν τους ανήκε, βαθιά στο διαδίκτυο. Η μεγάλη κόρη ήρθε με τον άντρα της από την Αθήνα. Αυτή είχε πλέξει ηλεκτροφόρα καλώδια γύρω της που δεν άφηναν τον άντρα της να πλησιάσει. Σε όλες τις μαζώξεις, όμως, γελούσαν αβάσταχτα μπροστά σε τρίτους, μετανιώνοντας στο τέλος που δεν μπορούσαν να χαστουκίσουν ο ένας τον άλλον.

Η γιαγιά τούς κοιτούσε όλους και, κατά διαστήματα, προσφωνούσε τα φυτά του σπιτιού, ψιθυριστά, λες και τα τριαντάφυλλα ή οι μπιγκόνιες κρέμονταν απ’ τα χείλη της. Πριν τη φωτογραφία, ζήτησε λίγο νερό. Η μεγάλη κόρη βγήκε να της φέρει, κάτω από το αυστηρό βλέμμα του συζύγου της, που είχε μαζί λαχτάρα κι αγωνία μήπως δεν ξαναμπεί μέσα. Ο αδερφός σπινθηροβολούσε, κρατώντας το χέρι της γυναίκας του, λες κι ήταν έτοιμος να πιάσει φωτιά. Η γυναίκα του τραβούσε διακριτικά το χέρι της κάθε τόσο και το κοιτούσε με αγωνία να δει αν ήταν καμένο ή όχι. «Πόσο θα περιμένουμε ακόμα;» παραπονέθηκαν τα δυο εγγόνια, η ηρεμία των οποίων μαγειρευόταν για ώρες και τώρα άρχιζε να κοχλάζει. Η μητέρα με το νερό στο χέρι σηκώθηκε και πότισε τις γλάστρες.

Η Άννα ρύθμισε τη μηχανή και ζήτησε από τη μητέρα της να καθίσει. Ο μικρότερος γιος έσπρωξε τη γυναίκα του πιο πέρα, τραβώντας τα αγόρια κοντά του. Τα έσφιξε τόσο πολύ που το μικρότερο ζάρωσε τα φρύδια του. Η γυναίκα του τότε, επειδή δεν πιανόταν από κάπου, έχασε την ισορροπία της και έπεσε. Τη μάζεψε το εξάχρονο. Η κόρη, με χείλη βουτηγμένα στο μέλι, στράφηκε στον άντρα της και με σιγανή φωνή τον ρώτησε πότε σκέφτεται να αυτοκτονήσει. Ο άντρας της έσκασε στα γέλια, αλλά γρήγορα σώπασε και μάζεψε εγωισμό και σάλια απ’ το σαγόνι του. Η μητέρα σηκώθηκε από την κίτρινη πολυθρόνα και έβαλε το χέρι στο στόμα της.

Η Άννα άρχισε να μετράει:

«Δέκα, εννιά, οκτώ…». Όλοι μπήκαν στο κάδρο.

«Επτά, έξι, πέντε, τέσσερα…». Ο φακός τούς αγριοκοίταξε.

«Τρία, δύο, ένα…» Κανείς δεν κοίταζε κανέναν.

Κλικ.

Την φωτογραφία  την έβαλαν σε κάδρο, κυκλοφόρησε σε ομαδική συνομιλία, με τίτλο «Η οικογένεια», μπήκε σε αναμνηστικά μπλουζάκια, κρεμάστηκε στο χολ του σπιτιού. Όποιος την κοιτάζει λέει: «Τι ωραία οικογένεια
Όποιος ήταν εκεί απλώς δεν μιλάει.

 

 

 

 

Κλεονίκη Δρούγκα

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.