Πηνελόπη
Χτυπάει με τόση μανία το δεντράκι με το παπούτσι της, και αυτό κλαίει υπόκωφα.
Μόνο εγώ το βλέπω. Ίσως να το βλέπει και η γυναίκα με το μωρό στην αγκαλιά, που και αυτό κλαίει.
Τώρα όμως, καθώς η κοπέλα με το κινητό στο χέρι, συνεχίζει να κλωτσάει το δέντρο, το μωρό δεν κλαίει πια. Έχω ακούσει, ότι τα τσιμπάνε κάτω από τα ρούχα τους για να κλαίνε αυτά, και εμείς, οι άλλοι, να τα λυπόμαστε. Όμως μπορώ να πω μετά πλήρους βεβαιότητας για το συγκεκριμένο, ότι αυτό δεν ισχύει, γιατί δεν έχει ίχνος κρέατος επάνω του. Είναι πραγματικά σκελετωμένο.
Το δέντρο πάλι, μοιάζει σαν μόλις να το έχουν φυτέψει.
‘’Γαμώ την ατυχία μου’’, το ακούω, πραγματικά το ακούω, να σκέφτεται. «Χθες με φύτεψαν να δω και εγώ κανέναν άνθρωπο σε αυτόν τον δρόμο και ήρθε η τρελή και με άρχισε στο κλωτσίδι. ‘’
Δεν μοιάζει σαν τις φωνές τις άλλες που ακούω, και αυτός μαζί με τη μάνα του μου λεν ότι αν δεν συνέλθω θα με κλείσουν πάλι στη κλινική. Τι να του πω; Ότι καλύτερα εκεί , παρά με αυτόν και τη μάνα του. Σιγά μη το πιστέψει. Τέτοιος ήταν από πάντα του. Ξερόλας και παρτάκιας. Πιστεύει μόνο σε αυτό που αποδεικνύεται. Ένα και ένα ίσον δύο. Σιγά μην κάνουν δύο. Πιο τρανή απόδειξη από εμάς, που ένας και ένας έκαναν τρία με το καλημέρα σας, όταν έφερε και τη γριά στο σπίτι. Και μετά τέσσερα με το γκόμενο του, που λέει ακόμη ότι είναι ξαδελφάκι του από τη Γερμανία. Τι δυο άνθρωπέ μου; Ένα και ένα το ξεκινήσαμε και εσύ δεν ξέρω που θα το φτάσεις. Εγώ πάντως στο δικό μου ένα θα μείνω.
Και σε πείραξε που ακούω την αδελφή μου κάθε βράδυ να μου μιλάει και της μιλάω, και μου λέει ‘’Γιατί ρε Πηνελόπη, μου το έκανες αυτό αφού ήξερες ότι θα τα έδινα πίσω τα χρήματα. Γιατί του το είπες και με έσπασε στο ξύλο’’;. Αυτό το, ‘’με έσπασε στο ξύλο’’, δεν το ακούω καλά γιατί πάντα ξεμακραίνει από το δωμάτιο για να μη δω το ανοιγμένο της κεφάλι. Τι να το κάνεις όμως; . Όσο και να μου κρυφτεί, η γωνία στο αλαβάστρινο τραπεζάκι, που πήρα από το πατρικό μας, έχει ακόμη το αίμα και την τούφα από τα μαλλιά της.
Εκείνος λέει ότι αυτό ποτέ δεν συνέβη και ότι ήμουν τρελή από τα γεννοφάσκια μου και ότι έκανε ψυχικό στον πατέρα μου και με πήρε γιατί κανείς άλλος δεν θα με έπαιρνε ζαβή και κακάσχημη που είμαι .
Όμως κύριε ξερόλα, ζαβή- ξεζαβή, σε είδα να τσεπώνεις τα χιλιάρικα, και σου ’γραψε και το σπίτι, και όλα όσα ανήκαν και στην αδελφή μου. Τα άκουσα εκείνο το απόγευμα. Ήταν Απρίλης σαν και τώρα. Ίδια ώρα. Ίδιος ουρανός, δειλινός ουρανός. ‘’Να τις προσέχεις ’,σου είπε . ‘’Πάρτα όλα, αλλά να τις προσέχεις’’ . Και εσύ χαμογέλασες, οχιά διμούτσουνη. Πρώτη και τελευταία φορά που σε είδα να χαμογελάς.
Ποιές σου είπε ρε μαλάκα να προσέχεις; Εμένα και την αδελφή μου. Και εσύ τώρα μου λες ότι αυτή έφυγε από μονάχη της και με άφησε . Και μου λες να μην της μιλάω κάθε βράδυ .
Αφού..
Απόδειξη δε θες ;. Κοίτα ρε. Να τα μαλλιά και το αίμα της στο τραπεζάκι .‘’Δεν έπρεπε να του πεις για τα λεφτά ότι τα πήρα. Θα τα επέστρεφα’’ . Όμως τότε σε φοβόμουν και σένα και τη γριά. Και τη κλινική. Όχι όμως πια.
Πλησιάζω την γυναίκα με το μωρό. Της δίνω πέντε ολόκληρα ευρώ. Τα τελευταία που έχω -Θα του πεις ότι είδες το δέντρο να κλαίει; Ότι άκουσες όσα είπε και ότι έβριζε την κακή του τύχη;
Συνεχίζει να με κοιτάει με το στόμα της μισάνοιχτο. Χαμογελά λίγο για τα πέντε ευρώ. Με μια ανεπαίσθητη κίνηση, κρύβει το μωρό κάτω από την κουβέρτα του.
-Δε θα στο φάμε κυρά μου. Να το δω θέλω λίγο. Να δω αν το τσιμπάς .
Φοβάται, ξέρω εγώ από αυτά… Ο φόβος μοιάζει με θεόρατο κτίριο που δεν έχει ασανσέρ . Και πρέπει να ανεβαίνεις να ανεβαίνεις συνέχεια, γιατί η σκάλα δεν σταματά σε ορόφους αν και απέξω βλέπεις ότι χωρίζεται το κτίριο σε πατώματα. Μέσα όμως δεν συμβαίνει αυτό. Ανεβαίνεις ατελείωτα. Λαχανιάζεις, διψάς. Δε σταματάς όμως, ούτε γυρίζεις πίσω. Πού να πας; Φόβος όπου και να πας.
Και αν δεν του το έλεγα, πάλι θα το καταλάβαινε ότι λείπουν τα λεφτά.
Κανένας όμως δεν μας έψαξε βρε παιδί μου. Σκέφτομαι καμιά φορά μήπως πραγματικά δεν υπήρξαμε ποτέ, κανείς μας, ούτε εγώ, ούτε η αδελφή μου. Κανένας δεν μας έψαξε να δει αν είμαστε καλά. Ο πατέρας πέθανε, εντάξει, αυτός συγχωρείται που δεν ξανάρθε, όμως ο Θάνος, που τόσο την αγαπούσε. Γιατί δε φάνηκε;
Την πρώτη φορά που το ’σκασα, τον έψαξα. Είχα και ένα μαντηλάκι της μαζί μου, γεμάτο αίματα .Δεν μπόρεσα να πάω πολύ μακριά . Με βρήκε, ένας φίλος του βρικόλακα, και με έφερε πίσω. Το μαντηλάκι χάθηκε, πρέπει να μου έπεσε καθώς πάλευα με τα θεριά. Τον Θάνο δεν τον βρήκα, αλλά και αυτός πάλι να μην την ψάξει. Τόσο την αγαπούσε .
-Θα του πεις ότι είδες το δέντρο να κλαίει; Σου μιλάω.
Σηκώνεται, μαζεύει τα συμπράγκαλά της. Στη βιασύνη, της πέφτει το πεντάευρο. Τρέχω να της το δώσω. Τρέχει αυτή πιο γρήγορα. Δεν καταλαβαίνω.
-Περίμενε, περίμενε. Μόνο να του πεις, όταν έρθει ότι άκουσες και εσύ το δέντρο να κλαίει.
Φεύγει. Το δέντρο όπως και εγώ δεν μπορούμε να πάμε πουθενά. Το αγκαλιάζω και τον περιμένω. Είπε να τον περιμένω σε αυτή τη γωνία, ότι είχε μια δουλειά και θα γυρίσει να με πάει σπίτι. Δεν θα του πω τίποτα αυτή τη φορά. Απλά τον περιμένω.
Μαρία Γεωργαλά
Βιογραφικό
Η Μαρία Γεωργαλά σπούδασε Κοινωνιολογία, Διοίκηση Επιχειρήσεων και Δημοσιογραφία στην Αθήνα. Πραγματοποίησε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Παρίσι (PARIS 7), στον τομέα της Επικοινωνίας και Πληροφορίας.
Κατέχει την διεθνή επαγγελματική πιστοποίηση, Σύμβουλου Σταδιοδρομίας, GCDF (Global Career Development Facilitator)
Έχει εκπαιδευτεί στην Βασική Συστημική Προσέγγιση στο Αθηναϊκό Κέντρο Μελέτης του Ανθρώπου (ΑΚΜΑ) και στις αρχές της Καταξιωτικής συμβουλευτικής για Ομάδες και Οργανισμούς στο Κέντρο Συστημικής Θεραπείας THESYS. Είναι συγγραφέας παιδικών παραμυθιών, ποιήτρια και στιχουργός.
Έχει γράψει: ’’Το συναχωμένο αεροπλανάκι’’,‘’Το παραμύθι με τα χλομά μάγουλα’’ (δραματοποιημένο σε θεατρική παράσταση από το Αρσάκειο Ψυχικού,) εκδόσεις Ζαχαράκη. Το βιβλίο της ‘’Αυτονόητα’’, κυκλοφορεί από τις εκδ. Φίλντισι. Από τις εκδόσεις Μετρονόμος κυκλοφόρησε το 2025, η πρώτη της ποιητική συλλογή, “Παρανυχίδα”.
