ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
Μόλις που πρόλαβα να μπω στο μαγαζί. Έπιασε μια νεροποντή που ξέπλυνε τα πάντα. Δεν ξέρω πως να σου το πω αλλά οι άνθρωποι που κάθονταν στα τραπεζάκια είχαν κάτι οικείο. Ήτανε όλοι τους εκεί. Όλες οι εκδοχές του εαυτού μου σε άλλη ηλικία, με άλλο παρελθόν. Φοβόντουσαν, αγωνιούσαν, πάλευαν με τις σκιές. Παρήγγειλα ένα ποτό. Ξέρεις, γιαγιά, μου λείπει η πατρίδα. Η γη με τα χαμόσπιτα, ο ποταμός, τα απλωμένα ρούχα. Όταν τελείωσα το ποτό κοίταξα τη σταγόνα στο ποτήρι. Είδα αυτήν την ακαθόριστη στιγμή που όλα πολλαπλασιάζονται. Έραψα μέσα της δερμάτινη οδύνη, την μόνη γη όπου με συναντώ. Μου λείπει ο ποταμός, γιαγιά.
ΤΡΑΓΟΣ
Η μικρή ξύλινη πόρτα έτριξε πίσω της. Ήθελε να μαζέψει παπαρούνες. Δεν μπόρεσε να καταλάβει πότε εμφανίστηκε στο λιβάδι αυτός, μισός τράγος μισός άνθρωπος. «Να σε βοηθήσω;» τη ρώτησε. «Είσαι πολύ βίαιος και σε φοβάμαι» του απάντησε εκείνη. «Ποια είσαι;» τη ρώτησε αυτός. «Εσύ», του είπε. Τότε εκείνος έγινε αέρας και μπήκε μέσα της από παντού. Κι αυτή που ήξερε καλά τα πρόσωπα της φύσης ξάπλωσε χαμηλά στο χώμα και έκοψε τις παπαρούνες.
