Από τον λαογραφικό τρόμο του πρώτου του βιβλίου «Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι» (εκδ. Ενύπνιον) έως το σκοτεινό, υπερβατικό σύμπαν του «Κακό ανήλιο» (εκδ. Ίκαρος), ο Κωνσταντίνος Δομηνίκ έχει χαράξει μια σταθερή και αναγνωρίσιμη διαδρομή. Γραφή ριζωμένη στη γη, στη μνήμη και στις αθέατες ρωγμές της παράδοσης.
Με τη Σαρμάντζα, που κυκλοφορεί φέτος από τις εκδόσεις Νεφέλη, η γραφή του αποκτά θεατρική υπόσταση. Πρόκειται για ένα βιβλίο-θεατρικό μονόλογο, βασισμένο σε διηγήματα και μοτίβα των προηγούμενων συλλογών του, που παρουσιάστηκε αρχικά με μεγάλη επιτυχία στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2025, στην Πειραιώς 260, σε σκηνοθεσία Έλενας Μαυρίδου, με τον Γιάννη Τσορτέκη στον ρόλο του μονολόγου. Οι εκδόσεις Νεφέλη μάς δίνουν έτσι τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε το έργο ως αναγνωστική εμπειρία, πέρα από τη σκηνή.
Τι είναι όμως η Σαρμάντζα; Ένα θεατρικό κείμενο; Ένας θρήνος; Ένα ξόρκι; Ο Δομηνίκ μάς οδηγεί σε μια κατάβαση στη σκοτεινή κοιλότητα της μνήμης, εκεί όπου η γλώσσα του λαού συναντά το αρχέγονο συμβολικό υλικό και η προσωπική ιστορία μετασχηματίζεται σε τελετουργία. Με ρίζες βαθιά στην τοπική παράδοση της Πιερίας, η γραφή του συνδυάζει λαϊκά μοτίβα, υπερφυσικά στοιχεία και έντονη υπαρξιακή φόρτιση, συγκροτώντας ένα σύμπαν που δεν αφηγείται απλώς ιστορίες αλλά τις επικαλείται. Στο κέντρο του μονολόγου βρίσκεται ο γιος, όρθιος πάνω από το ανοιχτό μνήμα της μητέρας του, στο νεκροταφείο που ονομάζεται «Σαρμάντζα». Στη ντοπιολαλιά της Πιερίας, η λέξη παραπέμπει στην κούνια, στο λίκνο, στο πρώτο σήκωμα της ζωής. Ο Δομηνίκ αντιστρέφει τον συμβολισμό και η κούνια γίνεται τάφος, το ξεκίνημα και το τέλος συνωθούνται, και ο ήρωας παγιδεύεται σε μια ενδιάμεση ζώνη όπου η ζωή δεν έχει ολοκληρωθεί και η λήθη δεν έχει έρθει ποτέ. Μπορεί να θαφτεί πραγματικά μια μητέρα; Μπορεί να αποτινάξει κανείς τη μνήμη του τόπου του; Ή η ενοχή κληρονομείται, ακόμη κι όταν δεν κατονομάζεται;
Η σκηνική εικόνα— μπιμπερό στο ένα χέρι, χειροβομβίδα στο άλλο — συμπυκνώνει τη δυαδικότητα που διατρέχει ολόκληρο το έργο. Ζωή και θάνατος, τρυφερότητα και βία, θρέψη και καταστροφή. Η γλώσσα λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Η ντοπιολαλιά της Μηλιάς Πιερίας δεν είναι γραφικό στοιχείο, αλλά πηγή αυθεντίας και μνήμης. Υπενθυμίζει ότι πριν από την Ιστορία υπήρξε η προφορική αφήγηση, πριν από την αφήγηση η κοινότητα, και πριν από την κοινότητα ο φόβος.
Η Σαρμάντζα είναι κατεξοχήν λογοτεχνία μνήμης: οικογενειακής, τοπικής, ιστορικής. Ο ήρωας παλεύει με δύο μεγάλα φαντάσματα, τη μητέρα και τον ίδιο τον τόπο. Η μητέρα ως σώμα, ρίζα, γενεαλογία και ο τόπος ως έδαφος, ντροπή και ταυτότητα. Καθώς μιλά, εκθέτει όχι μόνο τις πράξεις του, αλλά και τις ανείπωτες δυνατότητες, για τις ζωές που δεν έζησε ποτέ.
Κάθε λέξη του μοιάζει να εκτελείται, όχι απλά να ακούγεται. Σπαράγματα μοιρολογιών, παραμορφωμένες λαϊκές εικόνες, ίχνη δοξασιών και ξεχασμένων τροπαρίων λειτουργούν σαν ξόρκια που έχουν χάσει το αρχικό τους νόημα, όχι όμως και τη δύναμή τους. Η αφήγηση ταλαντεύεται ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη μεταφυσική ατμόσφαιρα, σαν να συναντά η ανθρώπινη μνήμη το δαιμονικό στοιχείο που κρύβεται στις λαϊκές παραδόσεις. Λέξεις όπως σάρμαντζα, μπλάτιμοι, κουραδόκλωσσα, ξύλαγκα, χαλασμός δεν λειτουργούν περιγραφικά αλλά επικλητικά. Φέρουν τουρκικά, σλαβικά και βλάχικα ίχνη, κουβαλούν τον ορεινό βίο, τα έθιμα και τον κύκλο ζωής ενός κόσμου που χάνεται. Το ιδίωμα εδώ δεν συνοδεύει τη δραματουργία, αλλά είναι η ίδια η δραματουργία. Στη Σαρμάντζα, ο λόγος γίνεται χώμα και το χώμα γίνεται γλώσσα.
Η Σαρμάντζα είναι βύθιση στη μνήμη, στο έδαφος και στις ρωγμές της ψυχής. Ένα έργο που δεν εξηγείται αλλά βιώνεται. Που μετατρέπει το προσωπικό πένθος σε καθολικό ερώτημα: ποια μνήμη μάς διαμορφώνει και ποια μάς καταστρέφει; Η Σαρμάντζα δεν διαβάζεται για να απαντήσει. Διαβάζεται για να σε τραβήξει κάτω από το χώμα του τόπου σου, εκεί όπου οι λέξεις ακόμη αναπνέουν και οι νεκροί δεν έχουν σωπάσει. Το έργο αυτό καθιστά τον Κωνσταντίνο Δομηνίκ μια φωνή που αξίζει προσοχής και εμπιστοσύνης, και έναν συγγραφέα για τον οποίο ο τόπος που τον γέννησε μπορεί δικαίως να αισθάνεται υπερηφάνεια. Η μητέρα θάβεται, όμως η μνήμη της δεν βρίσκει γλώσσα. Όσα έζησε και όσα σιώπησε παραμένουν ζωντανά, ανείπωτα, βαριά στον τόπο και στους επόμενους. Ο τόπος κουβαλά παλιές πράξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ δημόσια — όχι επειδή ξεχάστηκαν, αλλά επειδή δεν ειπώθηκαν ποτέ. Σιωπές που πέρασαν από γενιά σε γενιά και βαραίνουν τα σώματα. Η ντοπιολαλιά λειτουργεί ως τελευταία δίοδος για να μιλήσει το θαμμένο, όχι για να εξηγηθεί, αλλά για να ακουστεί. Στη Σαρμάντζα, η μνήμη δεν επιστρέφει μόνο ως φάντασμα. Επιστρέφει ως σώμα που αντιστέκεται στη λήθη, ως λόγος που ραγίζει, ως βία και ως σιωπή που βαραίνει όσους έμειναν πίσω — όπως στο μοιρολόι και στον θρύλο, όπου αν δεν ειπωθεί ο θάνατος, ο κύκλος δεν κλείνει ποτέ. Διάβασέ το όχι ως αναγνώστης, αλλά ως μάρτυρας. Γιατί ό,τι θάβεται χωρίς να ειπωθεί, επιστρέφει. Αν αντέχεις να ακούσεις μια φωνή που δεν ζητά συγχώρεση αλλά μνήμη, αν θέλεις να περπατήσεις σε έναν σύγχρονο θρύλο που μιλά με τη γλώσσα των παλιών, τότε αυτό το βιβλίο σε καλεί. Άνοιξέ το όχι ως αναγνώστης, αλλά ως μάρτυρας. Γιατί ό,τι θάβεται χωρίς να ειπωθεί, επιστρέφει. Καλοτάξιδο να είναι Κωνσταντίνε Δομηνίκ.
Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
