Ο Κινούμενος Λαβύρινθος είναι μια συλλογή που – επαληθεύοντας τον τίτλο της – μοιάζει περισσότερο με περιβάλλον το οποίο καλείται κάποιος να αναγνωρίσει, καθώς διατρέχει τα είδη της γραφής, πάντα με φιλικότητα προς τον αναγνώστη, σαν ένας λαβύρινθος με ευμετάβλητα τοιχώματα: οι χώροι που κατασκευάζει διαφέρουν στο πώς φωτίζονται, πώς θερμαίνονται και πως γενικά γίνονται αντιληπτοί από τις αισθήσεις. Σε αυτό το περιβάλλον δεν είναι σαφές αν υπάρχει αρχή και τέλος καθώς ο ίδιος ο ποιητής υποσκάπτει την όποια γραμμικότητα· το κάνει αυτό με μια εμμονική και ενδελεχή μεθοδικότητα τόσο υπολογισμένη, που μοιάζει αυθόρμητη. Ο χρόνος διαστέλλεται, συστέλλεται, γλιστρά ανάμεσα στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον χωρίς προειδοποίηση. Η αφήγηση μετατοπίζεται από την εσωτερική φωνή στη συλλογική εμπειρία, από την ένταση της νύχτας στη μηχανική επανάληψη του πρωινού, από τον έρωτα στη φθορά και από τη ρουτίνα στη ρωγμή. Όλα συνυπάρχουν. Τίποτα δεν μπαίνει οριστικά στη θέση του.
Στον πυρήνα του κειμένου υπάρχει η ιδέα του εσωτερικού ταξιδιού που οδηγεί σε μια αναμέτρηση με τη ζωή. Ο αφηγητής – ή καλύτερα, οι αφηγητικές φωνές – κινούνται συνεχώς ανάμεσα στην επιθυμία να ζήσουν και στον φόβο να ρισκάρουν. Η ζωή παρουσιάζεται συχνά σαν κάτι που έχει “κουρνιάσει” στη βολή της, σαν ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια που αρνούμαστε να τα αποχωριστούμε επειδή έχουν ταιριάξει τόσο με τα πόδια μας. Αυτή τη λιμνάζουσα στασιμότητα επιχειρεί να μετατρέψει ο ποιητής σε ορμητικό ποτάμι και το καταφέρνει.
Οι εικόνες του Κινούμενου Λαβύρινθου είναι αστικές, νυχτερινές, χειμωνιάτικες ή καλοκαιρινές, πάντα όμως φορτισμένες σωματικά. Παπούτσια που αντηχούν σε μαρμάρινους διαδρόμους, ανάσες κοφτές, τσιγάρα σε μπαλκόνια, ταράτσες στο κέντρο της Αθήνας, μπαρ, δρόμοι, αυτοκίνητα που επιταχύνουν στη νύχτα, κι όλα τα τρένα που ταυτίζονται με το διαρκές ταξίδι. Το σώμα, που λειτουργεί ως μέτρο της έντασης, είναι παρόν, κουρασμένο, φοβισμένο αλλά και ερωτικό.
Ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνει η εμπειρία της νύχτας: εκεί όπου οι αναστολές χαλαρώνουν, οι ρόλοι μπερδεύονται και η λεπτή γραμμή ανάμεσα στη δουλειά, τη διασκέδαση και την επιθυμία γίνεται σχεδόν αόρατη. Το μοτίβο του μπαρ, του κοκτέιλ, της ανάμειξης συστατικών λειτουργεί σαν υπόγεια αλληγορία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αμφισβητεί την ισορροπία και μεταφέρει όλη την ουσία της ζωής στη στιγμή. Ζει τη στιγμή με την ένταση και τον έρωτα που της πρέπει. Ταυτοχρόνως καταλογογραφεί τις απώλειες, διατηρώντας μια μικρή φλογίτσα για την καθεμιά. Από εκείνες τις φλόγες φτιάχνει μια πυρκαγιά που την ακολουθεί σαν ιχνηλάτη του. Και διατρέχει τα εσωτερικά τοπία του με αυτό το φως δίχως να προσφέρει απαντήσεις σε όσα ερωτήματα γεννιούνται. Αντίθετα, επιμένει στο σημείο όπου οι ερωτήσεις γίνονται πιο πυκνές και ο χάρτης σταματά. Εκεί ακριβώς επιδιώκει να καταλήξει: στην απώλεια του ελέγχου που πλέον ταυτίζεται με υπαρξιακή προϋπόθεση. Εν τέλει ο Κινούμενος Λαβύρινθος είναι ένα βιβλίο που μιλά για την ανάγκη να ζει κανείς δίχως εγγυήσεις κι ως πρώτη συλλογή, γεννά προσδοκίες για ακόμη ωραιότερη ποίηση με κεντρική ιδέα μια τέτοια ακριβώς φλανέρ συνθήκη.
Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος
