Ο καθρέφτης της Λίδα Σαλ
Τα ποτάμια στεγνώνουν, μένουν χωρίς ανάσα όταν βγει ο χειμώνας. Το απαλό γλίστρημα των ρευμάτων αντικαθιστά η απότομη σιωπή, η σιωπή της δίψας, η σιωπή της ξηρασίας, η σιωπή της φιγούρας του νερού που έχει ακινητήσει ανάμεσα σε νησίδες από άμμο, η σιωπή των δένδρων που η ζέστη και ο καυτός αέρας του θερμού καλοκαιριού κάνουν να ιδρώνουν τα φύλλα του, η σιωπή της υπαίθρου όπου οι ξωμάχοι πλαγιάζουν γυμνοί και δεν έχουν ύπνο. Ούτε μύγες δεν πετούν. Άπνοια. Ήλιος με κέρατα και χώμα σαν καμίνι να ψήσει τούβλα. Τα κοπάδια σκελετωμένα ξορκίζουν τη ζέστη με την ουρά αναζητώντας τη σκιά στις περιοχές με αγουακάτες[1]. Μέσα από τα λίγα ξερά χόρτα κουνέλια διψασμένα, πουλιά που μόλις μπορούν να πετάξουν, φίδια που δεν σφυρίζουν ξεπετάγονται ψάχνοντας για νερό.
Ούτε λόγος φυσικά για αυτό που ξοδεύουν τα μάτια με το να βλέπουν τέτοιο οροπέδιο. Από όλες τις πλευρές και κάθε σημείο φτάνει το βλέμμα στον ορίζοντα. Και μόνο αν εστιάσεις καλά διακρίνονται μικρές ομάδες από δέντρα, κομμάτια από οργωμένη γη και δρόμοι από εκείνους που σχηματίζονται από το πολύ πήγαινε έλα στο ίδιο σημείο και οδηγούν από εκεί στις αγροικίες που ζουν άνθρωποι ευχαριστημένοι από τη φωτιά, τη γυναίκα, τα παιδιά, με στάβλους όπου η ζωή σπαρταράει σαν αχόρταγη κότα. Η ευτυχία των ημερών.
Μια από αυτές τις απελπισμένες ώρες της ζέστης και της άπνοιας γύρισε στο σπίτι η δόνια Πετρονίλα Άνχελα, κάποιοι την φωνάζουν έτσι και άλλοι Πετράνχελα, η σύζυγος του δον Φελίπε Αλβισούρες , μητέρα ενός αγοριού και σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Η δόνια Πετρονίλα ‘Ανχελα δείχνει σαν να μην κάνει τίποτα, για να μην της γκρινιάζει ο σύζυγος επειδή κάνει πράγματα που δεν πρέπει στην κατάσταση που βρίσκεται και έτσι, σαν να μην κάνει τίποτα, διατηρεί το σπίτι σε τάξη. Όλα τα πράγματα στη θέση τους, ρούχα καθαρά στα κρεβάτια, δοχείο νυκτός στα υπνοδωμάτια, αυλές και διάδρομοι πεντακάθαρα, τα μάτια της στην κουζίνα, χέρια για ράψιμο και ζύμωμα και πόδια για όλα τα μέρη του σπιτιού. Για το κοτέτσι, για το χώρο που αλέθεται το καλαμπόκι ή το κακάο, για την αποθήκη, το στάβλο, τον κήπο, το σιδερωτήριο, το κελάρι, παντού.
Ο αφέντης και σύζυγος την μαλώνει όταν τη βλέπει να κάνει δουλειές, θα ήθελε να κάθεται ή να είναι ξαπλωμένη και ξένοιαστη. Όμως αυτό είναι κακό γιατί έτσι τα παιδιά γεννιούνται νωθρά. Ο αφέντης και σύζυγος, ο Φελίπε Αλβισούρες, είναι ένας άντρας από τη φύση του αργός χωρίς σβελτάδα και ως προς την εμφάνισή του χωμένος πάντα σε ευρύχωρα ρούχα από ντρίλι[2]. Λίγα μαθηματικά, αφού ξέρει να λογαριάσει από μνήμης την αξία του καλαμποκιού, και λίγα γράμματα αφού δεν είναι χρειάζεται να διαβάζει όπως πολλοί που ξέρουν και όμως ποτέ δεν διαβάζουν. Επιπλέον αυτό για τη φύση του το έλεγε εκείνη, επειδή του ήταν δύσκολο να βάλει σε πρόταση τις λέξεις. Έμοιαζε σαν να τις έβγαζε μία μία με το τσιγκέλι ακόμα μέχρι σήμερα, με δυσκολία. Μέσα και έξω του ο κύριος Αλβισούρες έπρεπε να είναι ανενόχλητος, να μη κάνει τίποτα από τις δουλειές του, για να συλλογίζεται με δικαιοσύνη. Και όταν έρθει η ώρα του, Θεός φυλάξοι, έλεγε η Πετράνχελα, εάν ο θάνατος δεν τον στριμώξει, δεν θα μπορέσει να τον κουβαλήσει.
Σε όλο το σπίτι μοιράζεται το φως του ήλιου. Ένας ήλιος πεινασμένος που ξέρει ακριβώς την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Όμως κάτω από τις κεραμιδένιες στέγες νιώθει κανείς δροσερά. Αν και δεν το συνηθίζει ο Φελιπίτο, ο μεγαλύτερος γιος έφτασε πριν τον πατέρα του. Πηδώντας με το άλογο καβάλησε την ξύλινη πόρτα και πέρασε τα δυο πιο ψηλά και επικίνδυνα καδρόνια. Ανάμεσα από τις κότες που τρόμαξαν, τα γαυγίσματα των σκύλων και τα πετάγματα των περιστεριών, μετά από ένα πήγαινε έλα με ταχύτητα αστραπής σταμάτησε το άλογο. Μέσα σε σπίθες που πετάγονταν από την χτύπημα των πετάλων στις πλάκες της αυλής ξέσπασε σε γέλια.
-Άσε τα αστεία, Φελιπίτο… ήξερα δα ότι ήσουν εσύ!
Της μητέρας του δεν της άρεσαν τέτοιες επιδείξεις. Το άλογο με μάτια που γυάλιζαν και αφρούς στο στόμα. Ο Φελιπίτο πεζεύοντας αγκάλιασε και ευχαρίστησε την αρχόντισσα μητέρα του.
Σε λίγο έφτασε ο πατέρας του καβάλα σε ένα μαύρο επιβήτορα, αυτόν που φώναζαν «Σαμαριτίνο» γιατί ήταν ήσυχος. Αφιππεύοντας τράβηξε υπομονετικά τα καδρόνια της πόρτας που ο Φελιπίτο είχε πηδήξει, τα τοποθέτησε ξανά στη θέση τους και, μόλις ο κουρνιαχτός από τις οπλές του «Σαμαριτίνο» κατακάθισε και πέρασε το λιθόστρωτο μπροστά στη δέστρα, μπήκε στο σπίτι χωρίς φασαρία.
Γευμάτισαν σιωπηλοί, προσέχοντας να μη διασταυρωθούν οι ματιές τους. Ο σενιόρ Φελίπε έβλεπε τη γυναίκα του, αυτή το γιο της και ο γιος τους γονείς του που καταβρόχθιζαν τορτίγες, ξεκοκκάλιζαν ένα μπούτι κοτόπουλου με τα κοφτερά τους δόντια, έπιναν νερό με μεγάλες γουλιές για να τους κατέβει η μπουκιά, το νόστιμο ψωμί από γιουκάλευρο.[3]
-Ο Θεός να σας το ξεπληρώσει, πατέρα.
Το μεσημεριανό τελείωσε όπως πάντα χωρίς πολλά λόγια, με σιωπή ανάμεσά τους και με την προσοχή της Πετράνχελα στο πρόσωπο και στην κίνηση των χεριών του συζύγου της, για να ξέρει πότε αυτός θα αποτελείωνε το πιάτο του και να ζητήσει από την υπηρέτρια να φέρει τα επόμενα.
Ο Φελιπίτο, αφού ευχαρίστησε τον πατέρα, πλησίασε τη μητέρα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, το κεφάλι κατεβασμένο και ξανάπε:
-Ο Θεός να σου το ξεπληρώσει, μητέρα…
Και όλα τελείωσαν με τον δον Φελίπε στην αιώρα, τη γυναίκα του σε μια κουνιστή πολυθρόνα και ο Φελιπίτο σε έναν πάγκο στον οποίο συνήθιζε να κάθεται όπως καβάλα σε άλογο. Και ο καθένας στις σκέψεις του. Ο κύριος Φελίπε να καπνίζει. Ο Φελιπίτο ντρεπόταν να καπνίσει μπροστά στον πατέρα του, έτσι ακολουθούσε τον καπνό με τα μάτια του και η Πετράνχελα κουνιόταν δίνοντας ώθηση με τα μικροκαμωμένα πόδια της.
Η Λίδα Σαλ, μια μουλάτα[4]με τορνευτούς γοφούς περισσότερο και από σβούρα, είχε την προσοχή της όχι στις δουλειές της αλλά στην φλυαρία του τυφλού Μπενίτο Χοχόν με κάποιον Φαλουτέριο που είχε αναλάβει τη γιορτή της Παρθένου του Κάρμεν. Ο τυφλός και ο Φαλουτέριο είχαν αποφάει και ήταν έτοιμοι να φύγουν. Αυτό διευκόλυνε τη Λίντα Σαλ ώστε να ακούει για τι πράγμα μιλούσαν. Αυτοί που έπλεναν τα πιάτα και έκαναν τη λάντζα της κουζίνας, στέκονταν περίπου την ίδια ώρα στην πόρτα που το μαγέρικο είχε προς το δρόμο.
-Οι Περφεκτάντες[5], έλεγε ο τυφλός κάνοντας γκριμάτσες σαν να έδιωχνε από το ρυτιδωμένο του πρόσωπο αράχνες που τον ενοχλούσαν, είναι οι μάγοι και πώς γίνεται εκείνο που εσύ μου λες; Ότι δηλαδή δεν θα βρουν υποψήφιους ιδιαίτερα τώρα που οι άντρες είναι τόσο αδιάφοροι; Μάλιστα, φίλε Φαλουτέριο, υπάρχουν λίγοι γάμοι και πολλά βαφτίσια, κάτι που δεν είναι καλό. Πολλοί εργένηδες με μωρά, πολλοί εργένηδες με μωρά…
-Τι είναι αυτό που θέλεις; Και σου κάνω την ερώτηση για να σου βγάλω με το τσιγκέλι να μου πεις τι ξέρεις γύρω από αυτό το θέμα και που θα μπορούσα εγώ μετά να το συζητήσω με τα άλλα μέλη της αδελφότητας της Υπεραγίας Παρθένου. Ήδη η γιορτή πλησιάζει και αν δεν υπάρχουν γυναίκες που θα « αναλάβουν » τις ενδυμασίες για τους Περφεκτάντες, θα γίνει λοιπόν όπως πέρσι,… χωρίς μάγια…
-Το να μιλάς δεν κοστίζει τίποτα, Φαλουτέριο, το να κάνεις είναι το κουραστικό. Εάν εμένα μου κάνουν τη χάρη να ασχοληθώ με τα κουστούμια των Περφεκτάντες, ίσως βρω υποψήφιους, υπάρχουν πολλές γυναίκες σε ηλικία γάμου, πολλές γυναίκες σε ηλικία κατάλληλη…
-Είναι δύσκολο, Μπενίτο, δύσκολο. Παλιές αντιλήψεις. Σήμερα με όσα ξέρουν οι άνθρωποι, ποιος θα πιστέψει μια τέτοια χαζομάρα. Από την μεριά μου και όλων της επιτροπής της γιορτής της πολιούχου, πιστεύω ότι δεν θα βολεύει να δώσουν σε σένα, αν και έχεις ανάγκη μια και είσαι τυφλός και δεν μπορείς να δουλέψεις, τις στολές των Περφεκτάντες.
-Ναι, όμως εγώ θα κάνω τα πάντα για να τις μοιράσω και έτσι δεν θα καταλήξει να γίνουν τα πράγματα όπως παλιά.
-Φεύγω, το αφήνω σε σένα και λάβε ως γεγονός την ανάθεση.
-Έχεις το λόγο μου, Φαλουτέριο, έχεις το λόγο μου και πάω να ψάξω από πού ο Θεός θα με βοηθήσει.
Η Λίδα Σαλ με σαπουνάδες στα κρύα χέρια της παράτησε το πιάτο που έπλενε και έπιασε τον τυφλό από το μπράτσο, από το μανίκι του πανωφοριού του, που από τόσα μπαλώματα ήταν από μόνο του ένα μπάλωμα. Ο Μπενίτο Χοχόν υπάκουσε στη στοργική χειρονομία και στάθηκε μια και πήγαινε προς το σπίτι του που ήταν ολόκληρη η πλατεία και ρώτησε ποιος τον σταμάτησε.
-Εγώ είμαι, η Λίδα Σαλ, η κοπέλα που πλένει τα πιάτα εδώ στο μαγέρικο.
-Λέγε, κορίτσι μου, τι μπορώ να κάνω για σένα..
-Να μου δώσεις μια καινούργια συμβουλή…
-Χα! Χα! Ε! λοιπόν εσύ είσαι από εκείνους που νομίζουν ότι υπάρχουν και παλιές συμβουλές…
-Ναι, και για αυτό τώρα εγώ θέλω μια νέα. Μια συμβουλή που θα σκεφτείς μόνο για μένα, που δεν την έχεις καν σκεφτεί και που δεν την έχεις δώσει σε καμιά άλλη. Καινούργια, τι δεν καταλαβαίνεις, καινούργια…
-Θα δούμε, θα δούμε, εάν μπορώ…
-Έχει να κάνει… να αφού ξέρεις…
-Όχι, δεν ξέρω τίποτα… όχι.
-Να, ότι είμαι, πώς να σου το πω, ότι είμαι λίγο τσιμπημένη με έναν άντρα και αυτός ούτε γυρίζει να με δει…
-Είναι ελεύθερος;
-Ναι, ελεύθερος, ωραίος, πλούσιος, ψιθύρισε η Λίντα Σαλ, όμως τι να δει σε μένα, αν αυτός είναι σπουδαίος… λάντζα, κατσαρολικά…
-Μη το παιδεύεις περισσότερο. Ξέρω αυτό που θέλεις, έτσι όμως που μου έχεις πει ότι είσαι λαντζέρα, είναι δύσκολο να σκεφτώ μέχρι που φτάνεις για να σου κάνω τη χάρη με ένα από τα κοστούμια των Περφεκτάντες. Είναι τόσο ακριβά…
-Μη στεναχωριέσαι για αυτό. Έχω κάτι, αν όσα κοστίζει η χάρη δεν είναι πολλά. Αυτό που εγώ θέλω να ξέρω είναι, αν εσύ υπόσχεσαι ότι θα μου δώσεις μία από τις φορεσιές και αν θα την πας εκεί που μένει εκείνος που λαχταρώ να τη φορέσει την ημέρα της πολιούχου. Να εμφανιστεί ως Περφεκτάντε με το κοστούμι που θα του στείλω, αυτό είναι το πρωταρχικό. Τα υπόλοιπα θα τα κάνουν τα μάγια.
-Όμως κορίτσι μου, εκτός του ότι δεν βλέπω, δεν ξέρω πού να βρω αυτόν τον κύριο που έχεις στο μυαλό σου και με τον οποίο έχεις τσιμπηθεί, βλέπεις είμαι διπλά τυφλός.
Η Λίδα Σαλ έσκυψε στο ένα από τα μεγάλα, ρυτιδωμένα, μαλλιαρά και βρώμικα αυτιά του τυφλού και του είπε:
-Στους Αλβισούρες..
-Άι…Άι…
-Φελιπίτο Αλβισούρες…
-Κατάλαβα, κατάλαβα… φυσικά!… θέλεις να κάνεις ένα καλό γάμο…
-Όχι, για το Θεό ! Αν αυτό που βλέπεις στην αγάπη μου, είναι το συμφέρον, παραδέξου ότι είσαι τυφλός και δεν μπορείς να δεις καθαρά!
-Τότε, εάν δεν είναι για το συμφέρον, είναι γιατί σου τον ζητάει το κορμί σου…
-Μην είσαι κτήνος. Μου τον ζητάει η ψυχή μου, γιατί αν τον ζητούσε το κορμί μου θα ίδρωνα βλέποντάς τον και εγώ δεν ιδρώνω όταν τον βλέπω, αντίθετα στέκομαι σαν να μην είμαι εγώ και παραμιλάω.
-Καλό είναι αυτό. Πόσο χρονών είσαι;
-Δεκαεννιά συμπληρώνω, όμως λέω ότι μπορεί να είμαι και είκοσι. Επ! πάρε το χέρι σου από εκεί… τυφλός, τυφλός αλλά όλο και ψαχουλεύεις πώς είναι το σώμα μου!
-Να βεβαιωθώ, κοριτσάκι μου, να βεβαιωθώ πώς είναι τα πιασίματά σου…
-Θα πάς στους Αλβισούρες; Αυτό είναι που με ενδιαφέρει!
-Σήμερα κιόλας… Και τι είναι αυτό που μου έχεις βάλει στο δάχτυλο; Δαχτυλίδι είναι;
-Ναι δαχτυλίδι χρυσό, δες πόσο βαρύ είναι…
-Περίφημα… Περίφημα…
-Και σου το δίνω προκαταβολικά για όσο πρέπει να πληρώσεις ως εισφορά για το κουστούμι του Περφεκτάντε.
-Είσαι σαΐνι, μικρή μου, δεν μπορώ όμως να πάω στους Αλβισούρες, χωρίς να ξέρω καν το όνομά σου…
-Λίδα Σαλ…
-Ωραίο όνομα, όμως δεν είναι χριστιανικό. Λοιπόν, πάω εκεί που με στέλνει η καρδιά σου. Θα βάλουμε μπροστά τη μαγεία. Και όπως αυτή την ώρα τα κάρα του σενιόρ Φελίπε ξεφορτώνουν ή φορτώνουν ξυλεία στην αγορά, θα ανέβω σε ένα από αυτά, το έχω κάνει και άλλες φορές, και εκεί πέρα θα τους κάνω τη βίζιτα για να βρω το Φελιπίτο.
Ο τυφλός θέλησε να φιλήσει το χέρι της δόνια Πετρονίλα Άνχελα εκείνη όμως το τράβηξε γρήγορα και έμεινε στον αέρα το πλατάγισμα των χειλιών του. Δεν της άρεσαν τα χειροφιλήματα και για αυτό απεχθανόταν και τα σκυλιά…..
-Το στόμα φτιάχτηκε για να τρώμε, να μιλάμε, να προσευχόμαστε, Χοχόν και όχι να πηγαίνουμε να φάμε ανθρώπους. Έρχεσαι να βρεις τους άντρες; Εκεί πέρα είναι στις αιώρες. Δώσε μου το χέρι σου θα το κρατώ για να μην σκοντάψεις. Τι ήταν αυτό λοιπόν που σε έκανε να έρθεις έτσι ξαφνικά; Για καλή σου τύχη εσύ βέβαια ξέρεις ότι οι καρότσες είναι πάντα στη διάθεσή σου και εδώ είναι σαν το σπίτι σου.
-Μάλιστα, ο Θεός να σου το ξεπληρώσει κυρά μου, και αν ήρθα ως εδώ χωρίς να ειδοποιήσω, είναι γιατί έφτασε ο καιρός και πρέπει να τον εκμεταλλευτούμε, να ετοιμάσουμε καλά τη γιορτή της Παναγίας Παρθένου.
– Έχεις δίκιο, και ήμαστε ήδη σχεδόν στις παραμονές της μεγάλης μέρας. Αλήθεια. Φαίνεται σαν να μην πέρασε κιόλας ένα χρόνος.
-Και τώρα γίνονται ετοιμασίες πολύ καλύτερες από τις περσινές. Βλέπετε…
Ο σενιόρ Φελίπε σε μια αιώρα και ο Φελιπίτο σε μια άλλη ταλαντεύονταν ενώ ο ήλιος έπεφτε. Ο κύριος Φελίπε κάπνιζε ταμπάκο με μυρωδιά σύκου και ο Φελιπίτο από σεβασμό περιοριζόταν στο να βλέπει να σχηματίζονται και να διαλύονται στο χλιαρό αεράκι σύννεφα από μυρωδάτο καπνό.
Η Πετράνχελα πήγε ως αυτούς οδηγώντας το Χοχόν από το χέρι και πλησιάζοντας στις αιώρες τους ανήγγειλε ότι είχαν επίσκεψη.
-Δεν είναι επίσκεψη, διόρθωσε ο τυφλός, ενόχληση είναι…
-Οι φίλοι δεν ενοχλούν ποτέ, έσπευσε να πει ο σενιόρ Φελίπε την ώρα που έβγαζε το ένα από τα κοντοπόδαρά του από την αιώρα για να καθίσει.
-Σε έφεραν τα κάρα, Χοχόν; Ρώτησε ο Φελιπίτο.
-Ακριβώς, παιδί μου, ακριβώς. Όμως πώς θα γυρίσω; Δεν ξέρω πώς θα φύγω από εδώ.
-Θα σε ανεβάσω σε ένα άλογο και θα σε πάω, του είπε ο Φελιπίτο. Για αυτό μην έχεις έννοια…
-Και αν όχι, μένεις μαζί μας…
-Αχ! Κυρά μου, αν μπορούσα θα έμενα αλλά έχω στόμα και ξέρεις ό,τι πιάνει κανείς στο στόμα του, ενοχλεί πάντα!
Ο σενιόρ Φελίπε στο μεταξύ έπιασε το χέρι του τυφλού γεμάτο μελανιές και τον έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα έφερε ο Φελιπίτο.
-Να σου βάλω ένα τσιγάρο στο στόμα; είπε ο σενιόρ Φελίπε.
-Μη μου ζητάς και την άδεια, σενιόρ. Άμα δίνεις ευχαρίστηση, δεν ζητάς άδεια…
Και ενώ τραβούσε βαθιές ρουφηξιές ο Χοχόν συνέχισε:
-Σας έλεγα πως δεν ήταν επίσκεψη η δική μου αλλά ενόχληση. Και πράγματι έτσι είναι, καθαρή. Έρχομαι με αποστολή να δω, εάν ο Φελιπίτο θέλει να είναι αυτή τη χρονιά ο επικεφαλής των Περφεκτάντες.
– Αυτό είναι δική του δουλειά, είπε ο σενιόρ Φελίπε Αλβισούρες, κάνοντας νόημα στην Πετράνχελα που πλησίαζε. Με το που ήρθε κοντά του εκείνη, την πήρε από τη μέση με το ένα του χέρι για να καθίσουν μαζί προσέχοντας συγχρόνως τι έλεγε ο τυφλός.
-Κάτι μαγειρεύεται εδώ… πετάχτηκε ο Φελιπίτο φτύνοντας σάλιο που γυάλισε στο χώμα. Έτσι έφτυνε κάθε φορά που νευρίαζε.
-Δεν είναι μαχαιριά κατεργάρικη, μαζεύτηκε ο Χοχόν, αφού υπάρχει καιρός για να το σκεφτείτε καλά και να το αποφασίσετε με την άνεσή σας, μόνο να είναι γρήγορα η απάντηση αφού η γιορτή πλησιάζει και, πρόσεξε παιδί μου, έχεις να προβάρεις και το κουστούμι για να σου πέσει καλά και να σου ράψουν στα μανίκια τα γαλόνια του Πρίγκηπα των Περφεκτάντες.
-Δεν νομίζω ότι θα το σκεφτώ πολύ, αποφάσισε η τσαούσα Πετράνχελα, ο Φελιπίτο είναι ταμένος στην Παρθένο του Κάρμεν και τι καλύτερη ευκαιρία να εκπληρώσει το τάμα από το να συμμετέχει στη μεγάλη της γιορτή.
-Αυτό αν… , ψιθύρισε ο γιος Φελίπε.
-Τότε, ψεύδισε ο πατέρας ψάχνοντας τις λέξεις, δεν χρειάζεται ούτε πολύ να το σκεφτούμε ούτε να το συζητήσουμε και πάντως χωρίς να ψάχνουμε πώς θα πούμε τα πράγματα. Δεν έκανες μάταια το ταξίδι σενιόρ Μπενίτο! Και αν τώρα, όπως έλεγες , το κάνεις με το άλογο… Στο χωριό, Φελιπίτο, μπορείς να δοκιμάσεις τα ρούχα που σου πέφτουν καλύτερα μήπως και χρειαστεί να τους κάνουν κάποιες διορθώσεις.
-Και πρώτα τα γαλόνια του Πρίγκηπα, είπε ο Χοχόν. Το κουστούμι μετά, θα πάω να σου το φέρω να το δοκιμάσεις, γιατί δεν μου το έχουν δώσει.
-Ας είναι… δέχτηκε ο Φελιπίτο, και για να μη χάνουμε καιρό, πάω να δω μήπως βρω κανένα αρσενικό άλογο πριν νυχτώσουμε….
-Περίμενε, κύριε βιαστικέ! Τον σταμάτησε η μητέρα του. Να πάρει πρώτα ο Χοχόν μια ωραία σοκολάτα….
-Εντάξει, ναι μητέρα ξέρω, όμως ενώ αυτός θα πίνει τη σοκολάτα εγώ θα ψάξω τον επιβήτορα και τη σέλα. Πάει αργά…
Και έφευγε πια προς τους στάβλους.
– Είναι αργά και νυχτώνει, αν και για έναν τυφλό κάνει το ίδιο είτε περπατάει μέρα είτε νύχτα, μονολογούσε ο Φελιπίτο.
Το μαγέρικο ήταν σκοτεινό και σιωπηλό. Λίγος κόσμος το βράδυ. Όλη η κίνηση ήταν το μεσημέρι. Έτσι υπήρχε χώρος για τον τυφλό που πιασμένος από το μπράτσο του Φελιπίτο Αλβισούρες, έμπαινε να καθίσει σε ένα από τα τραπέζια και άνεση για να εστιάσουν οι μαύρες κόρες των ματιών του σ’ αυτόν γεμάτες από φως ελπίδας.
-Να σας φέρω κάτι, πλησίασε να ρωτήσει η Λίδα Σαλ, καθαρίζοντας με μια πετσέτα το παλιό ξύλινο τραπέζι φθαρμένο από το χρόνο και τις κακοκαιρίες.
-Δυο μπύρες, απάντησε ο Φελιπίτο, και αν υπάρχουν εμπανάδας με κρέας φέρε μας δυο.
Η μουλάτα έχασε για μια στιγμή το μόνο σίγουρο που είχε, τη γη κάτω από τα πόδια της. Ένιωθε μια έξαψη που με δυσκολία έκρυβε. Κάθε φορά που μπορούσε, άγγιζε με τα γυμνά της μπράτσα και τα στητά της στήθη που πάλλονταν κάτω από το πουκαμισάκι, τους ώμους του Φελίπε. Προσχήματα για να πλησιάσει δεν έλειπαν. Τα ποτήρια, ο αφρός που ξεχείλιζε από το ποτήρι του τυφλού, τα πιάτα με τις εμπανάδας με κρέας.
-Και συ, ρώτησε ο Αλβισούρες τον τυφλό, πού θα περάσεις τη νύχτα, γιατί φεύγω, σε αφήνω πια.
-Εδώ γύρω. Να, εδώ στο μαγέρικο μερικές φορές με αφήνουν. Αλήθεια δεν είναι, Λίδα Σαλ;
-Ναι, ναι… ήταν όλο κι όλο αυτό που μπόρεσε να πει και ακόμα δυσκολότερο ήταν να αρθρώσει το λογαριασμό για τις μπύρες και τις εμπανάδας.
Με τη χούφτα, χούφτα όπου ένιωθε ως την καρδιά της, έσφιγγε τα κέρματα ζεστούλια που της πλήρωσε ο Αλβισούρες, ζεστούλια από την τσέπη του, από την επαφή με τον ίδιο και χωρίς να αντέξει περισσότερο τα έφερε στα χείλη της και τα φίλησε. Μετά το φίλημα τα πέρασε από το πρόσωπό της και τα άφησε να πέσουν ανάμεσα στα στήθη της.
Στο σκοτάδι χωρίς να βλέπει, στη τόση σκοτεινιά της νύχτας που άρχιζε και τέλειωνε μαύρη σαν μαυροπίνακας, κάλπαζε το άλογο του Φελιπίτο Αλβισούρες και απομακρυνόταν ενώ πίσω του ακολουθούσε ο επιβήτορας με τον οποίο είχε έρθει καβάλα ο τυφλός. Και τι δύσκολο να ξεσπάσει με λόγια μέσα στη νύχτα, σε τόση σιωπή.
-Είσαι αυτόπτης μάρτυρας κύριε τυφλέ, της ξέφυγε ένα λογοπαίγνιο, τόσο γιορτινή και χαρούμενη ένιωθε την ψυχή της, δεν υπάρχει λόγος να προχωράει κανείς και να τρέμει…
-Το χέρι μου θέλει να σε σφίξει που σκέφτεσαι άσχημα, για να νιώσεις το δαχτυλίδι που από χθες μου έβαλες στο δάχτυλο, δικό μου πια, αφού με τη δουλειά μου το κέρδισα, με δουλειά και επιδεξιότητα. Αύριο θα έχεις εδώ το κοστούμι του Περφεκτάντε που φορώντας το ο Φελιπίτο θα λάμπει στη γιορτή.
-Και τι θα πρέπει να κάνω;…
-Κορίτσι μου, να κοιμηθείς με το κουστούμι αρκετές νύχτες για να το ποτίσεις με τα μάγια σου. Όταν κάποια κοιμάται φορώντας το, γίνεται μαγικό και έτσι όποιος φορέσει αυτό το κοστούμι στη γιορτή, νιώθει τα θέλγητρά της και την αναζητά και πια δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να τη βλέπει.
Η Λίδα Σαλ θέλησε να πάρει αέρα. Έχασε τα μυαλά της. Άπλωσε το χέρι της στην πλάτη μιας καρέκλας, με το άλλο χέρι ακούμπησε στο τραπέζι και ένα αναφιλητό σιωπηλό της τρεμούλιασε στα χείλη της.
-Κλαις;
-Όχι! Όχι!… Ναι! Ναι!
-Κλαις ή δεν κλαις;
-Ναι! Από ευτυχία…
-Αλήθεια, τόσο ευτυχισμένη είσαι;…
-Φρόνιμα, κύριε τυφλέ, φρόνιμα!
Το ζεστό στήθος της μουλάτας ξέφυγε από το χέρι του γέρου, ενώ εκείνη ένιωθε ότι τα κέρματα με τα οποία πλήρωσε ο Φελιπίτο Αλβισούρας γλιστρούσαν από τα στήθη στην κοιλιά της, έτσι όπως πετούσε η καρδιά της. Κομμάτια από ζεστό μέταλλο που στέλνονταν ως χρήματα για να μπορέσουν να ευχαριστήσουν τον ΧοΧόν, η πληρωμή του για το μαγικό κουστούμι.
Δεν υπήρχε καλύτερη αμφίεση από αυτή του Περφεκτάντε. Παντελόνι της Ελβετικής Φρουράς, γιλέκο σταυρωτό, σακάκι ταυρομάχου. Μπότες, γαλόνια, χρυσά σιρίτια, κουμπιά και χρυσά κορδόνια, ζωηρά χρώματα και λαμπερά, πούλιες, παγιέτες, στρασάκια που αστράφτουν όπως πολύτιμοι λίθοι. Οι Περφεκτάντες έλαμπαν σαν ήλιοι ανάμεσα στους κομπάρσους που συνόδευαν την Παρθένο του Κάρμεν κατά την περιφορά που περνούσε από όλους τους μεγάλους και μικρούς δρόμους του χωριού. Αφού κανένας δεν ήταν ασήμαντος για να μην περάσει από το σπίτι του η Σεβαστή Κυρία.
Ο σενιόρ Φελίππε κουνούσε το κεφάλι του ενώ το ξανασκεφτόταν, δεν του άρεσε και πολύ που ο γιος του θα ντυνόταν όλα εκείνα τα φανταχτερά ρούχα, όμως πώς να αντιτεθεί και να πληγώσει το θρησκευτικό συναίσθημα της Πετράνχελα, που τώρα λόγω της εγκυμοσύνης της ήταν πιο έντονο. Έκρυψε την δυσαρέσκειά του με ένα αστείο που η βασίλισσά του το βρήκε κακόγουστο.
-Έτσι στολισμένος ήμουν και εγώ από την κυρία μητέρα σου όταν παντρευτήκαμε, Φελιπίτο. Και ο κόσμος έλεγε τότε ότι εκείνη είχε κοιμηθεί εφτά συνεχόμενες νύχτες με το κοστούμι με το οποίο έγινα Περφεκτάντε. Θα είναι εικοσιεφτά, ίσως τριάντα χρόνια πριν… …
-Ποτέ δεν έγινε Περφεκτάντε ο πατέρας σου, γιε μου, μην τον πιστεύεις!… του αντέτεινε εκείνη τρομαγμένη και χολωμένη.
-Αφού βαρελάκι μου, κοιμήθηκες με το κοστούμι τότε … γέλασε ο Αλβισούρες, άνθρωπος που σπάνια γελούσε , όχι επειδή δεν του άρεσε να γελάει, ήταν απόλαυση να γελάει κανείς αλλά γιατί από τότε που παντρεύτηκε έλεγε «τα γέλια μένουν στην πόρτα της εκκλησίας εκεί που κάποιος παντρεύεται, γιατί από εκεί αρχίζει ο Γολγοθάς…»
-Αυτό, ότι εγώ σου έκανα μάγια για να με παντρευτείς, το έβγαλες από το μυαλό σου… Αν έγινες Περφεκτάντε, ποιος ξέρει για ποια άλλη…
-Άλλη;… Ούτε σε ακτίνα είκοσι λεύγες… και γέλασε, γέλασε πολύ ευδιάθετος λέγοντας στο γιο του να γελάσει κι αυτός.
-Γέλα παιδί μου, γέλα και συ, είσαι ακόμα ανύπαντρος! Το γέλιο είναι προνόμιο της εργένικης ζωής. Όταν παντρευτείς τέλος, γιατί αν κάποια κοιμάται με το κοστούμι του Περφεκτάντε που εσύ θα φορέσεις για να λάμψεις στη φιέστα, τότε αντίο γέλιο για πάντα. Οι παντρεμένοι δεν γελάμε πια, κάνουμε πως γελάμε και δεν είναι το ίδιο… το γέλιο είναι αξεσουάρ του εργένη… του νεαρού εργένη, αχ!… Γιατί και τα γεροντοπαλίκαρα επίσης δεν γελάνε, δείχνουν μόνο τα δόντια τους…
-Ο πατέρας σου όλα τα μπλέκει, γιε μου… αντέτεινε η Πετράνχελα. Το γέλιο είναι για τους νέους, παντρεμένους ή ανύπαντρους, και όχι για τους γέρους και αν αυτός γέρασε, εμείς τι φταίμε, αυτός γέρασε…
Της Πετράνχελα δεν της κόλλησε ύπνος εκείνη τη νύχτα. Της έρχονταν στο μυαλό εκείνες οι νύχτες που αλήθεια κοιμήθηκε με το κοστούμι του Περφεκτάντε που ο σενιόρ Φελίπε Αλβισούρες φόρεσε στη γιορτή. Πάνε τριάντα χρόνια. Έπρεπε όμως να το αρνηθεί μπροστά στο γιο της, υπάρχουν μυστικά που δεν φανερώνονται ούτε στα παιδιά. Όχι μυστικά, προσωπικά, μικρά πράγματα πολύ προσωπικά. Δεν ξημέρωνε. Ένιωσε κρύο. Έφερε τα πόδια της στην αγάπη της στο κρεβάτι. Άνοιξε τα βλέφαρα. Αδύνατον να μπορέσει να κοιμηθεί. Ο ύπνος δεν έκλεινε τα τα μάτια της, φοβόταν ότι εκείνη την ώρα παραμονές της γιορτής της Ημετέρας Κυρίας του Κάρμεν, κάποια κοιμόταν με το κοστούμι του Περφεκτάντε με το οποίο θα έλαμπε ο Φελιπίτο για να το ποτίσει με τα μάγια του ιδρώτα της και με αυτήν την τέχνη να τον αποπλανήσει.
Αχ!, Δέσποινα των Ουρανών, Παναγία Παρθένε!…, μουρμούριζε μέσα από τα δόντια της, συγχώρεσε τους φόβους μου, τις προκαταλήψεις μου, ξέρω ότι είναι βλακείες… είναι μόνο δοξασίες, δοξασίες χωρίς βάση… αλλά είναι το παιδί μου… ο γιός μου!
Το καλό θα ήταν να αποφύγει να γίνει Περφεκτάντε. Όμως πώς να το αποφύγει, αφού είχε δεχτεί και θα πήγαινε να εμφανιστεί μάλιστα σαν ο Πρίγκηπας των Περφεκτάντες. Μάλλον ήταν όλα λάθος κανονισμένα και εκτός αυτού ήταν εκείνη που συμφώνησε πρώτη, πριν τον άντρα της, να δεχτεί ο Φελιπίτο.
Δεν ξημέρωνε. Οι πετεινοί δεν λαλούσαν .Το στόμα της ξερό. Τα μαλλιά της αχτένιστα, ανακατεμένα από το στριφογύρισμα στο μαξιλάρι γύρω από το πρόσωπό της.
-Ποια γυναίκα, θεέ μου, ποια γυναίκα να κοιμάται με το κοστούμι του Περφεκτάντε που θα φορέσει ο Φελιπίτο μου;
H Λίδα Σαλ, την ημέρα με μάγουλα περισσότερο παρά μάτια, τη νύχτα όμως περισσότερο μάτια παρά μάγουλα, έριχνε τώρα το βλέμμα της ένα γύρο στο μέρος που κοιμόταν και όταν βεβαιωνόταν ότι είναι μόνη και μόνο το βαθύ σκοτάδι ήταν συντροφιά της, η πόρτα καλά αμπαρωμένη, η πόρτα και ένα παραθυράκι που έβλεπε στο πιο απρόσιτο μέρος, έμενε εντελώς γυμνή, περνούσε τα κακοπαθημένα από τη λάντζα χέρια της κατά μήκος του λεπτού κορμιού της, με στεγνό τον λαιμό της από το άγχος, με δακρυσμένα μάτια και τους μυς της να τρέμουν, βυθιζόταν στο κοστούμι του Περφεκτάντε πριν πέσει να κοιμηθεί..Αλλά περισσότερο και από τον ύπνο, ήταν η στέρηση που παρέλυε το κορμί της, η στέρηση και η κούραση που δεν την εμπόδιζαν ωστόσο, χαμηλόφωνα και μισοκοιμισμένη, να μιλάει στο ύφασμα για τον έρωτά της, να εμπιστεύεται κάθε κλωστή και χρώμα, τις πούλιες, τις παγιέτες, τα χρυσά σιρίτια.
Μια νύχτα όμως δεν το φόρεσε. Το άφησε κάτω από το μαξιλάρι της κουβάρι, γεμάτη θλίψη γιατί δεν είχε ένα μεγάλο καθρέφτη για να το δει πάνω της φορεμένο, όχι γιατί την ένοιαζε να ξέρει αν της έπεφτε καλά, κοντό, μακρύ, μπόλικο ή στενό αλλά γιατί έτσι όμως θα έπιαναν τα μάγια, έπρεπε να το φορέσει και να το δει πάνω της σε έναν ολόσωμο καθρέφτη. Σιγά σιγά το τράβηξε από το μαξιλάρι, μανίκια, μπατζάκια, μπούστο για να το χαϊδέψει στα μάγουλά της, να το ακουμπήσει στο μέτωπό της, στις σκέψεις της, να το φιλήσει πολλές φορές σφιχτά.
Πολύ πρωί έφτασε ο Χοχόν για το πρωινό του.Από τότε που άνοιξε παρτίδες μαζί της, έτρωγε ό,τι τραβούσε η όρεξή του πάντα σε βάρος της αφεντικίνας, που εκείνες τις μέρες δεν καθόταν πολύ στο μαγέρικο αφού παρακολουθούσε τις προετοιμασίες για να μπορεί να προσφέρει τα πάντα στην πελατεία της και τους επισκέπτες όλες τις μέρες της γιορτής.
-Η δυστυχία του να είσαι φτωχός, παραπονέθηκε η μουλάτα, δεν έχω μεγάλο καθρέφτη για να γυαλιστώ…
-Α! αυτό όπωσδήποτε πρέπει να γίνει, επείγει, της απάντησε ο τυφλός, γιατί αλλιώς μπορεί να μην πιάσουν τα μάγια…
-Και τι μπορώ να κάνω, μόνο αν γίνω διαρρήκτης και μπω σε κανένα πλούσιο σπίτι τα μεσάνυχτα ντυμένη σαν Περφεκτάντε. Έχω απελπιστεί. Από χθες βράδυ δεν ξέρω τι να κάνω. Συμβούλεψέ με…
-Αμ, έλα που δεν ξέρω… Τα μάγια έχουν τη σειρά τους, βλέπεις…
-Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να μου πεις…
-Να, ότι τα μάγια χρειάζονται πότε το ένα πότε το άλλο και πάντα απαιτούν κάτι, και σ’ αυτήν την περίπτωση χρειάζεται να ντυθείς Περφεκτάντε και να δεις τον εαυτό σου σε ολόσωμο καθρέφτη.
-Και συ που είσαι τυφλός, πώς ξέρεις από καθρέφτες.
-Δεν ήμουν τυφλός από γεννησιμιού μου κοριτσάκι μου. Έχασα το φως μου όταν ήμουν μεγάλος, από μια άσχημη μόλυνση που στην αρχή μόλυνε τα βλέφαρα και μετά προχώρησε στα μάτια.
-Ξέρεις,… στα μεγάλα σπίτια υπάρχουν μεγάλοι καθρέφτες… να εκεί που μένουν οι Αλβισούρες…
-Λένε ότι υπάρχει ένας πολύ ωραίος στο σπίτι τους, μέχρι που λένε… Όχι, όχι είναι παγίδα, αδύνατον… Λοιπόν να πως μπορώ να σου δώσω μια ελπίδα. Και θα σου μιλήσω για αυτό, όχι όμως για κουτσομπολιό. Κάνω την εξαίρεση προκειμένου να γίνεις νύφη. Λένε ότι, επειδή η μάνα του Φελιπίτο, η δόνια Πετράνχελα, δεν είχε καθρέφτη για να βλέπει τον εαυτό της όταν έκανε μάγια στον άντρα της, τη μέρα του γάμου της φορούσε το κοστούμι του Περφεκτάντε κάτω από το νυφικό της και όταν της είπε ο δον Φελίπε να ξεντυθεί, έβγαλε το νυφικό και αντί να εμφανιστεί το σώμα της γυμνό, εμφανίστηκε αυτό του Περφεκτάντε, μόνο και μόνο για να συμπληρωθεί η σειρά της μαγείας, για να γίνουν όσα απαιτούν τα μάγια…
-Και ξεγυμνώνονται οι παντρεμένοι;
-Ναι, μάνα μου…
-Δηλαδή εσύ όταν ήσουν παντρεμένος;…
-Ναι και, όπως δεν είχαν μολυνθεί ακόμα τα μάτια μου, μπόρεσα να δω τη γυναίκα μου…
-Ντυμένη Περφεκτάντε;…
-Όχι κόρη μου, με το ρούχο της Εύας….
Η Λίδα Σαλ στο μεταξύ έπαιρνε την κούπα του καφέ με γάλα που μόλις είχε τελειώσει ο τυφλός και σκούπιζε τα ψίχουλα του ψωμιού από το τραπέζι. Δεν θα αργούσε να φανεί η αφεντικίνα.
-Δεν ξέρω πού, όμως πρέπει να βρεις έναν καθρέφτη για να δεις όλο το σώμα σου ντυμένη Περφεκτάντε…, ήταν τα τελευταία του λόγια. Αυτή τη φορά του διέφυγε να την προειδοποιήσει ότι η ημέρα να επιστρέψει το κοστούμι πλησίαζε, ότι ήδη η γιορτή έφτανε και ότι αυτός έπρεπε να παραδώσει το κοστούμι στην οικία των Αλβισούρες.
Αστέρια σαν ναυαγοί στην ξαστεριά της σελήνης, δέντρα σε σκούρο πράσινο χρώμα, στάβλοι που μυρίζουν γαλατίλα και υπαίθρια σωροί από θημωνιές σανό στον κάμπο που γινόταν ακόμα πιο κίτρινος στο φως του ολόγιομου φεγγαριού. Ήταν πια αργά τη νύχτα. Σχεδόν ξημέρωνε και η νύχτα δεν ήταν παρά μια αντανάκλαση που σταματά ακριβώς εκεί όπου ο ουρανός είναι πια με αστέρια. Kαι σε αυτό το όριο το γαλαζωπό, ρόδινο, κοκκινωπό, πράσινο, μαβί της αυγής η Λίντα Σαλ είχε τα μάτια της προσηλωμένα και σκεφτόταν πότε θα έφτανε η στιγμή να επιστρέψει το κοστούμι.
-Αύριο η τελευταία μέρα που σου το αφήνω, της επισήμανε ο Χοχόν, γιατί αν δεν τους το πάω εγκαίρως, θα πάνε όλα χαμένα …
-Ναι, ναι μην έχεις έννοια, αύριο σου το παραδίνω, σήμερα θα δω τον εαυτό μου στον καθρέφτη…
-Στον καθρέφτη που είδες στον ύπνο σου μάλλον, κοριτσάκι μου, επειδή δεν βλέπω πού…
Η φωτεινή δύση του απογεύματος έμεινε στις κόρες των ματιών της Λίντα Σαλ, όπως η ελπίδα για κάτι το αδύνατο, όπως μια χαραμάδα από όπου μπορούσε να σκύψει στον ουρανό.
-Καταραμένη σκουληκαντέρα!… ήρθε η ιδιοκτήτρια της τραπεζαρίας και την έπιασε από τα μαλλιά. Δεν ντρέπεσαι με όλο αυτό το πιατομάνι άπλυτο!; Είναι μέρες που παραδέρνεις σαν τρελή και δεν κουνάς τα χέρια σου.
Η μουλάτα έριξε τα μαλλιά της πίσω και σταύρωσε τα χέρια της χωρίς να απαντήσει. Λίγο μετά και αμέσως, άγνωστο γιατί, σταμάτησε η αφεντικίνα το κατσάδιασμα. Ήταν όμως χειρότερα. Γιατί ξόρκια και καθοδηγήσεις ακολούθησαν το προσβλητικό λεξιλόγιο.
-Έρχεται πια η γιορτή και η δεσποινίς ούτε καν μου έχει ζητήσει την άδεια να ξεπορτίσει και πάλι. Από όσα σου οφείλω θα έπρεπε να αγοράσεις ένα φόρεμα, παπούτσια και κάλτσες. Δεν γίνεται να παρουσιαστείς στην εκκλησία και στην περιφορά σαν να σκάβεις στα χωράφια. Είναι ντροπή και το λιγότερο θα λένε για μένα που είμαι η αφεντικίνα σου ότι σε αφήνω νηστική ή ότι σου καθυστερώ τα μηνιάτικα.
-Αφού έτσι λες, αύριο μου τα δίνεις και πάω να ψωνίσω κάτι.
-Φυσικά και βέβαια κορίτσι μου, η χάρη θέλει αντίχαρη. Εσύ με ευχαριστείς με τη δουλειά σου και εγώ θα σε ευχαριστήσω αγοράζοντάς σου ό,τι σου λείπει, σε καλό δεν σου βγαίνει;
Η Λίδα Σαλ, την άκουγε και ήταν σαν να μην την άκουγε. Έπλενε τα πιάτα, ενώ σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν αυτό που είχε φανταστεί βλέποντας το τελευταίο φως του απογεύματος. Το πιο δύσκολο τώρα ήταν να πλύνει τα τηγάνια και τις κατσαρόλες. Τι μπελάς. Έπρεπε μέσα να τα ξύσει με σπόγγο και ελαφρόπετρα μέχρι να φύγει η λίγδα από τον πάτο και μετά απ’ έξω να παλέψει με τη καμένη επίσης όλο λίπη μουτζούρα.
Η λάμψη του φεγγαριού δεν της επέτρεπε να σκεφτεί ότι ήταν νύχτα πια. Μόνο ότι η μέρα είχε ψυχράνει αλλά συνέχιζε ακόμα η ίδια.
-Δεν πέφτει μακριά, μονολόγησε δίνοντας λεκτική μορφή στις σκέψεις της, και ο νερόλακος είναι αρκετά μεγάλος, σχεδόν μια λιμνούλα.
Δεν καθυστέρησε στο δωμάτιό της. Έπρεπε ξημερώνοντας να γυρίσει και να παραδώσει το κοστούμι του Περφεκτάντε στον τυφλό για να το πάει στο σπίτι των Αλβισούρες… αχ! πρώτα όμως έπρεπε να το δει πάνω της σε ένα μεγάλο καθρέφτη. Τα μάγια θέλουν τα απαιτούμενα, τη σειρά τους.
Στην αρχή ο ανοιχτός κάμπος την φόβισε. Μετά όμως εξοικιώθηκε, τα μάτια της συνήθισαν στις λόχμες, τις πέτρες, τις σκιές. Έβλεπε τόσο καθαρά από όπου περνούσε, που της φαινόταν ότι περπατούσε στο φως μια προχωρημένης μέρας. Ευτυχώς κανένας δεν την συναπάντησε με εκείνο το παράξενο κοστούμι, διαφορετικά θα το είχε βάλει στα πόδια σαν να είχε δει μια διαβολική μορφή. Δικός της φόβος, ο φόβος του να είναι μια πύρινη φιγούρα, ένας δαυλός από πούλιες και σπίθες, ένα ρυάκι από στολίδια, από στάλες δροσιάς που έφτιαχναν μια μόνο πολύτιμη πέτρα σε ανθρώπινο σχήμα. Με το που έφτασε, έσκυψε στη λίμνη ντυμένη με το κοστούμι με το οποίο θα έλαμπε στη γιορτή ο Φελιπίτο Αλβισούρες.
Από το φρύδι μιας όχθης ευωδιαστής και γλιστερής, ανάμεσα από ρίζες που είχαν ξεχωθεί και πέτρες που είχαν κατρακυλήσει είδε τον πλατύ, πράσινο καθρέφτη, μπλε και βαθύ ανάμεσα από χαμηλά σύννεφα, φεγγαραχτίδες και όνειρα του σκοταδιού. Πίστεψε πως ήταν άλλη. Ήταν αυτή; Ήταν η Λίδα Σαλ; Ήταν η μουλάτα που έκανε τη λάντζα στο μαγέρικο, εκείνη που κατέβαινε από αυτό το δρόμο τούτη τη νύχτα, κάτω από εκείνο το φεγγάρι με εκείνο το κοστούμι από φωτιά και δροσοσταλίδες;
Από όπου περνούσε ακουμπούσε με τους ώμους της τα κλαδιά των πεύκων, τα νυχτερινά αγριολούλουδα πότιζαν με άρωμα τα μαλλιά της και έραιναν το πρόσωπό της με φιλιά και στάλες δροσιάς.
-Βήμα! βήμα!…έλεγε καθώς προχωρούσε ανάμεσα από ευωδιαστές μυρτιές που την τρέλαιναν.
-Βιάσου! Βιάσου!…, όταν άφηνε πίσω της βράχια και τεράστιες πέτρες σαν να είχαν κατρακυλήσει από τον ουρανό λες και ήταν μετεωρόλιθοι ή αν ήταν από τη γη από τον κρατήρα κάποιου ηφαίστειου σε μια κατακλυσμιαία καταστροφή.
-Βήμα! Βήμα!… στις κατηφοριές…. Κάμπος και ανοιχτωσιά για να περάσει η ομορφονιά!
Ψιθύριζε στα ρυάκια και στις νεροσυρμές που πήγαιναν, όπως και εκείνη, να καθρεφτιστούν στο μεγάλο καθρέφτη.
-Αχ!… Αχ! Εσάς σας κατάπιε, τους έλεγε, εμένα όμως δεν θα με καταπιεί εγώ πηγαίνω μόνο για να καθρεφτιστώ, πηγαίνω να καθρεφτιστώ ντυμένη «Περφεκτάντε» για να συμπληρωθούν και να πιάσουν τα μάγια.
Δεν φυσούσε. Φεγγάρι και νερό. Η Λίντα Σαλ ακούμπησε σε ένα ξερό δέντρο που δάκρυζε, τρόμαξε όμως και έφυγε αμέσως μακριά, δεν ήταν καλό σημάδι να σκύψει να καθρεφτιστεί μαζί με ένα δέντρο ξερό που έκλαιγε.
Από μέρος σε μέρος της όχθης έψαχνε ένα σημείο για να καθρεφτιστεί ολόκληρη. Δεν κατόρθωνε να δει όλη τη σιλουέτα της, ολόκληρο το σώμα της. Μόνο αν ανέβαινε σε μια από τις ψηλές, μεγάλες πέτρες της άλλης όχθης.
-Έτσι και με έβλεπε ο τυφλός… αλλά τι κουταμάρα, πώς μπορούσε να την δει ένας τυφλός… Ναι, είχε πει μια κουταμάρα, ήταν εκείνη αυτή που έπρεπε να δει, να κοιταχτεί από τα πόδια ως το κεφάλι.
Επιτέλους στάθηκε, στεκόταν πάνω σε ένα βράχο από βασάλτη και κοιταζόταν προσεχτικά στο νερό. Τι καλύτερος καθρέφτης!
Έβαλε το ένα πόδι προσεχτικά στην άκρη του για να απολαύσει πάνω της το κοστούμι που φορούσε, τις πούλιες, τις παγιέτες, τα γυαλιστερά πετράδια, τα γαλόνια, τα χρυσά κορδόνια και τα σιρίτια. Και μετά το άλλο πόδι για να δει καλύτερα το σώμα της αλλά δεν μπόρεσε να κρατηθεί, το σώμα της έγειρε αντίθετα από το καθρέφτισμά της, από την πτώση χάθηκε και η εικόνα της και το σώμα της.
Βγήκε όμως στην επιφάνεια. Προσπαθούσε να σωθεί… τα χέρια… οι μπουρμπουλήθρες… πνιγόταν… ήταν ξανά η μουλάτα που αγωνιζόταν για το ανέφικτο… προς την όχθη… τώρα ήταν η όχθη το ακατόρθωτο…
Δυο απύθμενες αγωνίες…
Το τελευταίο που έσβησε ήταν η τεράστια αγωνία των ματιών της που διακρίνονταν κάθε φορά όλο και πιο βαθιά. Η όχθη της μικρής λίμνης από τότε ονομάστηκε ο «Καθρέφτης της Λίδα Σαλ».
Όταν βρέχει με φεγγάρι, το πτώμα της επιπλέει. Το έχουν δει τα βράχια. Το έχουν δει τα ρυάκια που κυλούν με φύλλα και αντικατοπτρισμούς. Τα κοπάδια και τα κουνέλια το έχουν δει. Την είδηση την τηλεγράφησαν οι τυφλοπόντικες από το χώμα με τους χτύπους της μικρούλας καρδιάς τους πριν επιστρέψουν στα λαγούμια τους και στα σκοτάδια τους.
Δίχτυα από ασημένια βροχή που στραφταλίζει βγάζουν τη μορφή της από τον καθρέφτη που την έπνιξε και την περιφέρουν στην επιφάνεια του νερού ντυμένη Περφεκτάντε να ονειρεύεται φωτεινή και απούσα.
Σημείωμα της μεταφράστριας:
Ο Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας γεννήθηκε στην Πόλη της Γουατεμάλας το 1899. Πέθανε στη Μαδρίτη το 1974. Συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και διπλωμάτης. Σπούδασε Ανθρωπολογία και Προκολομβιανό Πολιτισμό στο Παρίσι και είναι ο πρώτος μυθιστοριογράφος που έδειξε πώς η ανθρωπολογία και η γλωσσολογία μπορούν να επηρεάσουν τη Λογοτεχνία . Εμπνευσμένος από τον Δυτικό Πολιτισμό συνεισέφερε στην εξέλιξη της Λατινοαμερικανικής Λογοτεχνίας και ανέδειξε την σπουδαιότητα του προκολομβιανού και σύγχρονου πολιτισμού των ιθαγενών κατοίκων της Κεντροαμέρικας. Επηρεασμένος από το γαλλικό σουρρεαλισμό και τον ισπανοαμερικανικό μοδερνισμό χαρακτηριστικά των οποίων ανιχνεύονται στο έργο του και συνιστούν το λογοτεχνικό είδος του μαγικού ρεαλισμού (realismo mágico) .Πρόδρομος του λατινοαμερικάνικου Boom στη Λογοτεχνία.
Συνθέτει την ευρεία γνώση του πάνω στις δοξασίες των μάγιας με τις ηθικές και πολιτικές του πεποιθήσεις για να τις διοχετεύσει προς μια κοινωνία στράτευσης και αλληλεγγύης. Το έργο του απηχεί τις κοινωνικές και ηθικές αξίες του λαού της Γουατεμάλας και θεωρείται υπεράσπιση της κουλτούρας των μάγιας.
[1] Δέντρο της κεντρικής και νότιας Αμερικής .Καρπός του το αβοκάντο.
[2] Dril: βαμβακερό χοντρό ύφασμα για εργατικά ρούχα, ντρίλινο.
[3] Γιούκα: φυτό θαμνώδες της τροπικής Αμερικής από τη ρίζα του οποίου γίνεται αλεύρι.
[4] Mulato,-a: Ο νοτιοαμερικανός που έχει γεννηθεί από επιγαμία λευκών και νέγρων αφρικανών.
[5] Άντρες ντυμένοι με ιδιαίτερα κοστούμια που συνοδεύουν την εικόνα (imagen = ξυλόγλυπτη απεικόνιση της θρησκευτικής μορφής) της πολιούχου Παρθένου.
