Ανάμεσα σ’ ένα άνθος κομμένο και στ’ άλλο το δωρισμένο/ το άρρητο τίποτα
Ουνγκαρέτι, Αιώνιο
Εκπρόσωποι μιας «τάσης» του μοντερνισμού, όχι ενός ολοκληρωμένου κινήματος ή μιας τεχνοτροπίας που φέρει το ελληνικής προέλευσης όνομα του «ερμητισμού» στον μεσοπόλεμο του 20ου αιώνα που ξεκίνησαν και υπηρέτησαν, για ένα διάστημα, στην Ιταλία της δεκαετίας του 1920, σε ταραγμένους πολιτικά και κοινωνικά και σίγουρα και οικονομικά καιρούς οι: Ουμπέρτο Σάμπα (1883-1957), Τζουζέπε Ουνγκαρέτι (1888-1970), Εουτζένιο Μοντάλε (1896 –1981), Σαλβατόρε Κουαζίμοντο (1901-1968).
Ο Σάμπα, ένας ψυχολογικά ευαίσθητος Εβραίος, ευάλωτος απέναντι στις αντισημιτικές διώξεις, κατέφυγε στο Παρίσι για να γλιτώσει από το επικίνδυνα αντισημιτικό κλίμα των διώξεων αλλά οδηγήθηκε αρκετά αργότερα στο θάνατο ψυχικά και σωματικά άρρωστος.
Οδυσσέας
Σαν ήμουν νέος διέσχισα
της Δαλματίας τις ακτές∙ νησάκια
ξεμυτίζαν στον αφρό, κει που σπάνια στεκόταν
πουλάκι ψάχνοντας για λεία με σπουδή∙
φύκια την σκεπάζαν γλιτσερά, στον ήλιο
όμορφα σαν τα σμαράγδια. Κι όταν η παλίρροια
τα ‘κρυβε κι η νύχτα, τα πανιά στον άνεμο
κόντρα λυγίζαν, για τ’ ανοιχτά, την παγίδα
ν’ αποφύγω. Τώρα είναι το βασίλειό μου
τούτη η γη του κανενός. Το λιμάνι τα φώτα του
γι’ άλλους ανάβει. Εμένα σε πέλαγο ανοιχτό
ακόμα το πνεύμα με σπρώχνει τ’ αδάμαστο
και της ζωής η αγάπη η οδυνηρή.
Ο Σάμπα όταν υποβάλλεται σε ανάλυση έχει ήδη μια θεωρητική κατάρτιση της προβληματικής της, και αν δεν υπήρξε ο πρώτος στην Τεργέστη που υπέκυπτε στην γοητεία της (αρκεί να υπενθυμίσουμε εδώ πως το μεγάλο “ψυχαναλυτικό μυθιστόρημα Η συνείδηση του Ζήνωνα του συμπατριώτη του Ίταλο Σβέβο είχε κυκλοφορήσει το 1923), ήδη ‘ψυχαναλυτικός πριν την ψυχανάλυση’. Ήταν οπωσδήποτε από τους πρώτους που πίστεψαν στην αυθεντικότητα των αποτελεσμάτων της. Από την ψυχοθεραπεία, που διακόπτεται πολύ νωρίς, εξαιτίας της εγκατάστασης του ψυχαναλυτή του, μαθητή του Φρόυντ, Βέις στη Ρώμη (όπου θα έχει ως αναλυόμενο έναν άλλο ψυχωσικό, τον ποιητή Σάντρο Πέννα), ο Σάμπα είναι λοιπόν σε θέση να λάβει μια ήσυχη συνείδηση των εσωτερικών του συγκρούσεων και μπορεί πλέον να κοιτάξει από κάποια απόσταση τα προσωπικά του βιώματα. Μια απόσταση που προσδίδει εκείνη την ήπια, “σοφή” αποδοχή του κόσμου, την ήρεμη θεώρηση ανθρώπων και πραγμάτων που χαρακτηρίζουν τα ποιήματα της τρίτης υπέροχης περιόδου του [οι συλλογές Λέξεις 1934, Τελευταία πράγματα 1944, Μεσογειακά 1946, Σχεδόν σαν αφήγημα 1951).
Χειμώνας
Νύχτα, χειμώνας σαρωτικός. Λίγο μόνο
τις κουρτίνες σηκώνεις και κοιτάς. Ανασηκώνονται
άγρια τα μαλλιά σου, η χαρά άξαφνα
ανοίγει διάπλατα τα μαύρα τα μάτια∙
με κείνο που είδε ‒ήταν μια εικόνα
του τέλους του κόσμου‒ παρηγοριέται:
η καρδιά ως τα βάθη ζεστή, γεμάτη.
Κι ένας άνδρας σε λίμνη πλανιέται
παγωμένη, κάτω απ’ το στραβό φανοστάτη.
Το 1939 εγκαθίσταται στη Ρώμη. Εδώ, ο Ουνγκαρέτι του υπόσχεται πως θα μεσολαβήσει στις αρχές ώστε να αποχρωματιστεί. Οι ενέργειες του όμως δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. Και έτσι ο Σάμπα με τη γυναίκα του Λίνα και την κόρη τους Λινούτσα είναι υποχρεωμένοι να καταφύγουν στη Φλωρεντία, όπου θα του προσφέρει μεγάλη παρηγοριά και ανακούφιση η συντροφιά του Μοντάλε καθώς και η φιλία που αναπτύσσει με το ζωγράφο Κάρλο Λέβι (τον συγγραφέα του Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι). Μετά τον πόλεμο ο Σάμπα γνωρίζει επιτέλους εκείνη τη μυστηριώδη καθυστερημένη τιμή «που έρχεται να στεφανώσει τις δοκιμασίες μας κι είναι η τελευταία μνηστή»: δέχεται διάφορες τιμητικές διακρίσεις και αναγορεύεται από την Ακαδημία “Dei Lincei” σε “επίσημο ποιητή”. Με την ιδιότητα αυτή θα ταξιδέψει σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας· ιδιαιτέρα ευτυχισμένη όμως αποδεικνύεται η παρατεταμένη του διαμονή στην Ρώμη και στο Μιλάνο. Το 1946 δημοσιεύει τους αφορισμούς Μονοπάτια και Διηγηματάκια, το 1948 τη Ιστορία και χρονικοϊστορία της Συλλογής Τραγουδιών όπου μ’ ένα άλλο ψευδώνυμο υποβάλλει το έργο του σε κριτική αποτίμηση και δίνει διάφορες διασαφηνίσεις, μιλώντας για τον εαυτό του πάντα σε τρίτο πρόσωπο) και το 1956 το πεζογράφημα Ενθυμήματα – Αφηγήματα.
Εργασία
Μια φορά
ήταν η ζωή μου ευτυχισμένη∙ η γη
άνθη μου ’δινε κι άφθονους καρπούς.
Τώρα σκάβω γη ξερή και χέρσα.
Η αξίνα χτυπάει
σε πέτρες και χαμόκλαδα∙ πρέπει να σκάψω
βαθιά, όπως αυτός που θησαυρό ψάχνει.
*[η μετάφραση & των τριών ποιημάτων που παραθέσαμε είναι του Θεοδόση Κοντάκη]
Το 1955 κουρασμένος και ψυχικά ταραγμένος από την βαριά αρρώστια της γυναίκας του (που θα πεθάνει τον επόμενο χρόνο) ο Σάμπα καταφεύγει σε μια κλινική έξω από την Τεργέστη, κι εδώ θα τον βρει ο θάνατος το πρωί της 25ης Αυγούστου 1957.
[Για τους Μοντάλε και Κουαζίμοντο μιλήσαμε εκτενώς σε προηγούμενα πορτραίτα στο νερό]
Τους τέσσερεις αυτούς σημαντικούς ποιητές που ξεπέρασαν τα όρια της πατρίδας τους τους ένωσε στο ξεκίνημά τους ο ερμητισμός αλλά τους χώρισαν οι ζοφεροί καιροί. Ανένταχτος δημοκράτης και σπουδαίος κριτικός ο Μοντάλε θεωρούσε πάντα ότι η πολιτική αφορά τον άνθρωπο και όχι την ποίηση και τήρησε απαρέγκλιτα τη γραμμή αυτή».
Ο Κουαζίμοντο υπήρξε για ένα διάστημα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος αλλά στη συνέχεια δήλωνε αναρμόδιος ως προς την στρατευμένη ποίηση.
Ο Ουνγκαρέτι αναμίχθηκε με τον μουσολινικό φασισμό, υπήρξε μάλιστα φίλος και συνεργάτης, ως δημοσιογράφος, του Μουσολίνι, ο οποίος έγραψε πρόλογο σε ποιητική συλλογή του ποιητή που κάποια στιγμή για ευνόητους λόγους αφαιρέθηκε.
Ο Ουνγκαρέτι αρχικά άθεος και αναρχικός ασπάστηκε τον καθολικισμό και λογοτεχνικά φλέρταρε με την παρακμή, την καθαρή ποίηση που πλησιάζει πολύ τον ερμητισμό, τον συμβολισμό, τον ντανταϊσμό.
Πάντως η «ουσιαστική συνεισφορά του στη λογοτεχνία της χώρας του», όπως λέει ένας εκ των μεταφραστών του, ο Φοίβος Ι. Πιομπίνος που γνωρίζει καλά την ποίησή του, «είναι ότι έσπασε τους φραγμούς των κλειστών μετρικών μορφών που περιέσφιγγαν ασφυκτικά την ιταλική ποιητική έκφραση, της εμφύσησε πνεύμα ανανεωτικό και την απελευθέρωσε από τα τετριμμένα και παρωχημένα σχήματα», όπου είχε παγιδευτεί, «αποκαθαίροντάς την από τον πομπώδη στόμφο, τον χειμαρρώδη ρητορισμό και τη στείρα προγονολατρεία που τη χαρακτήριζαν».
Φτάνει μόλις εκεί
μια στιγμούλα ν ’αγγίξει
ο ποιητής
Ύστερα μες στο φως ξαναγυρνάει
με τα τραγούδια του
που τα σκορπάει
Από μια τέτοια ποίηση δεν
μου απομένει πάρεξ
ένα κάτι ελάχιστο
θησαυρού κρυφού ανεξάντλητου.
Χρησιμοποίησε αντίθετα από τα παραπάνω ένα στίχο «λακωνικό, απέριττο, χωρίς ομοιοκαταληξία», ενώ το ύφος του είναι λιτό, απογυμνωμένο από καλολογικά στοιχεία, ώστε «να ισορροπεί ανάμεσα στον κλασικισμό και το μοντερνισμό». Απάλλαξε τον στίχο του από την εκζήτηση και τη συμβατικότητα της μορφής «ξαναδίνοντας στις λέξεις το χαμένο, κρυφό νόημά τους», υποστηρίζει ο Πιομπίνος. Η ποίησή του Ουνγκαρέτι απέκτησε έτσι συγκινησιακό βάθος, και συνειρμική φόρτιση.
Η όμορφη νύχτα
Τι τραγούδι κι ετούτο απόψε που ανεβαίνει
κι υφαίνει
με ηχώ από κρύσταλλο καρδιάς
τ’ αστέρια
Τι γιορτή πηγής
καρδιάς γαμήλιας
Δεν υπήρξα παρά
μια λακκούβα σκοτεινιάς
Τώρα δαγκώνω
Διάστημα
καθώς βρέφος τη ρώγα του βυζιού
Τώρα γίνομαι στουπί
στο μεθύσι από Σύμπαν.
Το Νησί
Σ’ ένα, παντοτινής εσπέρας, ακρογιάλι
όλο δάση αρχαία, εκστατικά, εκατέβηκε
να περπατήσει.
Κι ένας χτύπος φτερών αναδομένος
από καρδιόχτυπο σπαραχτικό νερού που κόχλαζε
τον έκανε να δει ένα ξωτικό
που πότε σάλευε, πότε ακινητούσε.
Κάνοντας νά’βγει στον ανήφορο είδε:
κι ήταν πραγματικά μια νύμφη ολόρθη που ύπνωνε
αγκαλιά με μια φτελιά.
Πήγαιν’ ερχόταν με τον λογισμό του
από τη φαντασία στη φλόγα την αληθινή
κι έφτασε σε λιβαδοτόπι όπου
η σκιά στα μάτια των παρθένων πύκνωνε
όπως το σούρουπο σιμά στις λιόριζες.
Τα κλαδιά κρησάριζαν μια σιγανή
βελονωτή βροχή.
Κάτω απ’ την απαλή τη θέρμη προβατίνες ρέμβαζαν
άλλες βοσκούσαν την στραφταλισμένη στρώση.
Κρύφιος πυρετός γυαλοκοπούσε του βοσκού τα χέρια.
[Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης]
Τα θέματά του καταπιάνονται με την τραγικότητα του ανθρώπινου, τη μοναξιά, την έλλειψη της ανθρώπινης παρουσίας, την ανάγκη για ανθρώπινη συναναστροφή καθώς την οδύνη, τη φρίκη του πολέμου που είχε την ευκαιρία να γνωρίσει στα πρώτα χρόνια της εμπλοκής του με τον φασισμό καθώς και τον φουτουρισμό που υποστήριζε την «υγεία του πολέμου», κατά τον Μαρινέτι. Ο ψυχικός πόνος και ο σπαραγμός αλλά κυρίως ο θάνατος είναι διάχυτος σε όλο του το έργο.
Αν και το ήθος του υπήρξε ιταλικό ήκαλύτερα νεολατινικό, θα λέγαμε καλύτερα «η μήτρα της παιδείας του ήταν γαλλική».
Πρόγονοί και δάσκαλοί του στην ποίηση ήταν σίγουρα ο Πετράρχης και ο Λεοπάρντι με τους οποίους είχε εκλεκτικές συγγένειες. Και οι τρεις τους αυτοβιογραφήθηκαν στην ποίησή τους, ενώ τους διέκρινε ένας χαμηλός εξομολογητικός τόνος. Και οι τρεις τους αν και σε διαφορετικές εποχές έζησαν τα προβλήματα του καιρού τους. Και οι τρεις τους μετέδωσαν τα βιώματά τους στην ιταλική ποίηση.
Ο Ουνγκαρέτι θεωρήθηκε από πολλούς ως ο μεγαλύτερος ιταλός ποιητής μετά τον Γκαμπριέλε Ντ Αννούντσιο για τον λυρικό πρωτογονισμό του, την κομψότητα και την αμεσότητα του ύφους του.
Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
«Όλοι γνωρίζουμε το πώς γεννήθηκε ο πολιτισμός: από την ανάγκη του
ανθρώπου να διαμορφώσει τα μέσα προκειμένου να γνωρίσει και να αντιμετωπίσει τη
φύση, να την υποτάξει, στο μέτρο του δυνατού, στους σκοπούς του, ή, ακόμη, στα
πιο παράτολμα όνειρά του και στις πλέον τολμηρές φιλοδοξίες του, να την
καθυποτάξει. Την ίδια όμως στιγμή γεννιόταν στη συνείδηση του ανθρώπου η
επιθυμία ενός ηθικού νόμου και η αγωνία να συσχετίσει τις γνώσεις που σιγά σιγά
αποκτούσε με το μυστήριο της παρουσίας του στον κόσμο, με το λόγο που
προξενούσε τον συναισθηματικό δεσμό του με τους άλλους ανθρώπους και με την
αιτία της αλληλοδιαδοχής των γενεών: γεννήσεις και θάνατοι, παρελθόν και
μέλλον˙ τέλος, με τα αίτια των φαινομένων. Έτσι, στην πορεία των αιώνων,
διαμορφώθηκε ο ανθρώπινος πολιτισμός, έτσι κι ο άνθρωπος, από τότε που ήταν
ακόμη πρωτόγονος, αισθάνθηκε πως του είχε δοθεί η ανεξιχνίαστη εντολή να
συνεισφέρει στο ιστορικό γίγνεσθαι εξελίσσοντας τα υλικά του μέσα τα οποία ήταν
χρέος του, αδιάφορο αν το εκπλήρωνε ή όχι, να συνδέσει με τη λατρεία του ιερού,
δηλαδή της ποίησης και κατά συνέπεια της τέχνης. Για τις απαρχές του ανθρώπινου
πολιτισμού, έχοντας ο ίδιος ζήσει για πολλά χρόνια στις παρυφές της ερήμου, δεν
δυσκολεύομαι να σχηματίσω μια ιδέα, και βλέπω με τη φαντασία μου πρωτόγονες
οικογένειες να μεταναστεύουν τα πανάρχαια χρόνια διασχίζοντας απέραντες
ερημιές. Ο γενάρχης που τις καθοδηγούσε μέσα στην έρημο, συμβουλευόταν τα
αστέρια, ανακάλυπτε τα σημεία του ορίζοντα και τους αριθμούς. Ήδη από εκείνη
κιόλας την εποχή τα αστέρια θεωρήθηκαν Άγγελοι -απρόσιτοι οδηγοί, επειδή
ακριβώς είχαν σταθεί για τους ανθρώπους οδηγοί προσιτοί και τους είχαν
προσφέρει νέες δυνατότητες- και
συνεπώς τα αστέρια που οδηγούσαν τους Μάγους στο σπήλαιο της Βηθλεέμ […]». [απόσπασμα από κείμενο του Ουνγκαρέτι].
[μτφρ. Ευαγγελία Πολύμου].
«Ο Ουνγκαρέτι γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Δύο χρόνων παιδί έχασε τον πατέρα του και έζησε σε μόνιμο πένθος, πλάι στη μητέρα του. Ο καλύτερος φίλος των παιδικών του χρόνων ήταν ο Άλτσιντε, ωραίος σαν αρχάγγελος, μια από τις πιο συγκινητικές αναμνήσεις της ζωής του. Η Αλεξάνδρεια είναι «μια πόλη χωρίς ένα μνημείο» που να θυμίζει το παρελθόν της. Μια πόλη αντικατοπτρισμός της Ιταλίας, με το λιμάνι που κοιτάζει μπροστά και με την έρημο πίσω που καίει τα πάντα και εξάπτει τον αισθησιασμό του. Επίσης, είναι η εξορία του, αφού πατρίδα του είναι η Λούκα. Γεννήθηκε στα όρια της ερήμου και αυτή η αίσθηση είναι το πρώτο κίνητρο της γραφής του. Όλες οι χώρες της Ανατολής μπορεί να έχουν τις Χίλιες και μία νύχτες τους, η Αλεξάνδρεια έχει την έρημο. Η αραβική ποίηση είναι ένα αποτύπωμα, αλλά δεν είναι χρώμα, είναι μουσική, ένα uahed, ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό», μας λέει ο Γιάννης Η. Παππάς στον πρόλογο του βιβλίου του: Giuseppe Ungaretti: για την ποίηση και τη ζωή, Κείμενα, συνεντεύξεις, επιστολές, εκδόσεις poema.
Το 1906 γνώρισε το έργο του Μαλλαρμέ και τον σαγήνευε η μουσική των λέξεων. Μετά ήταν ο Μπωντλαίρ. Μετά ο Νίτσε.
«Στον Καβάφη έβρισκε πως ούτε η γλώσσα ούτε η Αλεξάνδρεια του κρατούσαν μυστικά. Ήταν ένα χωνευτήρι, όπου είχαν συναντηθεί ο αιγυπτιακός πολιτισμός στη δύση του, ο ελληνικός στο «απόγειο της παρακμιακής του κομψότητας» και ο ρωμαϊκός, τόσο εξαπλωμένος ώστε να θεωρεί εαυτόν σε άνθηση παρότι βρισκόταν ήδη σε μαρασμό», γράφει στο diastixo.gr η δικιά μας Ανθούλα Δανιήλ παρουσιάζοντας τον τόμο που αναφέραμε.
Και ακόμα: «Τελικά, από το απεριόριστο της ερήμου βρέθηκε στο άναρχο, στην εσωτερική αναστάτωση και στην πλήρη ελευθερία. Πολύ αργότερα τον εντυπωσίασε η αρχιτεκτονική στη Γαλλία και, ανάμεσα σε άλλα, ο ναός της Chartres. Η Ιταλία τον δυσκόλεψε. Αγάπησε τη Ρώμη, όταν κατάλαβε το μπαρόκ, και ήταν ο Μιχαήλ Άγγελος που του έδειξε τον δρόμο. Στο μπαρόκ του συναντώνται οι Θέρμες του Διοκλητιανού, η Σάντα Μαρία των Αγγέλων, το Καπιτώλιο, η Καπέλα Σιξτίνα, «έργα όπου ο Μιχαήλ Άγγελος ενύφανε τα πάντα», τη Φύση, τον Πλάτωνα και τους μαθητές του, τον Χριστό με απόγνωση, το σώμα με την ίδια απόγνωση και αυτά είναι στοιχεία που ανιχνεύονται παντού στη Ρώμη».
Σαν αυτή την πέτρα
του Σαν Μικέλε
τόσο κρύα
τόσο σκληρή
τόσο άνυδρη
τόσο δύστηκτη
τόσο ολοκληρωτικά
άψυχη
Σαν αυτή την πέτρα
είν’ ο αθώρητος
θρήνος μου
Ζώντας
ξεπληρώνεται
ο θάνατος.
(Μετάφραση: Σπύρος Δόικας, 1995)
Ο Οδυσσέας Ελύτης γνώρισε τον Ιταλό ποιητή Τζουζέπε Ουγκαρέτι από τον Γιώργο Σαραντάρη ο οποίος ήταν αναθρεμμένος με ιταλική παιδεία. Ο Σαραντάρης ήταν μυημένος στον υπαρξισμό και στον ιταλικό ερμητισμό. Ο Ελύτης λέει για τη γνωριμία του με τον Ουγκαρέτι μέσα από τον Σαραντάρη: «Διαβάζαμε μαζί Γάλλους και Ιταλούς ποιητές, ιδιαίτερα τον Ungaretti, που το περίφημο ποίημα του “Memoria d’ Ofelia d’Alba”, θυμάμαι το είχα μάθει απ’ έξω στο πρωτότυπο».
Μνήμη της Οφηλίας της αυγής
Από σας, πριν απ’ την ώρα τους ρεμβαστικά,
μεμιάς το μάταιο φως
ως τη στερνή σταγόνα του εστραγγίστη
μάτια ωραία, στα σφαλιστά τους βλέφαρα χορτάτα.
Εντός σας αθάνατα
πια και χωρίς κανένα βάρος
τα πράγματα που εζούσατε μ’ άωρους δισταγμούς
καίγοντας μες στην αλλαγή τους
μια γαλήνη προσμένουν
και σε λίγο, στα βάθη της σιωπής της δικής σας
ν’ αρμοστούν οριστικά θα πάνε,
ασωτεμένα πράγματα:
Καθάρια αναθυμήματα
ονόματα, αιώνια εμβλήματα…
Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης
Ο Τζουζέπε Ουνγκαρέττι πέθανε την 1η Ιουνίου 1970 στο Μιλάνο από βρογχοπνευμονία.








