You are currently viewing Ζωή Κατσιαμπούρα: Τα τραγούδια της συντροφιάς

Ζωή Κατσιαμπούρα: Τα τραγούδια της συντροφιάς

Σάββατο που ανάβουν τα φώτα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας. Έχουμε όμως στο χωριό κι άλλη εκδήλωση, πρωινή, με βιβλία. Μετά από πολύ καιρό, έχω να έρθω από τις πλημμύρες, καθόμαστε, μεσημέρι πια, με τον φίλο μου τον Αποστόλη στο καφενείο να τα πούμε. «Δεν με ρώτησες» μου λέει «κι έγραψες λάθη». Μα πώς, τον αντικρούω, μελετάω πολύ ό,τι γράφω, ό,τι δεν έχει να κάνει με προσωπικό βίωμα. «Ναι», επιμένει, «έβαλες τα κορίτσια στο σεργιάνι, παλιά,  να χορεύουν ‘Πέρα στον πέρα μαχαλά’ κι αυτό είναι τραγούδι του γάμου». Μα, εγώ την έχω έτσι ακριβώς τη σημείωση από την αφήγηση της μαμάς μου, διαμαρτύρομαι. «Ναι», ξαναεπιμένει, «αλλά η μαμά σου χόρευε όταν το σεργιάνι ήταν πια στα ξεφτίσματα, το ’50 αυτά τα πράγματα χαλούσαν, ούτε καραγκούνικα δεν φορούσαν πλέον τα κορίτσια, άσε που δεν τα μάθαιναν τα τραγούδια τα παλιά, πολλές τα εύρισκαν και τρομαχτικά. Τις ξέρεις, τις βρήκες πουθενά τις ‘Δυο λυγερές’»; Δεν κατάλαβα ποιο τραγούδι εννοούσε, τόσες και τόσες λυγερές στον Νικόλαο Πολίτη… Δεν μου το τραγουδάς;  του λέω.

Λίγο η καλή διάθεση της συνάντησης, λίγο το τσίπουρο με γλυκάνισο, άρχισε να τραγουδάει

Δυο λυγερές κοιλοπονούν, νύφη και δυχατέρα

Όπου, στο τραγούδι, η μάννα και πεθερά παρακαλεί τον Θεό να κάνει η κόρη ένα παιδί και η νύφη έναν «όφιο». Αλλά η μοίρα τα φέρνει ανάποδα και κάνει η νύφη το παιδί και η θυγατέρα όφιο. Και η μάνα-πεθερά αλλάζει θέση στα μωρά! Αλλά, όταν μεγαλώνουν, το παιδί καταλαβαίνει ότι η γυναίκα που το ανατρέφει δεν είναι η μάνα του… Και εδώ χτύπησε το κινητό του και σταμάτησε να τραγουδάει. Με είχαν πάρει τα κλάμματα.

Οι άλλοι θαμώνες είχαν στραφεί κι απολάμβαναν χαμογελαστοί (ίσως και κάποιοι σχετλιάζοντας λίγο, τι κάνει τώρα αυτός, πού τα βρίσκει τούτα;) το παλιακό τραγούδι από τη φωνή του Αποστόλη, που όλα τα τραγουδάει πολύ ωραία (στα φοιτητικά πάρτι αντικαθιστούσε, αν ήθελε, το πικάπ), αλλά με τούτα τα θεσσαλικά, με αυτές τις γκροτέσκες Παραλογές, που τις συλλέγει και τις μελετάει 50 χρόνια τώρα, ανεβαίνει σε άλλο επίπεδο. Κατεβαίνει, μάλλον. Κατεβαίνει στα βάθη της μνήμης μου, στους άντρες και γυναίκες που τραγουδούσαν στους γάμους, στους αρραβώνες, στις ονομαστικές γιορτές, αν το έφερνε η ώρα, με φωνή που περνούσε από τον λυγμό στον θρίαμβο, από το παράπονο στον στοχασμό και από τον πόνο στο κέφι. Άλλο ήθος τραγουδιού, δεν ξέρω πώς λένε αυτούς τους ήχους οι γνώστες, πάντως σου έφερναν εύκολα συγκίνηση τα τραγούδια εκείνα. Ωστόσο, ως παιδιά, περιμέναμε να τελειώσουν τα συγκινητικά για να μπει στο γραμμόφωνο «Η ταμπακιέρα» κι «Ο τραυματίας», πιο καινούργιες πλάκες δεν είχαν αγοραστεί στο σπίτι μας, τα γραμμόφωνα είχαν ήδη φάει τα ψωμιά τους στη δεκαετία του ’60, αλλά πικάπ δεν είχαμε ακόμα αποκτήσει. Αλλά, αν είχαμε αποκτήσει, θα το βάζαν στο καλό ο θείος Σωτήρης κι ο παππούς ο Ντούλας (κι όλοι οι άλλοι, βοηθώντας) να τραγουδούν σαν να έψελναν «Μια γίδα κουτσοκέρω» και «Δέσπω μ’ το χέρι σ’ το παχύ» και «Ξύπνα καημένη Αναστασιά»; Ή θα άκουγαν σιωπηλοί τα καινούργια από τους δίσκους; Πάντως περισσότερο μου άρεζαν τότε, μικρή, τα τραγούδια του χορού που έπαιζαν τα κλαρίνα και τραγουδούσαν μαζί κι οι χορευτές, «Της θάλασσας τα ψάρια, της λίμνης τα νερά», «Μπαίνω μες τ’ αμπέλι», η «Νταηλιάνα», τέτοια, με πιο σαφή ρυθμό, με λιγότερο πάθος. Τις Παραλογές, σαν αυτή που τραγουδάει ο φίλος μου, δεν θυμάμαι να τις άκουσα ποτέ, τις μελέτησα φοιτήτρια, τις αγάπησα, τις δίδαξα κιόλας αργότερα (καμιά φορά θυμωμένη, εις ώτα κάποιων μη ακουόντων και μη συγκινουμένων, τι να σου κάνουν και τα δεκαεξάχρονα, άλλα είχαν να σκεφτούν…). Δεν τις άκουσα όμως τραγουδισμένες παρά ως αποτελέσματα έρευνας πλέον, του Νημά κυρίως, έκανε κι ο Κωστάντζος έναν δίσκο με τις Παραλογές της Θεσσαλίας. Ως αντικείμενο ιστορικό. Αλλά ο Αποστόλης τις τραγουδά, η έρευνά του περιλάμβανε πολύωρη κουβέντα και ακρόαση και μαγνητοφώνηση όποιου παππού η γιαγιάς θυμόντουσαν, όπως τα θυμόντουσαν, τα παλιά, τα τραγούδια στο σεργιάνι, τον ομαδικό χορό των γιορτών, που άρχισε να ξεφτίζει, να αλλοιώνεται και πριν το ’50, στην καινούργια Ελλάδα… Όπως τα θυμόντουσαν, έχει την εντύπωση ότι διέφεραν από γειτονιά σε γειτονιά. Ίσως, σκέφτομαι, «σιαμπόλιαζε» κι ο κάθε τραγουδιστής όταν χρειαζόταν να βγάλει τη ρίμα. Δεν ξέρω. Έτσι λένε όμως οι ερευνητές, όχι οι του πεδίου απλώς, αλλά και οι σπουδαίοι φιλόλογοι και ανθολόγοι.

Με είχαν πάρει τα κλάμματα. Όχι τόσο επειδή λυπήθηκα τη νύφη που της πήραν το παιδί, τη γενιά που κατέρρευσε, όσο από τη φωνή που κυμάτιζε και λαρύγγιζε και γεννούσε αισθήματα βαθιά.

Τι μεσημέρι κι αυτό…

 

 

Το βραδάκι θα άναβαν τα φώτα στο δέντρο.

Πριν φτάσω στην πλατεία, χαμένη κάπως ακόμα από τα μεσημεριανά τσίπουρα και τα τραγούδια, ξέσπασαν τα πυροτεχνήματα, έλαμψε ο ουρανός με χρώματα κι αστέρια, υπέφεραν τα αυτιά μου από το μπαμ μπουμ. Περίμενα λίγο να τελειώσουν και να πλησιάσω, μη φάω και κανένα άσκαστο κατακέφαλα.

Κόσμος, λαοθάλασσα. Η πλατεία στολισμένη με έλκηθρα, με τάρανδους, με εκείνους τους στρατιώτες σε ανθρώπινο μέγεθος (με κάτι τεράστια, απωθητικά δόντια και με στολές που δεν ξέρω πώς σχετίζονται με τα Χριστούγεννα, αλλά τους πουλάνε πια όλα τα μαγαζιά με τα χριστουγεννιάτικα, άρα, κάπως θα σχετίζονται, βαριέμαι να το ψάξω με την ΑΙ…), θα είχε και καμμιά φάτνη, αλλά δεν μπορούσα  να τη διακρίνω από την πολυκοσμία. Δυο χιλιάδες άτομα; Παιδάκια, νέοι γονείς που άφηναν να πετούν ψηλά κάτι μπαλόνια με ένα κερί στη βάση τους, ωραίο να το βλέπεις, αλλά όταν έπεφταν ήταν ελεεινά, ξεφούσκωτα ράκη, σαν τα ξεβρασμένα σωσίβια των προσφύγων και των μεταναστών στις ακτές των νησιών.

Μια χορωδία ενηλίκων με μπουφάν και ροδί εσάρπες τραγουδούσε μπροστά στις «αρχές» του τόπου που στέκονταν όρθιες. Δεν μπορούσα ούτε να πλησιάσω να δω, άκουγα κάπως θολά, τραγούδια χριστουγεννιάτικα μάλλον, κανένα δεν ήξερα, αλλά ο ρυθμός τους με έκανε, και μένα και πολλούς άλλους, να λικνιζόμαστε σαν σε πάρτι, λέω τώρα, όσο λίκνισμα γίνεται με τα χοντρά μπουφάν.

Βρήκα την παρέα μου, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε από τη φασαρία, δεν γνώριζα κανέναν άλλο μέσα στο πλήθος. Τελείωσε με το καλό η χορωδία με τα κάλαντα και θα τη διαδεχόταν στην εξέδρα ένα μουσικό συγκρότημα.  Κρυώναμε. Ψάχνοντας για τραπέζι στα γύρω από την πλατεία μαγαζιά (έξι τον αριθμόν…) βρήκα κάτι συμμαθήτριές μου, ούτε με γνώρισαν ούτε τις γνώρισα πρίμα βίστα, αλλά όταν επετεύχθη η αναγνώριση χαρήκαμε πολύ, αλήθεια! Τραπέζι όμως δεν βρίσκαμε, ούτε μέσα ούτε έξω με τις σόμπες, τέλος πάντων ο παιδίατρος της παρέας έδρασε και μας έβαλαν κάπου, μας έδωσαν ένα από τα κρατημένα. Από μέσα από το μαγαζί δεν ακούγαμε την ορχήστρα που έπαιζε στην πλατεία, βλέπαμε τον κόσμο να κινείται, να πάει και να έρχεται. Γύρω στα μεσάνυχτα πια σχόλασαν οι τραγουδιστές, οι άνθρωποι έμειναν μόνο μέσα στα μαγαζιά, να μιλούν με τους φίλους τους και να ακούν τη μουσική των μαγαζιών από λίστες του γιουτούμπ, και στην πλατεία έλαμπαν οι χριστουγεννιάτικες ηλεκτρικές γιρλάντες στο δέντρο που επελέγη ως χριστουγεννιάτικο.

Ωραίο το φαΐ και η κουβέντα, χάρηκα τη συντροφιά. Γύρισα όμως στο σπίτι αμφίθυμη. Τι σόι γιορτή; Να είμαι έτσι, ξένη, στο χωριό μου; Ούτε στο ουζάδικο που βρήκαμε τραπέζι γνώριζα κανέναν. Και η μουσική που έβαζαν, χριστουγεννιάτικο καιρό, με ενοχλούσε.  «Μάτια μου, εγώ για σένα έχω…» Σαχλαμάρες, για καλοκαιρινά πανηγύρια. Δεν καθόμασταν στο σπίτι να κουβεντιάσουμε…Και είχα ακόμα στον νου μου τη νύφη και δυχατέρα.

Οι νέοι άνθρωποι, όμως,  που συνέρρευσαν μπορεί και να διασκέδασαν… Έβαλαν τα καλά τους, ομόρφυναν, ξέχασαν τα ζόρια, άφησαν τα τρακτέρ στα μπλόκα και βγήκαν να γιορτάσουν. Ναι, αλλά με τι; Με τα δαπανηρά πυροτεχνήματα; Εντάξει, θέαμα. Με τα τραγούδια της χορωδίας; Κανείς από κάτω δεν τραγούδαγε, κάποιοι λικνίζονταν, που είπαμε. Με την ορχήστρα; Μπορεί. Με τη μουσική από το γιουτούμπ και το σποτιφάι; Κι αυτό μπορεί, αν και κανείς δεν την προσέχει, όλοι φωνάζουν δυνατά για να ακουστούν από την παρέα τους (κι ακούγονται κι απ’ όλες τις παρέες, μια φασαρία!).

Εκείνα που θυμόταν η μαμά μου και νοσταλγούσε, από το σεργιάνι στα νιάτα της, όπου όλες μαζί τραγουδούσαν και χόρευαν, έστω κι αν ήταν πια στα ξετελέματά της η τελετή, αυτό που ένιωθαν, που το θυμάμαι κι εγώ συγκινημένη, με τα ομαδικά τραγούδια στις γιορτές, αυτό ακόμα ακόμα από τα φοιτητικά μας, να πιάνουμε τον Θεοδωράκη και τ΄ αντάρτικα και τα δημοτικά στην παρέα και, παρόλα τα φάλτσα και τις κακοφωνίες, να ανοίγει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η ανάσα μας, νιώθεται ακούγοντας τη χορωδία, την ορχήστρα και το γιουτούμπ;

Δεν ξέρω.

Δεν ξέρω. Φοβάμαι μήπως εξωραΐζω το παρελθόν εστιάζοντας στη συγκίνηση του κοινού τραγουδιού και παραμερίζοντας όλα τα βάσανα της τότε εποχής.

Στο κάτω κάτω, τότε τραγουδούσαν και χόρευαν μόνο στα σεργιάνια και σε κανένα γάμο, πιθανόν και σε κάποιες γιορτές, ενώ σήμερα μπορούμε να ακούμε μουσική μέχρι κορεσμού. Ορχήστρες, ραδιόφωνο, δίσκοι, κανάλια. Καλή μουσική, από διακεκριμένους καλλιτέχνες,  όχι φάλτσα κι αγριοφωνάρες και νιαουρίσματα. Δεν τραγουδάμε όμως «μαζί». Δεν διασκεδάζουμε τραγουδώντας σε τελετές.  Άντε να κατέβει η τραγουδίστρια σε καμιά ταβέρνα και να περιφέρει, χαμογελώντας παγωμένα, το μικρόφωνο σε κατά συνθήκην μερακλωμένους. Ή να πει «δικό σας» ο τραγουδιστής στη συναυλία και να γίνει ο χαμός. Αλλά και στον χαμό τραγουδούν οι άνθρωποι μαζί με τον επαγγελματία τραγουδιστή, όχι με τον διπλανό τους. Μάλλον όμως αυτό είναι το μόνο ανάλογο του τραγουδιού «μαζί», η μόνη επιβίωση του τραγουδιού με παρέα, μετά το νηπιαγωγείο.

Δεν ξέρω. Ούτε ξέρω αν συγκινούνται βαθιά οι άνθρωποι ακούγοντας μουσική χωρίς να συμμετέχουν, ούτε θα το μάθω… Έχουν κανόνες τάχα αυτά τα πράγματα; Εμένα πάντως, χαρά μου δίνει η έτοιμη μουσική, συγκίνηση δεν μου φέρνει.

Ζήτησα, ωστόσο, από τον Αποστόλη να μου στείλει το τραγούδι ηχογραφημένο, να δούμε, θα με συγκινήσει το ίδιο, ακούγοντάς το στο κινητό και νηφάλια;

 

 

 

Ζωή Κατσιαμπούρα

This Post Has One Comment

  1. Χριστίνα Αργυροπουλου

    Μπράβο Ζωή, όλοι παρατηρούμε τις αλλαγές και στο πολιτιστικό επίπεδο. Πολύ ωραία αποτυπώνει τις εντόπισες αλλαγες
    Και μεταβάσεις σε σύγχρονες εποχές.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.