«Ένα καλό ποίημα είναι μια συμβολή στην πραγματικότητα. Ο κόσμος δεν είναι ποτέ ο ίδιος όταν προστεθεί ένα καλό ποίημα. Ένα καλό ποίημα βοηθά στην αλλαγή του σχήματος του σύμπαντος, βοηθά στην επέκταση της γνώσης του καθενός για τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του», θα γράψει ο Dylan Thomas και ο Ρίλκε θα συμπληρώσει: «Ένα έργο τέχνης είναι καλό αν έχει προκύψει από ανάγκη. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να το κρίνει».
Είτε ως καίρια συμβολή στην πραγματικότητα είτε ως εκβλάστημα ανάγκης, το ποίημα συνορεύει πάντα με τα μυχιότερα των συναισθημάτων μας και ακόμη περισσότερο εμβαπτίζεται μέσα σε αυτά. Οκτώ χρόνια λοιπόν μετά την παρουσίαση στην καλοκαιρινή παραλία του Αναύρου εκείνου του όμορφου παραμυθιού της Αγγελικής Θάνου, με τον αινιγματικό τίτλο: «Το μαντήλι που έπεσε από την οροφή» και αναφερόταν σε μια οροφογραφία ενός παλιού αρχοντικού της Ερμούπολης, νάμαστε πάλι εδώ για να συνομιλήσουμε με το 13ο πλέον βιβλίο της. Οι «βολβοί ανάσας» λοιπόν διεκδικούν την προσοχή μας, αφουγκράζονται δηλαδή τη μετάφρασή μας πάνω στον ώριμο πλέον ποιητικό τους λόγο. Διότι κάθε λόγος, ποιητικός ή μη, είναι μεταφραστικός, μετασχηματιστικός, είναι η εγγενής και θεμελιώδης ιδιότητα του ανθρώπινου λόγου να παραλλάσσεται και να παραλλάσσει τα αισθήματα και τα νοήματα, τις αναγνώσεις και τις ακροάσεις. Και είναι γεγονός ότι μόνο μέσα από μια αλύσωση των συνωνύμων επιτυγχάνεται και η όποια κατανόηση του λόγου του άλλου, αλλά και του λόγου του δικού μας, ενδιάθετου ή μη. Επιτέλους μια ανάγνωση ποιημάτων δεν μπορεί να μην είναι αντίστοιχα, αν όχι ανάλογα, ποιητική…
Έτσι και οι «βολβοί ανάσας», μοιάζει αρχικά να μας προσγειώνουν από τις οροφογραφίες στη γεωκαρπία, αναγκάζουν το βλέμμα μας να στραφεί στα γεώφυτα των βολβών. Αλλά όσο διερχόμαστε τις σελίδες κατανοούμε σιγά-σιγά ότι αυτοί οι βολβοί δεν ανήκουν πλέον στη γη, δεν εγκλωβίζονται σε αυτήν, γιατί ακριβώς εκπέμπουν, διαχέουν, ειδικά, ανάσες. Μα, ανασαίνουν άραγε οι βολβοί; Τι σημαίνει ανάσα βολβών; Οι βολβοί ανήκουν στην ανάσα ή η ανάσα στους βολβούς; Ποιος γεννά ποιον;
Αφιερωμένο το βιβλίο αυτό στους τέσσερις θηλυκούς «πολύτιμους λίθους» της, δηλαδή τις παιχνιδιάρες έκγονές της, και με προμετωπίδα στίχους του Σεφέρη και του Ελυάρ, που υμνούν την ανάσα-λέξη, καθοδηγούμαστε, με κάθε επιφύλαξη, να συλλάβουμε τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται τα 48 ποιήματα αυτού του βιβλίου: Βολβός είναι η εσώτερη οντολογία της ποιήτριας, ο αινιγματικός και δυσερεύνητος εαυτός της, που τον τοποθετεί μέσα στη γη, τη γη ως σύμβολο καταγωγικό, ως σύμβολο γέννησης, και ανάσες είναι οι λέξεις που επιχειρούν να ξεπορτίσουν από το έρκος των οδόντων αυτού του βολβού. Είναι οι λέξεις που πότε διστάζουν και πότε τολμούν, που μπαινοβγαίνουν στην κρυψώνα των βολβών, πότε έτοιμες και πότε ανέτοιμες να εκτεθούν στο φως, δημιουργώντας όμως με αυτή την ποιητική διελκυστίνδα κόσμους καινούργιους, όπου φωλιάζει πάντοτε η αναμονή, η δυνατότητα αλλά και η αποταμίευση, μια ιδιάζουσα αποταμίευση μέλλοντος, μια αποταμίευση ανάσας. «Ο Βολβός», θα μας πει ακόμη και η Βικιπαίδεια, «είναι ο υπόγειος βλαστός ενός φυτού που έχει τροποποιηθεί κατάλληλα έτσι ώστε να εκτελεί αποταμιευτική λειτουργία».
Εδώ όμως ο αριθμός σηματοδοτεί και κάτι άλλο: είναι πολλοί οι βολβοί, αλλά μία η ανάσα, γεγονός που θα μπορούσε να αξιώνει ότι τα καταγωγικά αυτά σύμβολα είναι πληθυντικά, το σώμα της γης που τα κυοφορεί περιέχει πολλούς θύλακες, πηγές νοημάτων, ενώ η εκπνοή, η εκφορά των ποιητικών λέξεων υπακούει σε μια ενική μοναδικότητα. Είναι λοιπόν η φωνή της Αγγελικής, της μιας, εν προκειμένω, Αγγελικής!
Σε κάθε περίπτωση, ο αναγνώστης-μεταφραστής αναζητά λέξεις-κλειδιά για να περιστραφεί γύρω τους, περιηγείται υπαινιγμούς, πασχίζοντας να αντλήσει, να ανελκύσει καλύτερα την πολυπόθητη κατανόηση, μια έννοια, ωστόσο, τόσο εκκρεμή, όσο και επίζηλη. Και βρίσκει αυτές τις λέξεις-κλειδιά να συνωθούνται, να μετακομίζονται από τίτλο σε τίτλο, από στίχο σε στίχο, από σελίδα σε σελίδα, αλλά και από ποίημα σε ποίημα, εφόσον ίδιον του ποιητικού λόγου είναι ακριβώς η διάχυση, η έκλυση και η ελευθερία, η αναβολή και το διαρκώς αλυσιτελές του.
Έτσι, δεν είναι η γη, η γη των βολβών, η μόνη πατρίδα της ποιήτριας. Στο ποίημα «Ανεξιχνίαστες αφηγήσεις», το νερό, και μάλιστα ο βυθός του, κρύβει κι αυτό θησαυρούς: «Για να σωθούν της γνώσης τα ναυάγια/τόσα βιβλία κατέληξαν αδιάβροχα,/λέμβος η φιλαναγνωσία του βυθού», γράφει. Έτσι αναγνωρίζει ότι: «Τώρα πια το γνωρίζω καλά/το νερό είναι η αφετηρία μου», σπεύδοντας ευθύς να μας ρωτήσει, αφήνοντας όμως μετέωρο το αίνιγμα: «Η δική σας;»
Μέσα στο βιβλίο της Αγγελικής Θάνου, όπως και σε κάθε ποίηση, συνυπάρχουν όμως ποικίλες περικοκλάδες νοημάτων, δηλαδή σημάτων ζωής, όπως είναι πρώτα απ’ όλα το φως, που χρειάζεται μάλιστα να ανελκυστεί σαν από πηγάδι σκοτεινό, εφόσον ο ποιητής, σύμφωνα με τον Σεφέρη, «είναι κατά βάθος ζήτημα φωτός». Μας προειδοποιεί μάλιστα η ίδια ότι «εξασκείται» στην «ηλιοβλεμματική», έναν νεολογισμό που θα μπορούσε ίσως να μας τον αναλύσει περισσότερο στη συνέχεια. Αποθηκεύοντας τον ήλιο στα όνειρά της, εκτοξεύει από κει μέσα το ποίημα της.
Αλλά παρόντες στα ποιήματά της είναι επίσης η σκιά και το σκοτάδι, ο φόβος και η ενοχή, η αγάπη και η τρυφερότητα, μια αγάπη που την αντιλαμβάνεται ευλόγως ως «πολυπρόσωπη» και μια τρυφερότητα που είναι, όπως γράφει, «η μόνη επανάσταση» σε έναν κόσμο που ακόμη διεκδικεί αλλά και επιτυγχάνει τη σκληρότητά του. Αλλά εδώ εισέρχονται πλησίστιοι και η μνήμη, ο χρόνος, ο πόνος και η ελευθερία, το όνειρο και το παραμύθι, μάλιστα ένα «παραμύθι-ίαμα», ένα παραμυθίαμα, όπως με υπέροχη συνήχηση θα εκφράσει τη θεραπευτική του ιδιότητα, αισθήματα και παραισθήματα, όλα τυραννούν τον λόγο της, συμπλέκονται, αντανακλούν το ένα το άλλο, διψούν τη λύτρωση.
Διότι έτσι πάντα γίνεται με τον λόγο, και όχι μόνο τον ποιητικό: μια θελκτική τυραννία τον ιδρύει. Πίσω από κάθε λέξη, φράση ή στίχο καιροφυλαχτεί μια καταδυνάστευση, ένα ξεζούμισμα του εαυτού… Συχνά «το ποίημα αρνιέται να γραφτεί», αλλά κάποτε, αιφνίδια, κτυπά την πόρτα, όταν η ίδια η ποιήτρια ομολογεί ότι δεν περιμένει κανέναν. «Ποιος είναι;», θα ρωτήσει. «Το ποίημα είμαι…» θα απαντήσει σιγανά εκείνο και με αυτόν τον ερχομό θα εκκινηθεί, παράδοξα ίσως, μια λειτουργία αθώωσης του πολύπλοκου, ακατέργαστου μέχρι τότε συναισθήματός της. Διότι η ίδια η γραφή, όταν επιτευχθεί επιτέλους η εκφορά της, μοιάζει να αθωώνει τη συγγραφέα της, να την εξ-αγνίζει, βγάζοντας από μέσα της έναν άλλο εαυτό από τον συνήθη, μια διαφορετική persona. Θα αναρωτηθεί μάλιστα: «Με πόση ποικιλία αποχρώσεων/λειοτρίβεται και αναγεννάται/ο εαυτός»… Κι εδώ θα έρθει η Σύλβια Πλαθ να συμπληρώσει ότι «η ποίηση είναι μια τυραννική πειθαρχία. Πρέπει να πάτε τόσο μακριά, τόσο γρήγορα, σε έναν τόσο μικρό χώρο»…
Η ποίηση λοιπόν ανασαίνει, άλλοτε δύσκολα και άλλοτε ευφρόσυνα. «Η ποίηση», κατά τον Βαλερύ, «είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος», επιφωνήματος έκπληξης, θαυμασμού ή πόνου, αλλά μέχρι να γίνει «ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου», κατά τον Εμπειρίκο, μεσολαβούν στεναγμοί, αναβολές, αναθεωρήσεις και μεταμορφώσεις, που όταν καταλαγιάζουν και κατακάθεται η αγωνία τους, τότε μοιάζει να εκπληρώνεται ένα γεγονός και μια αλήθεια: ότι ένα βιβλίο, έναν λόγο εν γένει, δεν τον τελειώνεις ποτέ: απλώς τον εγκαταλείπεις!
Έτσι, στο αυτο-αναφορικό, αυτοβιογραφικό, όπως νομίζω, ποίημα, με τίτλο «Πόσο;», ένας καταιγισμός 26 πυκνών ερωτημάτων πασχίζει να ξεκλειδώσει τα εσώτερα της ποιήτριας, μέσα από το πρόσχημα της φωνής σε τρίτο πρόσωπο, γιατί, σε κάθε περίπτωση, όπως θα μας πει και πάλι ο Βαλερύ, «όλα όσα λες μιλούν για σένα: ιδίως όταν μιλάς για κάποιον άλλον»… Και εδώ λοιπόν τα συναισθήματα, ευφρόσυνα ή δακρυρροούντα, συναιρούνται, συν-επιμελούνται μάλλον έναν ολόκληρο κόσμο που περικλείεται μεν από ένα σώμα, αλλά εμπεριέχει σύμπαντα. Διότι, «από τη διαμάχη με τους άλλους φτιάχνουμε τη ρητορική, αλλά από τη διαμάχη με τον εαυτό μας φτιάχνουμε ποίηση», θα επισημάνει και ο Γαίιτς.
Η Αγγελική, ως μεστή επιμελήτρια του λόγου της, παίζει, παιχνιδίζει καλύτερα, ανάμεσα στην μικροσκοπική και την μακροσκοπική όραση. Στου «Βίου τους λεπτοδείχτες» και στους «Χρονικούς προσδιορισμούς» ο χρόνος πότε μικρογραφείται και πότε ακολουθεί τη μεγαλογράμματη γραφή της εμπειρίας. Δεν ατενίζει αδιάφορα ή αμέτοχα το παρελθόν, καταθέτει τον τρόπο της έρευνάς της: «Κατασκοπεύω τον χρόνο/με φακό επιθυμίας…», γράφει, που ίσως σημαίνει με πρόθεση νοσταλγίας αλλά και με διάθεση ανάκτησης. Κοιτώντας παλιές φωτογραφίες, πιάνει τον εαυτό της να στοχάζεται πάνω στη μελαγχολική ματαιότητα που αισθάνεται να αποπνέουν: μέσα σε αυτές βρίσκονται «τόσα πρόσωπα ανίδεα για το πεπερασμένο» τους, σπεύδοντας μάλιστα να τα ρωτήσει: «Στάσιμα πρόσωπα, πείτε μου την αλήθεια/γνωρίζατε κι εσείς το ανεκπλήρωτο όνειρό μου;». Αλλά και στο ποίημα «Προσοχή εύθραυστον» η προσοχή της στρέφεται γύρω από ένα σπασμένο φλυτζανάκι, που κινεί κύματα νοσταλγίας για τον πατέρα της, εφόσον μέσα σε αυτό θυμάται πως του πρόσφερε κάποτε «μονάκριβο καφέ». Είναι ένα όντως συγκινητικό ποίημα, από το οποίο η ποιητική της ανάσα μοιάζει να γεννιέται μέσα από εκείνους τους «βολβούς της παιδικότητας» που φυτρώνουν ανεπαίσθητα ανάμεσα στα θραύσματά του.
Αλλά χρειάζεται άραγε να επιχειρηματολογήσουμε ότι η ποίηση είναι κατ’ εξοχήν και πρωτίστως γλώσσα, λόγος εντατικός και παράφορος, και ότι «ο ποιητής είναι, πριν από οτιδήποτε άλλο, ένας άνθρωπος που είναι ερωτευμένος με πάθος με τη γλώσσα», όπως θα μας πει ο Ωντεν; Έτσι, και η ανάλυση που επιχειρεί η Αγγελική στο ποίημα «Λεπτές υπερβολές γραφής», αποτυπώνει με θαυμάσια, όντως ποιητική, τρυφεράδα και τονικότητα τη λειτουργία των σημείων της στίξης, αυτών των ακουμβισμάτων του προφορικού λόγου πάνω στον γραπτό, όπου ακριβώς επιτονίζεται ένα μέρος των χρήσεων που μπορεί να εκφράσει ο φυσικός ομιλητής με τις διακυμάνσεις τής φωνής του. Γράφει: «Πόσο νοσταλγώ τα αποσιωπητικά/εκεί γίνομαι ονειρογράφος/τρεις κυρίες με φιλοξενούν σιωπηλά» ή «Δώσε μου παύλες να ξαποσταίνω/ομαλά να μεταβώ/στη φαντασία,/στην κατανόηση./Φυτεύω παρενθέσεις/να αφουγκραστώ το ηχοτόπιο του δρόμου./Και η ανάσα μου κρυμμένη στα κόμματα/φυσά καθαρό αέρα».
Γνωρίζει όμως ότι η ανάπαυση δεν βρίσκεται μόνο στη γλώσσα, έστω τη λυτρωτική. Κάπου μέσα στα ποιήματά της εμφιλοχωρεί η ανάγκη, η λαχτάρα για θεϊκή βοήθεια, εφόσον η αυτο-αναφορικότητα δεν μπορεί παρά να είναι αλυσιτελής, αδιέξοδη και επιπλέον, αυτό είναι το πιο σημαντικό, ανηλεής. Στο ποίημα «Μεγαλυνάριο» παρατηρεί εταστικά τα κεριά που προσφέρουν οι πονεμένες ψυχές και αφουγκράζεται τις σιωπηλές ή ψιθυριστές προσευχές τους: «Σ’ ευχαριστώ, Παναγιά μου…/σκέπασε τα παιδάκια μου…/υπέρ υγείας…/Χριστέ μου τα καταφέραμε…» θα ακούσει, για να καταλήξει, με το μυαλό «στην πάντα νουν υπερέχουσαν»: «Αχ ο θάνατος, αυτός ο αρχηγέτης/νικιέται τακτικά στα μανουάλια μας».
Η ποιήτρια έχει αναπτύξει τόσο τις αντένες της, τις αισθήσεις της, ώστε να «ψυχανεμίζεται» ακόμη και τα μικρότερα «σημάδια» του κόσμου. Διότι, όπως θα μας θυμίσει και ο Φλωμπέρ, «δεν υπάρχει ένα σωματίδιο ζωής που να μην φέρει ποίηση μέσα του». Έτσι και την Αγγελική «οι ελιγμοί τριών πουλιών/την αναστάτωσαν», κι αυτό τη σηματοδοτεί στη συνέχεια να ξεκινήσει συναθροίζοντας παραλλάξεις του αριθμού 3, που την οδηγούν τελικά σε ένα είδος συμπαντικής έκστασης: «Μια υδρόγειος υποφωτισμένη/ενεργοποιήθηκε εντός μου», θα αναφωνήσει. Αλλά αυτό το εντός της δεν το τροφοδοτούν μόνο οι πέντε αισθήσεις της. Κάπου ξεπροβάλλει κι εκείνη η έκτη αίσθηση, «αυτή η ανεπίσημη», όπως θα την ονομάσει, η αίσθηση δηλαδή η ενορατική, η διορατική, που τις συγκεντρώνει όλες σε μια αγαστή συγχορδία και την οποία, με τη σειρά της, την υποδέχεται και την υιοθετεί, της «στρώνει τραπέζι». Σε αυτό λοιπόν το δείπνο των αισθήσεων, των υποδοχέων του ζώντος κόσμου, δηλαδή των βολβών του, απλώνει η Αγγελική τα «διοράματά» της περιμένοντας να ανθίσουν.
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη περιήγηση στο ποιητικό περιβάλλον της Αγγελικής, νιώθω την ανάγκη να επισημάνω ότι η αξία ενός βιβλίου φαίνεται, εκτός των άλλων, όταν νιώθεις ανικανοποίητος από τις πρώτες αναγνώσεις σου και θέλεις να επιστρέφεις σε αυτό, νιώθοντας την ελκτική του δύναμη να σε πολιορκεί. Όταν νιώθεις ότι όσο βαθύτερο και εκφραστικότερο είναι ένα ποίημα, τόσο περισσότερο οι ρίζες του, οι βολβοί του, φυλάσσονται μέσα σε μια ήττα, σε έναν σπαραγμό, που η ποιήτρια κατόρθωσε όμως να του προσδώσει εντέλει ένα νόημα ζωής και πάνω σε αυτό το νόημα πάλλεται με τη σειρά της η ευφροσύνη. Οι «βολβοί ανάσας» λοιπόν είναι αυτή ακριβώς η περίπτωση. Ευχαριστούμε Αγγελική! Ευχαριστώ όλους και όλες σας.
Αντώνης Σμυρναίος
Καθηγητής Νεοελληνικής Ιστορίας, Ιστορίας της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, Διδακτικής της Ιστορίας. ΠΤΔΕ, Παν. Θεσσαλίας