Η ενδέκατη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Π. Κρανιώτη Ρυτίδες στον καφέ μάς προσκαλεί σε ένα ταξίδι ενδοσκόπησης και συναισθηματικής αναζήτησης. Ο τίτλος λειτουργεί ως μεταφορά για τις μικρές αλλά ουσιαστικές στιγμές της καθημερινότητάς μας, που αποτυπώνουν όμως το πέρασμα του χρόνου, τους προβληματισμούς μας και τις εσωτερικές μας αναζητήσεις.
Η συλλογή περιλαμβάνει 52 ποιήματα τα οποία γράφτηκαν κατά την τελευταία πενταετία, πολλά στη διάρκεια της καραντίνας του Covid19. Τα θέματά τους είναι αυτά που απασχολούν κάθε ευαίσθητο άνθρωπο, οικεία και πανανθρώπινα: ο έρωτας και η απουσία, η μνήμη, η μοναξιά, οι διαψεύσεις. Παράλληλα, ο ποιητής μιλάει και για όσα πρωτόγνωρα βίωσε η ανθρωπότητα με τον Covid19, τον εγκλεισμό, τα sms, τα rapid tests, τα take away. Ο Κρανιώτης χρησιμοποιεί λιτή και άμεση γλώσσα, δημιουργώντας εικόνες που συνδυάζουν τον ρεαλισμό με μια υποδόρια υπαρξιακή αγωνία, προσφέροντας στον αναγνώστη μια βαθιά συναισθηματική εμπειρία.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της συλλογής είναι η ικανότητα του ποιητή να μετατρέπει καθημερινές εικόνες σε σύμβολα βαθύτερων νοημάτων. Ο καφές, για παράδειγμα, δεν είναι απλώς ένα ρόφημα, αλλά ένας καθημερινός σύντροφος στον χώρο και τον χρόνο, που μοιράζεται μαζί μας ακόμα και τις ρυτίδες μας, εξωτερικές και εσωτερικές.
Στην πλειονότητά τους τα ποιήματα ανήκουν στην κατηγορία των «ποιημάτων ποιητικής», στα αυτοαναφορικά, σε όσα ο ποιητής μάς μιλάει για την τέχνη του, τη σχέση του με τις λέξεις, τον αγώνα του με το ποίημα. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το «Αέναο κύμα» (σ. 16): «Πνιγμένο/Το εγώ, το εσύ/Ναυάγιο στη βροχή/Σε ψάχνω// Δεν ζω/Να εφεύρω/ Ένα καράβι/ Ή ένα ποίημα/ Να σωθώ//(Αέναο κύμα/ Η λέξη με απειλεί)»: το ποίημα μιλάει για την πνιγηρή αντιπαράθεση του «εγώ» με ένα «εσύ», το ναυάγιο μιας σχέσης (;) και τη λαχτάρα για σωτηρία μέσω της φαντασίας ή της τέχνης. Σ’ αυτό το ατέρμονο κυκλικό ταξίδι, η λέξη – η ποιητική πράξη- γίνεται μέρος της συνείδησης, φέρνοντας στο προσκήνιο μια ξεχασμένη ανάμνηση ή μια σχέση που δεν έχει τελειώσει μέσα μας. Το αέναο κύμα μπορεί να συμβολίζει τη συνεχή ροή της έμπνευσης ή της γλώσσας, που δεν είναι όμως ευεργετική, αλλά απειλητική, χωρίς να φέρνει τη λύτρωση.
Αντίθετα, στο ποίημα «Terra incognita» («Τόσα χρώματα η γη / Κι εγώ πουλί / Στην κορφή των δέντρων / Κοιτάω τον ουρανό // Δεν είμαι μόνος / Στα σύννεφα γράφω / Κι ας βρέχει // Πετώντας για τροφή / Χορταίνω με λέξεις / Τη θάλασσα // Σελίδες τα φτερά μου / Γεμίζουν χώμα / Και χάνομαι», σ. 12) ο ποιητής εκφράζει την επιμονή της ψυχής να δημιουργεί και να υψώνεται μέσα στη φθορά και τη βροχή της ζωής· το ποιητικό υποκείμενο, σαν πουλί, τρέφεται από λέξεις, γράφει στον ουρανό και τελικά χάνεται μέσα στη γη, αφήνοντας πίσω του το αποτύπωμα της ποίησης.
Η ποίηση του Κρανιώτη χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και απλότητα, χωρίς επιτήδευση, επιτρέποντας στον αναγνώστη να ταυτιστεί με τα συναισθήματα και τις εμπειρίες που αποτυπώνονται στους στίχους του. Η συλλογή αποτελεί μια πρόσκληση για στοχασμό και αυτογνωσία, μέσα από τη ματιά ενός ποιητή που αγαπά τη ζωή και τη δημιουργία. Είναι ποίηση χαμηλόφωνη, μια ώριμη κατάθεση ψυχής, που κινείται στις παρυφές του παρόντος και της μνήμης, εκεί όπου και οι πιο ασήμαντες στιγμές μπορούν να πυροδοτήσουν υπαρξιακές σκέψεις. Με τη χαρακτηριστική του απλότητα και εσωτερικότητα, μας παραδίδει ένα σύνολο ποιημάτων που λειτουργούν ταυτόχρονα ως καθρέφτης και κάτοπτρο: αντανακλούν τον άνθρωπο, αλλά και τον μεταμορφώνουν μέσα από την ποιητική πράξη.
Με γλώσσα απλή, ειλικρινή, γεμάτη από την αμεσότητα του συναισθήματος και την καθαρότητα της σκέψης του, ο ποιητής χτίζει το «σύμπαν» του με σύντομα αλλά πυκνά σε νόημα ποιήματα που μοιάζουν με χαϊκού. Αυτή η απλότητα δεν ισοδυναμεί με ρηχότητα· είναι αποτέλεσμα ενός βάθους που έχει διυλιστεί μέσα από την εμπειρία και τον στοχασμό. Ο ποιητής δεν κραυγάζει – παρατηρεί, καταγράφει, αναπνέει.
Πολλά από τα ποιήματα της συλλογής φέρουν τον απόηχο μιας σωματικής μνήμης. Το σώμα, όχι ως ερωτικό αντικείμενο, αλλά ως φορέας συναισθημάτων και απωλειών. Οι εικόνες που επιστρατεύονται είναι καθημερινές – μια κουζίνα, ένα τραπέζι, ένας καθρέφτης, ένας μονόλογος μπροστά από τον καφέ. Ο Κρανιώτης αντλεί την ποίησή του από την αφαίρεση της καθημερινότητας.
Αυτό που τον διαφοροποιεί από άλλους ποιητές του ίδιου ιδιώματος είναι η χαμηλόφωνη αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετωπίζει τον χρόνο. Δεν υπάρχει ούτε ρομαντική εξιδανίκευση, ούτε ωμή παραίτηση. Υπάρχει η αποδοχή – μελαγχολική, αλλά γαλήνια. Το ποίημα λειτουργεί ως μια μορφή εξομολόγησης χωρίς αποδέκτη· ή μάλλον, με μοναδικό αποδέκτη τη σιωπή. Κατορθώνει μέσα από μια εσωστρεφή ποίηση να μιλήσει για τα πιο κοινά και συνάμα τα πιο δύσκολα: το πέρασμα του χρόνου, την αναζήτηση του νοήματος, τη δύναμη του να συνεχίζεις να βλέπεις ομορφιά στα μικρά. Οι ρυτίδες αυτές δεν είναι απλώς χαράξεις· είναι στίγματα ζωής, απόηχοι όσων χάθηκαν, αλλά δεν σιώπησαν. Είναι μια ποίηση με υπαρξιακό φορτίο, εφόσον επιχειρεί όχι απλώς να διαγνώσει αλλά να θεραπεύσει. Όπως εύστοχα σημειώνεται και στην κριτική, «οι λέξεις είναι έξεις»· και αυτό είναι κάτι που επιβεβαιώνεται στην ίδια τη δομή και τη θεματική των ποιημάτων, όπου η γλώσσα παύει να είναι ένα απλό εκφραστικό εργαλείο αλλά καθίσταται το ίδιο το φάρμακο, ο ιστός που ενώνει μελαγχολικά βιώματα.
Στο ποίημα «Ταυτότητα» (σ. 33), ο ποιητής χρησιμοποιεί τα μέρη του λόγου – ουσιαστικά, ρήματα, αντωνυμίες, επίθετα – ως υπαρξιακά μέσα για να κατασκευάσει έναν μικρόκοσμο, έναν οικογενειακό χώρο που συνδέεται με την ίδια τη ρίζα της γλώσσας και της ποίησης. Η τελευταία λέξη του ποιήματος – «Θεραπεύω» – αναδύεται με μιαν απροσδόκητη, σχεδόν ιερατική βαρύτητα. Δεν είναι τυχαία. Ο ποιητής είναι γιατρός στο επάγγελμα, αλλά η ποίησή του δεν θεραπεύει μόνο σωματικές πληγές· επιχειρεί να ιχνηλατήσει την ψυχική φθορά και να την αποκαταστήσει με τη δύναμη της λέξης. Η πράξη της ποίησης, όπως φαίνεται, είναι ένα αντίδοτο στη φθορά του χρόνου.
Στο ποίημα «Προδημοσίευση ημίφωτος» (σ.23), το ποιητικό βλέμμα στρέφεται στην εσωτερικότητα, στο σιωπηλό δωμάτιο της έμπνευσης και της μοναξιάς. Η χρήση του ημίφωτος ως τίτλου, αλλά και ως θεματικού πυρήνα, εντείνει τη διάθεση αμφισημίας και ενδοσκόπησης. Το άρωμα σιωπής που «τύλιξε απότομα το δωμάτιο» υποδηλώνει μιαν ασφυκτική παύση, έναν χρόνο που δεν κυλά αλλά αιωρείται. Το κρεβάτι, «γυμνό από σώματα», ανακαλεί τον ερωτισμό όχι ως πληρότητα αλλά ως έλλειψη, ως απουσία.
Στο σύνολό της, η συλλογή Ρυτίδες στον καφέ καταγράφει με ήπιο αλλά διεισδυτικό τρόπο την απουσία, την αποξένωση, την οικολογική απειλή, τον φόβο, την ελπίδα. Σε μια εποχή όπου η λέξη συχνά χάνει την ισχύ της, η ποίηση του Δημήτρη Π. Κρανιώτη έρχεται να της δώσει ένα άλλο κύρος. Όχι ως πανάκεια, αλλά ως υπενθύμιση ότι το να ονομάζεις τον κόσμο, το να δίνεις μορφή στην εμπειρία, σημαίνει ακόμα ότι ζεις. Κι ίσως, τελικά, το πιο γενναίο που μπορεί να κάνει ένας ποιητής σήμερα είναι να σταθεί «επικίνδυνα ζωντανός» — έστω και σε ένα δωμάτιο ημίφωτο, γεμάτο σιωπή και λέξεις.