You are currently viewing Αγάθη Γεωργιάδου: Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου, Αγάλματα εκτός Μουσείου. Μανδραγόρας, 2025 ISBN13	9789605922092

Αγάθη Γεωργιάδου: Ελένη Αρτεμίου – Φωτιάδου, Αγάλματα εκτός Μουσείου. Μανδραγόρας, 2025 ISBN13 9789605922092

Η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου, ποιήτρια με καταγωγή από την Αμμόχωστο και Επιθεωρήτρια Δημοτικής Εκπαίδευσης, έχει στο ενεργητικό της πλούσιο συγγραφικό έργο: εικοσιτέσσερα βιβλία, ανάμεσά τους εννέα παιδικά, μία συλλογή διηγημάτων και δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές. Η πιο πρόσφατη, Αγάλματα εκτός Μουσείου (Μανδραγόρας, 2025), συνιστά μια συνομιλία μεταξύ τέχνης, μνήμης και ανθρώπινης εμπειρίας. Τα ποιήματα λειτουργούν ως «αγάλματα» που, αν και δεν ανήκουν σε κάποιο μουσείο, στέκουν ως μνημεία βιωμάτων, σιωπής, απωλειών και ανεκπλήρωτων ονείρων. Με γλώσσα που συνδυάζει την απλότητα με το βάθος και διάχυτους συμβολισμούς, η ποιήτρια χαρτογραφεί τη συνάντηση του ατόμου με τον χρόνο, την ιστορία, τη φθορά και την αναζήτηση λύτρωσης μέσω της γραφής.

Η συλλογή διακρίνεται για τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό, το υπαρξιακό και το πολιτικό, το βιωμένο και το ιδεατό, τη σιωπή και τη μνήμη. Τα ποιήματα μοιάζουν με ενθύμια στιγμών και καταστάσεων, καταγράφοντας την ανθρώπινη εμπειρία με εξαιρετική εκφραστική ευγλωττία. Η ποιήτρια αξιοποιεί την εικαστικότητα για να αποδώσει έννοιες όπως η μνήμη, η απώλεια, η πάλη με το ανείπωτο, καθώς και την ίδια την ποίηση για να «συγκολλήσει» το παρελθόν με το παρόν, το θραυσματικό με το ολόκληρο, όπως φαίνεται στο ποίημα «Η ξενάγηση θα κρατήσει όσο η ζωή» (σελ. 15). Εδώ, η «ξενάγηση» αναδεικνύεται σε αλληγορία για την πορεία της ζωής, υποδηλώνοντας πως ολόκληρη η ύπαρξή μας είναι μια διαρκής περιήγηση, μια αναζήτηση νοήματος ανάμεσα σε ό,τι διασώζεται και ό,τι φθείρεται.

Ο ξεναγός μιλάει με  φωνή ρομπότ

[…]

Οι ποιητές μόνο ξεχωρίζουν ανάμεσά μας

Η σιωπή ραγίζει τα αγάλματα

Η γλώσσα τους συγκολλά το παρόν

Ο ξεναγός με φωνή ρομπότ ενσαρκώνει τον απρόσωπο, τυποποιημένο λόγο του σύγχρονου κόσμου, όπου η ουσία χάνεται πίσω από την πληροφορία και την ψυχρή αφήγηση, ενώ οι  ποιητές διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο: αυτοί «ξεχωρίζουν», γιατί μέσα από τη σιωπή και τη γλώσσα μπορούν να «ραγίσουν» τα αγάλματα, να ελευθερώσουν τα παγωμένα συναισθήματα, να συνδέσουν το παρελθόν με το παρόν και να δώσουν φωνή σε όσα δεν λέγονται εύκολα.

Είναι φανερό ότι κεντρικό μοτίβο της συλλογής αποτελεί η αντίθεση μεταξύ του στατικού και του μεταβαλλόμενου, συμβολικά αποτυπωμένη με τα αγάλματα που παραμένουν ακίνητα μέσα στον χρόνο. Η Αρτεμίου-Φωτιάδου, ωστόσο, δεν αντιλαμβάνεται τη ζωή ως μια στατική πορεία, αλλά ως έναν κύκλο αποδοχής του πόνου, της φθοράς και της αναπότρεπτης αλλαγής. Σε αρκετά ποιήματα, το ανολοκλήρωτο και το ανείπωτο προσλαμβάνουν υλική διάσταση—κραυγές που δεν αρθρώθηκαν, «παραμορφωμένα αποσιωπητικά».

Η γραφή της ποιήτριας κινείται σε μινιμαλιστικούς τόνους, φορτισμένη όμως με υπόγεια ένταση. Αποφεύγει τις πομπώδεις διατυπώσεις, προτιμώντας να αφήνει τις εικόνες να μιλήσουν. Η απλότητα είναι συνειδητή ποιητική επιλογή: κάθε στίχος λειτουργεί σαν γλυπτό, οι λέξεις σμιλευμένες προσεκτικά, απογυμνωμένες από περιττά στοιχεία. Πρόκειται για ποιήματα που αποθεώνουν την αρχιτεκτονική του ελάχιστου. Η μινιμαλιστική αυτή αισθητική αποτελεί, ταυτόχρονα, στάση ζωής και γραφής, κάτι που αποτυπώνεται ιδανικά στο ποίημα «Μίνιμαλ»  (σελ. 17), το οποίο λειτουργεί ως διακήρυξη υπέρ της λιτότητας στην ύπαρξη και στην έκφραση.

Η λιτότητα αυτή δεν περιορίζεται στη μορφή· διαπερνά ολόκληρη την κοσμοθεωρία της ποιήτριας, μια απογύμνωση της ζωής από ψευδαισθήσεις και περιττά φορτία. Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα λειτουργεί ως σύμβολο του χρόνου και της διαρκούς ανανέωσης. Η θάλασσα προσωποποιείται ως «καλή νοικοκυρά του Σαββάτου», που καθαρίζει τις γωνιές της μνήμης, παρασύροντας ό,τι περιττό και φθαρμένο. Οι αράχνες, «αγκιστρωμένες σαν σπασμένοι πολυέλαιοι», παραπέμπουν σε ό,τι είναι ενοχλητικό, αφήνοντας μόνο ό,τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή μας:

Πεντακάθαρο μένει ένα γέλιο παιδικό
καθισμένο μονίμως στο κατώφλι
Τρώγοντας μια ζαχαρωμένη φέτα ψωμί
σκουπίζεται με την ανάστροφη του κόσμου
Λιτή χορτάτη η χαρά.

Το παιδί γίνεται εδώ σύμβολο της καθαρής, αυθεντικής χαράς, της επιστροφής στο ουσιώδες. Η εικόνα είναι γήινη, σχεδόν αρχέγονη: ένα παιδί που απολαμβάνει μια απλή στιγμή ευτυχίας. Η πράξη του να σκουπίζεται «με την ανάστροφη του κόσμου» υποδηλώνει μια αντιστροφή αξιών, την ανάγκη να αντικρίσουμε τη ζωή από νέα, ουσιαστικότερη προοπτική.

Η συλλογή συνιστά μια ποιητική πρόταση όπου η υπαρξιακή αναζήτηση συνυφαίνεται με τη δύναμη της τέχνης. Οι λέξεις δεν λειτουργούν απλώς ως μέσα επικοινωνίας· αποκτούν υλική υπόσταση, στέκουν αγέρωχες στον χρόνο, όπως τα αγάλματα – αλλά εκτός μουσείου, εκεί όπου ανήκουν πραγματικά: μέσα στη ζωή. Όπως επισημαίνει η Τζίνα Καλογήρου στο Εισαγωγικό Σημείωμα της συλλογής, «η πάλη με τις λέξεις και τη λευκή σελίδα, η αιώνια συγγραφική disponibilité αποδεικνύουν άλλωστε την εσαεί ανοιχτή και ανεξάρτητη φύση του λογοτεχνικού έργου, που τροφοδοτεί αέναα τη δημιουργία (σελ. 9).

Στο ποίημα «Ποιητικό αποτύπωμα» (σελ. 34), η ποιήτρια αναμετριέται με τη φύση της γλώσσας και της δημιουργίας:

Οι λέξεις εμπεριέχουν μια περίεργη αμοιβή
Την ώρα που θαρρείς πως τις κατέχεις
σαν χαμαιλέοντες
αλλάζουν το χρώμα της προσαρμογής

Η ποίηση, εδώ, δεν αντιμετωπίζεται ως δεδομένη. Είναι διαρκής αγώνας, μια πράξη επίμονης αναζήτησης· σαν το σκάλισμα, το φύτεμα, τη λίπανση μιας άγονης ερήμου. Η δικαίωση έρχεται αργά, μέσα από τον χρόνο και τη βύθιση της εμπειρίας στη συλλογική μνήμη.

Το ομώνυμο ποίημα της συλλογής «Αγάλματα εκτός Μουσείου» (σελ. 40), αφιερωμένο στη Σιμόν ντε Μποβουάρ, εστιάζει στην εικόνα των σταυρωμένων χεριών». Αυτά δεν συμβολίζουν μόνο αναμονή ή παραίτηση, αλλά μια σιωπηλή, υπαρξιακή σταύρωση:
Τα σταυρωμένα χέρια

σημάδι άραγε ενός θανάτου;
Προσέξτε τα στους άνεργους

Στους παραλίγο νέους

Στα γηρατειά Σιμόν

Η αφιέρωση στη Μποβουάρ φέρνει στο προσκήνιο τον υπαρξισμό και τη φεμινιστική σκέψη, καθώς και την αέναη πάλη του ατόμου με τις κοινωνικές συμβάσεις. Τα «σταυρωμένα χέρια» ανήκουν στους ανέργους, στους ανθρώπους που δεν πρόλαβαν να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, στους ηλικιωμένους που κουβαλούν την παραίτηση. Υποδηλώνουν μια ζωή που έχει χάσει κάτι ουσιώδες προτού φτάσει στο τέλος της.  Η ποιήτρια επισημαίνει ότι ο βαθύτερος πόνος δεν εντοπίζεται στα ίδια τα καρφιά, αλλά στις ουλές—στα «παραμορφωμένα αποσιωπητικά», στις σιωπηλές κραυγές και στις ανομολόγητες επιθυμίες. Το ποίημα κορυφώνεται με τη διαπίστωση πως τα σταυρωμένα χέρια αποτελούν «Μια δέηση στην άγνωστη καρδιά». Η αγάπη, λοιπόν, παρουσιάζεται όχι ως αυτονόητη ευλογία, αλλά ως δοκιμασία· άλλοι αδυνατούν να τη βιώσουν, άλλοι οφείλουν να τη φέρουν.

Με εναλλαγές λιτότητας και λυρισμού, σιωπής και κραυγής, ακινησίας και υπόγειας έντασης, η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου καταθέτει μια ποιητική πρόταση που ταυτόχρονα παραμένει βαθιά υπαρξιακή, προσωπική και συλλογική. Τα ποιήματά της στέκουν σαν αγάλματα μέσα στον κόσμο: μάρτυρες της μελαγχολίας, της μοναξιάς, της φθοράς, αλλά και αποδείξεις της ανθρώπινης ανάγκης για αγάπη, κατανόηση και – τελικά – ευτυχία.

Με ρέουσα γλώσσα, πλούσια σε εικόνες και συμβολισμούς, και σε έναν υπόγειο διάλογο με την ποίηση της Κικής Δημουλά καθώς και με τη μοντέρνα παράδοση της ελληνικής ποιητικής έκφρασης, η ποιήτρια αναδεικνύει τη σύγχρονη ανάγκη για αποστασιοποίηση από τον υλισμό και την υπερβολή. Το έργο της συνιστά ένα κάλεσμα για μια νέα αρχιτεκτονική του ποιητικού και υπαρξιακού λόγου: έναν λόγο λιτό, καθαρό, γεμάτο ουσία και εσωτερική δύναμη.

 

 

 

Αγάθη Γεωργιάδου

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.