Τι μπορώ να πω σε γλώσσα ελαφίσια;
Αιώνια ζωή την είδα
κι εσύ την είδες ελάφι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΛΑΣΤΗΡΑ
Έλαβα την πρώτη συλλογή της Κατερίνας από την ίδια, τη μέρα που γνωριστήκαμε οπότε και μου ζήτησε να μιλήσουμε για τα ελάφια της στο Ηράκλειο. Καλπάζοντα καθώς ήταν τ’ άνοιξα και με μια βιαστική ματιά διέκρινα τις δυο τιτλοφορημένες ενότητες. «Από σωματική και τροπική ύλη…», η πρώτη και η δεύτερη «από γη και ύδωρ…». Αμφότερες ξεκινούν με το εισαγωγικό «από» – να, η καταφυγή στην αφετηρία, η αναζήτηση της αρχής. Ο χωρισμός στις ενότητες των είκοσι έξι στο σύνολο ποιημάτων της συλλογής, όλων μονοσέλιδων και τιτλοφορημένων, μου υπαγόρευσε σε κάθε περίπτωση ένα πρώτο πλαίσιο ανάγνωσης.
Από σωματική και τροπική ύλη.
Ο κύκλος των γήινων πλασμάτων, μια σειρά από πιθανότητες.
Η συλλογή ανοίγει με το δίστιχο της Αλεξάνδρας Πλαστήρα, συνομιλία που ρητά ή και υπόρρητα διαπερνά τη συλλογή. Ύστερα, φτάνουμε στην πρώτη ενότητα και στεκόμαστε στην έννοια της τροπικής ύλης˙ στεκόμαστε καθώς στάθηκα πολύ η ίδια για να οδηγηθώ στην έννοια της ποικιλίας που προκύπτει από τις πολλαπλές και γρήγορες εναλλαγές, τις συνεχόμενες, μάλλον, εναλλαγές που χαρακτηρίζουν οτιδήποτε το τροπικό – κλίμα, δάσος, ωκεανό –, στην περίπτωσή μας τροπική ύλη.
Στην πρώτη ενότητα το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβιώσει, αν όχι να προσαρμοστεί στις σύγχρονες συνθήκες, περνώντας μέσα από μεταμορφωτικές διαδικασίες και προχωρώντας στις απαιτούμενες ειδικές «Ρυθμίσεις», κατά πώς διαβάζω στο ποίημα, δίχως να αλλοιωθεί ή να αποξενωθεί πλήρως. Πρόκειται για ενότητα με έντονη κοινωνικοπολιτική διάσταση και χροιά, με κριτική διάθεση που δίνεται μέσα από την αλληγορία, το παραμυθικό στοιχείο, μαγικές και μεταφυσικές εικόνες οι οποίες διαμορφώνουν ένα παράδοξο κλίμα αχρονίας και ανιστορικότητας.
Πανσέληνος
Πόσα μάτια πλανητικά πανσέληνα φέγγουν τριγύρω
μέχρι να τα πιστέψεις
μέχρι να δεις να εξαφανίζουν καπέλα εμπρός σου
και τους λαγούς να τρέχουν ανέμελοι στα λιβάδια.
Πόσα μάτια πλανητικά πανσέληνα φέγγουν εντός σου
πόσες φωνές από τα έγκατα της γης να στο φωνάξουν.
Πόσα φεγγάρια από γρανίτη πρέπει να καταπιείς
για να δεις ότι στην αγάπη δε βραδιάζει.
Στέκεις πάνω από το πρόσωπό της και όλο ξεχνάς
ότι σέρνει την καμπύλη του κόσμου.
Το πρώτο ποίημα δίνει το τέμπο ολόκληρης της ενότητας και παράλληλα δημιουργεί μια αίσθηση, το κλίμα της συλλογής. Πρόκειται για ένα ποίημα επαγρύπνησης γύρω από όσα έχουν σημασία˙ το υποκείμενο διαχωρίζει, καλώς ή κακώς, τη θέση του από το αρνητικά ποτισμένο «εσύ» που δημιουργεί. Η εικονοποιεία είναι ζωηρή: η φύση βρίσκεται σε παραμυθική διάσταση, μοιάζει μαγική, με λαγούς που ξεπετάγονται από καπέλα, και ταυτόχρονα υφίσταται εκτός του χρόνου. Η αχρονία επιτρέπει στα ποιήματα που ακολουθούν να ασκήσουν κριτική σε σύγχρονα γεγονότα ή περιστάσεις δίχως αυτά να μοιάζουν με ευθείες καταγγελίες. Το έδαφος του ποιήματος, και εν γένει της ενότητας, είναι γόνιμο για την ανάπτυξη του ψόγου, της κριτικής και φυσικά ιδανικό για διαπραγμάτευση ιστορικών θεμάτων. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα που τιτλοφορείται «Ιστορία» το οποίο ασκεί κριτική στην εμπορευματοποίηση ενός μακρινού ελληνικού, ας πούμε, παρελθόντος όπως και το ποίημα «Αστικό» που καταλήγει στον στίχο: Σε μνήμες ηρωικές, δε βρίσκω τη χαρά μου. Έπεται το – σχεδόν – ομότιτλο ποίημα της συλλογής, «Τι δεν λένε τα ελάφια», τι δεν λέγεται καθώς δεν βρίσκεται ο κατάλληλος τρόπος, η κατάλληλη γλώσσα˙ επιφυλάσσομαι.
Παρακάτω, στο ποίημα «Μύθος» το υποκείμενο προσπαθεί να ξεγυμνωθεί από άκριτες, στενές και παλιακές οριοθετήσεις και ορισμούς, ζήτημα που διαπερνά όλη τη συλλογή: Σταμάτησα να σκέφτομαι τις πιθανές ελλείψεις./ Ελευθερώνομαι από οριοθετήσεις χαρτογραφικού περιεχομένου. Οι απαιτούμενες μεταμορφωτικές ή τροπικές αλλαγές για χάρη της επιβίωσης εμφανίζονται και στο ποίημα «Άλλη», όπου το ποιητικό υποκείμενο, δυσκολευόμενο να ενταχθεί μέσα στον χρόνο που, παραδόξως, εξακολουθεί να απουσιάζει, βλέπει το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται να αλλάζει συνεχώς σε κάποια άλλη.
Η ενότητα ολοκληρώνεται με ένα ποίημα που λειτουργεί ως μετάβαση θεματικά στην επόμενη καθώς αναφέρεται στην αρχή, στη γέννηση, ενδεχομένως και
στην μητρότητα ως έννοια παρά την αρχική, κάπως ερωτική του διάθεση.
Από γη και ύδωρ, Δεν έχω γη στον χάρτη μου να με βαστήξει. Γίνε σαν το νερό, να ρέεις.
Γλίστρησε απ’ τη γλώσσα η επιβεβαίωση της έλλειψης – το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει τη συνειδητή του ροπή αλλά και ανάγκη, με την προστακτική του ρήματος «γίνε», για ρευστότητα, δηλαδή για σπάσιμο πιθανών τεχνητών και κοινωνικών οριοθετήσεων. Αυτή τη ρευστότητα φαίνεται η ποιήτρια να την εντοπίζει στον φυσικό κόσμο και ειδικότερα στο νερό, εξού και η προτροπή, ξανά σε μορφή απεύθυνσης, γίνε σαν το νερό, να ρέεις. Η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη μοιάζει να συμπλέει με τον μεταβλητό και πολυμορφικό χαρακτήρα της φύσης, με την τροπικότητά της, όπως γράφει η Κατερίνα. Υποβόσκει η υπόσχεση πως η φύση είναι αυτή που θα τη βοηθήσει να απελευθερωθεί από στεγανά καικοινωνικά κατασκευάσματα, η οποία συγχρόνως προάγει και την ποικιλομορφία, ακόμη και σε επίπεδο ταυτοτήτων.
Υπερσυντέλικος
Όσα με γέννησαν, ήξεραν από θάλασσα.
Ήρθε η γυναίκα χωρίς πρόσωπο
στον ύπνο μου το βράδυ.
Το σώμα θυμήσου,
τον κόκκινο πηλό.
Να αποστηθίσεις τα ίχνη του πίσω δρόμου,
τον υπερσυντέλικο.
Γραμματικοί χρόνοι – Παρελθοντική πράξη – Βοηθητικά
ρήματα.
Είχα είχες είχα είχαμε, τι;
Όσα με έθαψαν δεν είχαν ιδέα από χώμα.
Κι έγινα ρίζες.
Το ποιητικό υποκείμενο γνωρίζει και επιβεβαιώνει την αρχή του, τη θάλασσα. Η γυναίκα εμφανίζεται δίχως πρόσωπο, ένα σύμβολο που είναι αδύνατο να οριστεί μέσα από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ξεμακραίνοντας μάλλον από τη γυναίκα που δεν υπάρχει κατά Λακάν, που δεν κατηγοριοποιείται. Εδώ, η απουσία προσώπου, που παράγει σύμβολο, δεν κρίνεται θετικά. Αντί για το – απόν – κεφάλι ξεπροβάλλει ένας καμβάς πάνω στον οποίο γράφει ο Λόγος και η Ιστορία. Εξίσου, το σώμα είναι εύπλαστο: μήπως το σώμα είναι η γλώσσα του ποιητικού υποκειμένου και αντίστροφα, είναι η γλώσσα άραγε ένα σώμα; Καθώς ακολουθεί αναφορά στους γραμματικούς χρόνους και μάλιστα σε παρελθοντικούς, ανοίγει ο δρόμος για την ενθύμηση του σώματος ή τη θύμηση της πρώτης γλώσσας,[1] που μας φτάνει από το παρελθόν, θύμηση όμως που έρχεται συγκεχυμένη και μπερδεμένη, ατελής, σαν αποτυχία. Η γλώσσα μοιάζει χαμένη απ’ το σώμα της κι ό,τι υπήρχε ως τόπος έχει πλέον ξεχαστεί. Το ποιητικό όμως υποκείμενο, που θάφτηκε από την ιστορία ακριβώς επειδή δεν είχε γλώσσα να μιλήσει, να λάβει μια θέση, κατάφερε κι έβγαλε ρίζες (και τι δεν κάνατε για να τον θάψετε, εκείνος ήταν σπόρος έγραψε τότε με σιγουριά ο Χριστιανόπουλος).
Φτύνω στάχτες, νερό θολό είναι ο πρώτος στίχος του ποιήματος «Νερό» το οποίο επανέρχεται στην ροπή του λόγου να ορίζει και να χαράζει όρια: Πνιγόμαστε κι εσύ βρήκες τόσες καινούργιες λέξεις για να το περιγράψεις. Νερό τόνοι/ νερό κυκλωτικό/ νερό λάσπη/ νερό μη απορροφήσιμο/ νερό νεκροταφείο. Εάν λάβουμε υπόψη τη σύνδεση του ποιητικού υποκειμένου με το νερό εντοπίζουμε την κριτική που ασκεί η Κατερίνα στο γεγονός ότι εξουσιαστικά ο λόγος μπορεί να μας ορίζει κατά το δοκούν, πράξη που συμβαίνει όπως μας δείχνει σχεδόν εμμονικά.
Στο ποίημα «Γλώσσα υποβρύχια» το ποιητικό υποκείμενο εύχεται να μπορούσε να μιλήσει και να επικοινωνήσει μέσα από τον φυσικό της χώρο, που δίνεται συμβολικά ως αυτός κάτω από το νερό, χώρος στην πραγματικότητα που δεν έχει αλλοιωθεί και αλλοτριωθεί, ώστε η έκφραση να πραγματώνεται με πληρότητα. Ακόμα, προτρέπει το πρόσωπο απεύθυνσης, τον Άλλον, να φανταστεί έναν κόσμο μακριά από σχήματα, ορισμούς και καθορισμένες, κλειδωμένες ταυτότητες, έναν κόσμο με ανθρώπινα σχήματα που αιωρούνται, έναν κόσμο ασφαλών δεσμών:
[…]
Μακάρι να μπορούσα να σου μιλήσω
σε γλώσσα υποβρύχια
δε θα πνιγόμασταν με το νερό.
Θα μάθαινες να δέχεσαι
τους ασφαλείς δεσμούς προσκόλλησης
τις άνευ απολογισμών ταυτότητες.
Έμαθα ότι ακόμη εργάζεσαι με την οικονομία των λέξεων.
[…]
(Ναι, λοιπόν, στην ειρωνεία).
Κάπου στα μέσα της 2ης ενότητας η ποιήτρια αποφασίζει να κλείσει το μάτι στους/ στις αναγνώστ(ρι)ες αποκαλύπτοντας με ένα όμορφο ποίημα ποιητικής το δικό της ποιητικό σύμπαν, τον δικό της τρόπο να γεννά τη γλώσσα μέσα από την αλληλεπίδρασή της και την επαφή της με τον άλλον: λέξεις που ανθίζουν στον λαιμό κι ύστερα η δουλειά στα σπαρτά, στον ασφαλή και γόνιμο τόπο.
Το ποίημα που ακολουθεί με τίτλο «Να σε φυλάς να σε φιλάνε» συνομιλεί με το ομώνυμο ποίημα της συλλογής. Εδώ η απεύθυνση αποκτά μεγαλύτερη πλέον σημασία˙ ποια ή τι είναι τα ελάφια; Πρόκειται για σύμβολο της ίδιας της ποίησης, της γλώσσας, είναι ερωτικός/η σύντροφος, μια ποιητική περσόνα της Κατερίνας; Σε κάθε περίπτωση, διαβάζουμε ότι στη ροή το ποιητικό υποκείμενο βρίσκει τον πιο ειλικρινή εαυτό της, αποκτά δυνάμεις σχεδόν υπερφυσικές, φροντιστικές και όποτε βιώνει απειλή δεν μένει άπραγη αλλά ανταπαντά με μένος απέναντι στους ξένους, στην ξενότητα. Αν αναρωτηθούμε ξανά, σε τι αναφέρεται αυτή η ξενότητα, οι αναγνώσεις ενδέχεται να είναι αρκετές. Υιοθετώ εκείνη που αντιλαμβάνεται τη ξενότητα ως βίωμα που έχει κανείς όταν βρίσκεται μακριά από τη γλώσσα του, όταν την έχει χάσει ή και ξεχάσει, όπως είδαμε νωρίτερα στο ποίημα «Υπερσυντέλικος». Το ίδιο αυτό βίωμα της ξενότητας διαπερνά και το ποίημα «Κάθε Εύα» που επαναδιαπραγματεύεται τη βιβλική ιστορία από μια άλλη πλευρά κι όπου η Εύα μπορεί να είναι οποιαδήποτε. Αυτό το βίωμα πρέπει να είναι άλλωστε η αιτία που οδηγήθηκε το ποιητικό υποκείμενο στην προσπάθεια να χαρτογραφήσει, να πλάσει ενδεχομένως την εαυτή της και να βρει το δικό της μονοπάτι όπως το εκφράζει στο ποίημα «Χαρτογραφικά».
Λίγο πριν το τέλος της συλλογής η φωνή της ποιήτριας ακούγεται πιο γάργαρη: Ήσουν παιδί άφυλο, άχρονο, ευτυχισμένο/ έτσι όπως χρειάζεται να είναι τα παιδιά, και παρακάτω: Ονειρεύτηκα τρόπους για να συντηρηθεί η υγρασία. Η Κατερίνα οδηγεί το υποκείμενό της στην εξίσωση της έλλειψης φύλου και ταυτόχρονα χρόνου με την ευτυχία καθώς και στο όνειρο για αιώνια υγρασία. Για μια ακόμη φορά η ρευστότητα εμφανίζεται ως σύμμαχος στο ενδεχομένως αποξενωμένο άτομο που διακαώς αναζητεί τον δικό του τόπο.
Η συλλογή ολοκληρώνεται με την έκφραση της βαθιάς επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου για συνύπαρξη που όμως μοιάζει να εκλαμβάνεται ως πράξη αδυναμίας και, τελικά, θυσίας. Ο τόπος, ο κόσμος, μας εκμυστηρεύεται ότι ανήκει στον άλλον ενώ η ίδια, ημερωμένη πια, βρίσκεται κλεισμένη στη μάντρα.[2]
Τα ελάφια παραδίδουν μια μελέτη πάνω στη γλώσσα, ως μέσο ικανό να παράγει ταυτότητα και ανθρώπινους δεσμούς, η οποία όμως φαίνεται να έχει αλλοιωθεί στο όνομα του σύγχρονου, αστικού και αυστηρά καθορισμένου κόσμου που οριοθετεί και διαμορφώνει κατά το δοκούν, μη λαμβάνοντας υπόψη τον φυσικό κόσμο που μας περιβάλλει και που εμείς οι ίδιοι/ες φέρουμε. Τα ελάφια διψούν για ρευστότητα, αλληλεπίδραση, αλληλοσυντήρηση. Το ποιητικό υποκείμενο συνειδητοποιεί τη θέση του και προσπαθεί στις διαμορφωμένες συνθήκες να επιβιώσει. Η απεύθυνση δεν παύει. Ό,τι «φυσικό» έχει μάλλον απορριφθεί αφήνοντας πίσω τη νοσταλγία ενός υγρού εμείς που κάποτε υπήρξε μέρος του. Ενδεχομένως, έγκειται εδώ ο λόγος για τον οποίο τα ελάφια δεν μιλούν˙ πώς να μιλήσει κανείς όταν δεν έχει θέση;
Μια συλλογή με ενδιαφέροντα θεματικό προσανατολισμό, με οικολογικές ανησυχίες και υπόρρητη (γιατί; ) ομοερωτική έκφραση. Η δεύτερη μάλιστα ενότητα παρουσιάζει μεγαλύτερη συνοχή, ίσως σχεδιάζεται η γραμμή της Κατερίνας, τούτο που την αναγκάζει σε επιστροφή. Αν και ο στίχος κάποτε γίνεται μακρύς κι άλλοτε επιπλέει μετά το πέρας του ποιήματος, είναι από τις πρώτες εμφανίσεις που διεκδικούν τη θέση τους σ’ αυτό το πολυπληθές ποιητικό τοπίο που μας κυνηγά – και κυνηγάμε.
[1]Την έννοια εισάγει η Ελέν Σιξού για να παραπέμψει στο προ-συμβολικό στάδιο της γλώσσας, ενδεικτικά για το θέμα προτείνω το έργο της ίδιας, Το γέλιο της Μέδουσας, μτφρ. Γωγώ Κατσούλη, Τζένη Κουντούρη Τσιάμη, Ειρήνη Σπανοπούλου, Αθήνα: Τοποβόρος, 2021,αλλά και το κείμενο της Ρίτα Φέλσκι, Literature after feminism, USA: The University of Chicago Press, 2003.
[2] Βλ. το κείμενο βιβλιοπαρουσίασης της Ευσταθίας Π. στο ηλ. Περιοδικό Stigmalogou (24/06/2025) στο οποίο σχολιάζεται η/ το μάντρα.
Αγνή Β. Μπαγκέρη
