Όλη νύχτα κολυμπούσαν ο ένας κόντρα στον άλλο
σ’ ένα πέλαγος από ιδρωμένα σεντόνια,
κύματα πόθου τούς σήκωναν ψηλά
και ύστερα τους βυθίζαν,
εκείνοι κρατούσαν την ανάσα τους ‒
δύο γενναίοι ναυαγοί
που αναγνωρίζει ο ένας στον άλλο τη στεριά.
Το πρωί τούς ξέβρασε σε διαφορετικά κρεβάτια,
όμορφα λείψανα στα ατσαλάκωτα στρωσίδια.
Στο σκληρό φως με μάτια ορθάνοιχτα
ανακαλούν την απελπισμένη ένωσή τους,
την αίσθηση του φευγιού, της κόπωσης,
ό,τι έδωσαν, ό,τι έλαβαν, ό,τι έχασαν
μες στη νύχτα,
όλη νύχτα.