Σαράντα μέρες υετοί
και μια χρονιά ταξίδι.
Κάποτε πια,
τελειώνει το κακό.
Σφήνωσα στο βουνό,
άδεια και κορεσμένη
απ΄τη συνύπαρξη
των ζωντανών.
Kατάκοπα, τα μέλη μου
να πέφτουν καταγής
και να βλασταίνουν πρίνοι,
ανέγνωρα και σφένδαμοι,
να βρουν οι άνθρωποι
φωτιά κι ένα ραβδί,
μήπως και προχωρήσουν .
Ήρθαν μετά παραμυθάδες,
βλάσφημοι κι ευλαβείς.
Μυθολογούσαν
πώς κάρπισαν αρχαία ραβδιά,
πώς φλέγονταν άκαυστες βάτοι.
Μια δακρυσμένη νύμφη,
από τον ομφαλό της θάλασσας,
ελάσσονος σειράς και σημασίας,
ξυλεύτηκε απ’ το σώμα μου,
για τη σχεδία του πολυμήχανου.
Έτσι σκορπίστηκα παντού
και δεν τελειώνει το ταξίδι,
ούτε περνάει το κακό.
Επλήσθη, πάλι, αδικίας η γη .
Την βομβαρδίζουν.
Αλεξάνδρα Ζερβού

Πρωτότυπη σύλληψη στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ο ανθρωπομορφισμός της Κιβωτού: να αποκτά φωνή και να λέει βάσανα και ιστορίες με τέτοια άνεση που μόνο μια ομηρίστρια το μπορεί!