Ντάνιελ
Όταν άρχισαν να ανεβαίνουν τα νερά, κρατήθηκε από ένα τραπέζι. Τα νερά έφτασαν ως το στήθος της. Έμεινε εκεί ώσπου τη βρήκαν την επόμενη μέρα άντρες του Δήμου, σχεδόν λιπόθυμη. Την ώρα που την έβγαλαν έξω και την ξάπλωσαν πάνω στο φορείο, δεν ένιωθε το σώμα της. Ήταν όλο μουδιασμένο και πονούσε. Πριν χάσει τις αισθήσεις, είπε μονάχα: «Ντάνιελ»… Ογδόντα χρονών, μόνη γυναίκα. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν έκανε ποτέ μια σχέση. Σπούδασε φιλολογία. Δόθηκε με πάθος στη δουλειά και αργότερα στ’ ανίψια της. Τα χρόνια πέρασαν χωρίς να το καταλάβει. Είπε μονάχα: «Ντάνιελ», σαν να κατονόμαζε έναν παράφορο εραστή· τον υπαίτιο του ολονύκτιου βασανισμού της ψυχής και του σώματός της. Μετά τα νερά, έμενε σιωπηλή. Στο πρόσωπό της απλωνόταν μια παράξενη γαλήνη. Μήνες μετά, κατέφθασε ένας άλλος ζηλόφθονος εραστής. Τη βρήκε εξουθενωμένη και ανήμπορη. Του παραδόθηκε αδιαμαρτύρητα κι εκείνος αγκάλιασε τρυφερά το κουρασμένο της σώμα. Ο Χάρος.
