You are currently viewing Αγγελική Θάνου: Μάμμα!

Αγγελική Θάνου: Μάμμα!

Μάμμα[1]!

 

Ο Μάρτης έχει κλείσει τον κύκλο του. Την σκυτάλη παίρνει τώρα ο ροδοφόρετος Απρίλης. Σαστισμένη η άνοιξη απλώνει τα κάλλη της. Κανείς όμως δεν ασχολείται μαζί της. Πού πήγαν οι φωνές των παιδιών; Πού κρύφτηκαν τα γέλια των κοριτσιών; Πού εξαφανίστηκε το «μ’ αγαπάει – δεν μ’ αγαπάει» της αναποφάσιστης μαργαρίτας; Η Γερμανική κατοχή έχει τεντώσει το παγερό της χέρι στις ψυχές των ανθρώπων. Μικρών και μεγάλων.

Οι αντάρτες στα γύρω βουνά οργανώνονται. Δεν παζαρεύουν τη λευτεριά. Μήτε τη γη, μήτε τη νιότη τους. Αντιστέκονται! Μικρό απόσπασμα ανταρτών του 54ου Συντάγματος Ε.Λ.Α.Σ έχει στήσει ενέδρα. Στόχος ένα διερχόμενο ιταλικό στρατιωτικό τροχοφόρο στην περιοχή της λίμνης Κάρλας. Πολύτιμο καθώς μετέφερε πολεμικά  εφόδια. Τρεις ήταν οι ιταλοί επιβάτες. Ο ένας τραυματίστηκε βαριά.

Δυο πάσσαλοι απ’ το παρακείμενο χωράφι και μια κουβέρτα ήταν αρκετά για ένα πρόχειρο φορείο. Τοποθετήθηκε ο νεαρός πολυτραυματίας και οι δύο επιζώντες Ιταλοί τον μετέφεραν. Οι αντάρτες φορτώθηκαν όσα εφόδια μπορούσαν και ξεκίνησαν. Το πλησιέστερο χωριό ήταν τα Κανάλια.

Την επώδυνη αυτή πεζοπορία συνόδευαν τα βογκητά του άτυχου νεαρού, η αγωνία των πολέμιων και – τι αντίθεση!- το ροζ άρωμα της ανθισμένης κυδωνιάς. Ναυάγια ενός παράλογου πολέμου προχωρούν κουβαλώντας τις αγωνίες τους. Οι Ιταλοί για την τύχη του συντρόφου τους και για το μέλλον το δικό τους. Οι Έλληνες αντάρτες για τα πιθανά αντίποινα μα και για την τύχη του νεαρού τραυματία. Οι εχθροί ως όμηροι ήταν συνήθως αξιοποιήσιμοι, μα ο τραυματίας είναι ένας άνθρωπος που χρήζει περίθαλψης.

Η πολεμοδαρμένη αυτή πομπή έφτασε στο χωριό σχεδόν νύχτα. Η εκκλησιά της Παναγιάς, πάντα φιλόξενη, τους περίμενε. Έστεκε εκεί απ’  το 1804. Όμορφη και μεγάλη με τα δυο της παρεκκλήσια και το αυτόνομο εξάγωνο καμπαναριό. Οι αντάρτες γνώριζαν κάθε της γωνιά. Είχαν προστρέξει πολλές φορές εκεί για να σωθούν. Κάποιες φορές έκρυβαν και πυρομαχικά στο ευρύχωρο καμπαναριό της.

Ακούμπησαν τον τραυματία κάτω και άρχισαν να καλούν σε βοήθεια τους χωριανούς. «Αγιούτο», «αγιουτατέμι», ψέλλιζε ο τραυματίας, ανάμεσα στους στεναγμούς του. Απέναντι από την εκκλησία ήταν το σπίτι μιας οικογένειας με τρία παιδιά. Ακούγοντας τις φωνές των ανταρτών και τα βογγητά του τραυματία προσφέρθηκαν να τον φιλοξενήσουν. Ετοίμασαν ένα κρεβάτι και κάλεσαν αμέσως το γιατρό του χωριού. Η μητέρα μέχρι να φανεί ο γιατρός έδεσε πρόχειρα τα πολλά του τραύματα. Πόσο αιμορραγούσε! Ο νεαρός Ιταλός κλαίγοντας ικέτευε και ευχαριστούσε στη γλώσσα του.

Το χέρι της μητέρας έδινε συμπονετικά, και ο νεαρός Ιταλός ελάμβανε τη θαλπωρή και τη φροντίδα. Τι κι αν γνώριζαν και οι δυο πολύ καλά την τρέλα του πολέμου που παράδερνε έξω απ’ την πόρτα; Εκεί στο στοργικό και φιλόξενο σπιτικό γεννήθηκε μια ανθρώπινη γέφυρα. Υλικά της η αγάπη και η καλοσύνη. Στέρεα και ανυπέρβλητα.

«Μάμμα…» ξεστόμισε αχνά το νεαρό παλικάρι και η μητέρα βούρκωσε

Τα τρία παιδιά ρουφούν κάθε στιγμή. Μαθαίνουν τη ζωή. Διδάσκονται ανθρωπιά και συμπόνια. Πόση δύναμη κρύβει το παράδειγμα των γονιών τους. Δεν υπάρχουν δικοί και εχθροί τέτοιες ώρες, παρά μόνο άνθρωποι. «Τι ρινγκράτζιο μόλτο…» ψιθυρίζει ο νεαρός τραυματίας με τα όμορφα και γλυκά χαρακτηριστικά, χαμογελάει πονεμένα στα παιδιά, κι εκείνα του ανταποδίδουν. Το χαμόγελο δεν θέλει διερμηνεία.

Ο ερχομός του γιατρού διέκοψε τη χαμογελαστή επικοινωνία. Ακούμπησε τη γκρίζα του ρεπούμπλικα με το φαρδύ μπορ στο τραπεζάκι του χολ. Ζήτησε από τα παιδιά να βγουν από το δωμάτιο για να εξετάσει τον τραυματία. Η εξέταση κράτησε αρκετή ώρα. Το πόρισμα καθόλου παρήγορο.

  • Ελάχιστες είναι οι πιθανότητες να τα καταφέρει, είπε σοβαρός, θα έρθω πάλι αύριο.

Τη βδομάδα που ακολούθησε τα παιδιά έμαθαν πως Πάολο ήταν το όνομά του Ιταλού και πρόσθεσαν πέντε λέξεις στο λεξιλόγιό τους. «Μάμμα» ήταν η μαμά, «πάππα» ο μπαμπάς, «φρατέλλο» ο αδερφός, «σορέλλα» η αδερφή και «σορελλίνα» ή «μπαμπίνα» η μικρή κόρη. Ο Πάολο συνέθεσε την οικογένεια που τόσο του έλειπε.

Μια βδομάδα κράτησε όλο αυτό. Παρά τη φροντίδα και την αγάπη ο Πάολο υπέκυψε στα πολλά τραύματά του. Οι γλάστρες της αυλής πρόσφεραν όλα τα λουλούδια τους για τον νεκρικό στολισμό του. Η οικογένεια τον κήδεψε με σεβασμό και θλίψη στο κοιμητήριο του χωριού.

Πόσο εύκολο να σχηματιστεί ένας σταυρός! Δυο λεπτές σανίδες αρκούν. Στον τάφο του άτυχου Ιταλού πρόσθεσε η «Μάμμα» ένα ακόμα καντηλάκι. Για τον αδερφό της που σκοτώθηκε στα αλβανικά βουνά πολεμώντας τους Ιταλούς. Τα άναψε με ευλάβεια. Στη θέση της φωτογραφίας έβαλε εκείνη του αδερφού της που κανείς δεν γνωρίζει αν θάφτηκε και πού. Τα δάκρυα κυλούσαν αβίαστα στο πρόσωπό της. Σ’ αυτά λούφαξε όλος ο θρήνος της ανθρωπότητας.

 

[1] Το παρόν διήγημα στηρίζεται σε αφηγήσεις επιζώντων της κατοχής και είναι μια αληθινή ιστορία.
Η Αγγελική Θάνου είναι Δρ Παιδαγωγικών και συγγραφέας με καταγωγή από τα Κανάλια της Μαγνησίας.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.