You are currently viewing Άγγελος Αγγελόπουλος:  ΜΕ ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ   

Άγγελος Αγγελόπουλος:  ΜΕ ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ   

Με τον Βύρωνα είχαν γνωριστεί στα χρόνια της εφηβείας τους. Αργότερα χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν τυχαία, μετά από πολλά χρόνια, σε μια κοινωνική εκδήλωση.  Είχαν πια λευκά μαλλιά και οι ρυτίδες σημάδευαν τα πρόσωπά τους. Όμως η λάμψη στα μάτια τους παρέμενε, ήταν το σημάδι  που θύμιζε τα χρόνια της νεότητάς τους.  

   Εκείνη την παλιά, την προ πεντηκονταετίας, εποχή, συζητούσαν για την τέχνη, για την κοινωνία, αλλά προπαντός για πολιτικά θέματα. Ήταν η εποχή της φασιστικής χούντας και αυτοί θέλανε να προσφέρουν στον αγώνα.

Τώρα  επανέρχονται στο νου του κάποιες ασπρόμαυρες εικόνες. Εκεί πάνω στο φρούριο της πόλης, βλέπει το νοτισμένο δρόμο, τις αρχαίες πέτρες, τα δένδρα μέσα στο φως. Και αυτοί είναι οι οδοιπόροι, που από ψηλά αντίκριζαν  το γκρίζο χρώμα των πολυκατοικιών και συνωμοτικά μιλούσαν για αντίσταση, για τον νέο κόσμο που έρχεται.

Ύστερα θυμήθηκε την ιδεολογική τους σύγκρουση στο σπίτι του ποιητή. Ήταν ένα διώροφο νεοκλασικό στο κέντρο της πόλης. Είχαν καθίσει στο μπαλκόνι ένα βράδυ καλοκαιριού. Κάτω στο δρόμο, η ησυχία απλωνόταν, αλλά αυτόν κάτι τον ώθησε να μιλήσει με άπρεπο τρόπο, χωρίς να σεβαστεί την ευαισθησία του οικοδεσπότη τους. Μιλούσε με φανατισμό για τη στρατευμένη τέχνη. Ο φίλος του τότε ενοχλήθηκε από αυτή την συμπεριφορά του.

Ο νους του οδηγήθηκε  σε ένα άλλο γεγονός εκείνης της εποχής. Ήταν σε μια διάλεξη, όταν ο φίλος του πήρε το λόγο και είπε κάτι σχετικά με το τι συμβόλιζε το φως, σε αντίθεση με την άλλη διάσταση: το σκοτάδι. Μπερδεύοντας αυτές τις έννοιες έδινε  διττό νόημα στα λεγόμενά του. Ποτέ δεν έδωσε κάποια λογική εξήγηση γι’ αυτή την ιδέα του. Και  συνέβη μετά να εξαφανιστεί για ένα διάστημα. Αργότερα μαθεύτηκε ότι ήταν για μέρες άρρωστος, κλεισμένος μέσα στο σπίτι του.

Ήξερε πως ο φίλος του είχε περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια. Ήταν εκτός γάμου παιδί και ο πατριός του τον κακομεταχειριζόταν. Καταλάβαινε ότι τον βασάνιζαν οι παιδικές του μνήμες, πως δεν τον άφηναν ήρεμο. Και του δημιουργούσαν ένταση και μεταστροφές σ’ αυτό που τον ωθούσε η «λογική» του να κάνει.  

Τώρα, το ξανασκέφτεται και υποθέτει ότι εκείνος ίσως, με το σύμβολο του φωτός, να εννοούσε την περιοχή της ανθρώπινης συνείδησης και μετά, με διαφορετική ανασκόπηση, το πέρασμα στην άλλη περιοχή, στο σκοτεινό κυρίαρχο ασυνείδητο. Την πορεία από το φως στο σκοτάδι, όπως είχε πει.

Ίσως, να υποστήριζε ότι υφίστανται δύο διαφορετικές γλώσσες που στη ζωή συμβαίνει να καταλαβαίνουμε και να χρησιμοποιούμε. Ότι η ουσιαστικότερη στη μεταξύ μας επικοινωνία είναι η χθόνια γλώσσα, που αγγίζει τον πυρήνα των πραγμάτων. Αυτή που μιλάμε για τα θέματα του θανάτου, το νόημα της ζωής, τον έρωτα και τη βαθύτερη ύπαρξή μας.

    Όμως, από την άλλη πλευρά, ο φίλος του δεν κατανοούσε και τη δική του αντίξοη θέση∙ όταν προσπαθούσε απεγνωσμένα, να ενοποιήσει κομμάτια του εαυτού του, να κάνει στη ζωή του νέο ξεκίνημα. Ήθελε να σβήσει το παρελθόν του, αν μπορούσε τα λάθη του, χαράσσοντας νέα πορεία. Και αναζητούσε έναν «τέλειο» ιδανικό εαυτό, όπως τον έβλεπε σε απατηλό είδωλο, στον καθρέφτη του μυαλού του.

Μετά, στοχάστηκε για τον εαυτό του, αν αυτά που γνώριζε ήταν τα περισσότερα στείρες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Αν πράγματι αισθανόταν με επίγνωση την άμεση σχέση του νου του με το σώμα του, σε μια αντιθετική σύνθεση. Και μάλιστα, όταν το σώμα αρνείται να υποταχθεί στα «πρέπει»  και στις ματαιότητες που του επιβάλλονται.

Και ξαναθυμήθηκε τα λόγια του Βύρωνα. Ήταν στο τέλος της  κοινωνικής εκδήλωσης, που ο φίλος του είχε πει ότι η κοινωνία έχει τον πρώτο λόγο και είναι το όλο που περιέχει τα μέρη της. Μίλησε για τη διττότητα των πραγμάτων, για την αντιφατικότητα της ζωής και της γλώσσας μας. Και αν συμβαίνει, εμείς ξέχωρα, να αναζητούμε την ελευθερία, τη γνώση και τα γνήσια συναισθήματα, αυτά,  μαζί και οι προσδοκίες και τα λάθη μας, είναι μέρη  της προσωπικότητάς μας, που  έτσι κι αλλιώς συνέχονται σε μια  μεταβαλλόμενη συνεχώς κοσμική ολότητα.

Ακόμη, θυμήθηκε και τα τελευταία λόγια του φίλου του, που ειπώθηκαν και  σαν αποχαιρετισμός: «Η νοσταλγία, όταν ξέρουμε πρόσωπα και γεγονότα,  γίνεται κάποτε μέσα μας βαριά σαν πέτρα!».

Και είναι αλήθεια πως υποσχέθηκαν να ξαναβρεθούν. Αλλά  αυτός ο κύκλος της ζωής τους φαίνεται ότι δεν έκλεινε  ακόμη σε μια νέα ωριμότητα. Μπορεί όμως και όσα ειπώθηκαν να ήταν αρκετά και οι δρόμοι τους να μην τύχαινε να διασταυρωθούν στο μέλλον.

 

 

Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.