You are currently viewing Ανθή Ανδρεοπούλου: Η Μόλλυ Μπλουμ επαναστατεί

Ανθή Ανδρεοπούλου: Η Μόλλυ Μπλουμ επαναστατεί

Η ΜΟΛΛΥ ΜΠΛΟΥΜ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΙ

 

Όχι.

Όχι, δε θα σωπάσω.

Όχι, δε θα σωπάσω πια.

Πέρασε ένας αιώνας και κανείς δε βρέθηκε να σου πει ότι αυτό που έγραψες είναι… πώς να το πω; Ας μην το χαρακτηρίσω καλύτερα γιατί θα με πουν κακιά. Όλοι νομίζουν ότι είσαι σπουδαίο μυαλό.

Μόνο εγώ ξέρω τι κρύβεται μέσα στο μυαλό σου. Εγώ που είμαι δημιούργημά σου, εγώ που είμαι το πρότυπό σου, εγώ, που εσύ νομίζεις ότι με ξέρεις, ότι ξέρεις πώς σκέφτομαι, πώς λειτουργώ, πώς μιλάω. Κι έγραψες αυτό το  παραλήρημα για μένα. Και λένε όλοι πως είναι το αριστούργημά σου. Κι έρχονται όλοι οι κριτικοί τής λογοτεχνίας και σε παινεύουνε κι έρχονται κι άλλοι απ’ το θέατρο να πάρουνε κι αυτοί λίγη απ’ τη δόξα σου κι ανεβάζουνε στη σκηνή το κείμενο με μια γυναίκα… μια γυναίκα τι; Τι γυναίκα ήταν αυτή που έφτιαξες; Αυτό μόνο μπορούσες να κάνεις; Γυναίκα-παραλήρημα;

Σου γράφω τώρα γιατί μόλις ξύπνησα από ένα φοβερό όνειρο.

Το όνειρο είναι σε σέπια, λίγο γαλάζιο και λίγο γκρι. Είμαστε, λέει, στο Τριέστι κι είμαι, λέει, η γυναίκα σου.

Δεν είμαι γυναίκα σου, μόνο οι κριτικοί φαντασιώνονται ότι έγραψες πράγματα για τη γυναίκα σου. Αχ, κι αν ήξερε η καημένη η Νόρα τι έχουν όλοι φαντασιωθεί γι’ αυτήν… ας συνεχίσω όμως το όνειρο.

Εκεί στο Τριέστι, σε βλέπω, τα βράδια που δε δουλεύεις, να με σέρνεις πάντα μαζί σου δεξιά αριστερά σε διάφορες παρέες. Εσύ φλυαρείς με σπουδαία, κατά τη γνώμη σου, πρόσωπα κι εγώ κάθομαι σιωπηλή. Δεν έχω καν την αίσθηση ότι με προσέχεις. Άλλωστε κανείς δε μου δίνει σημασία. Όλοι υπάρχουνε για σένα, για να σου κάνουν εντύπωση ή επειδή εσύ τους κάνεις εντύπωση. Με σέρνεις σε απρόσωπους χώρους, με απρόσωπους για μένα ανθρώπους, περήφανος και αλαζόνας. Κάτι μεγάλες αίθουσες ξενοδοχείων ή πολυσύχναστες ταβέρνες. Εγώ πάντα σιωπηλή.

Και να, ένα βράδυ βγαίνουμε, ως συνήθως με τους φίλους σου. Εγώ φίλους δεν έχω, λέει… Βγαίνουμε με τους φίλους σου να φάμε, να πιούμε και να κουβεντιάσετε. Προσέχεις; Εσείς να κουβεντιάσετε… Εσύ, όπως πάντα, αγέρωχος, αξιοπρεπής, θετικός με ατσαλένια μάτια, η κίνησή σου αιχμηρή. Εγώ ακολουθώ σαν σκιά χαμογελώντας υπομονετικά. Σαν να μην υπάρχω. Δε μιλάω. Κάθομαι όλο το βράδυ ως συνήθως εκεί δίπλα και χαζεύω τον κόσμο. Κανείς δεν  ασχολείται μαζί μου. Γιατί όλοι φυσικά ασχολούνται με τον σπουδαίο συγγραφέα, με το μεγάλο μυαλό κι όλοι κρέμονται απ’ τα χείλη σου, πια θα είναι η επόμενη εμπνευσμένη φράση που θα ξεστομίσεις, να τη γράψουνε για να την πούνε κι οι ίδιοι, όταν έρθει η στιγμή, σε άλλους ανίδεους, σε κούφια μυαλά, ώστε να γίνουνε σπουδαίοι σαν εσένα, να γίνουν κάποιοι.

Γιατί όλοι σας θέλετε να είστε κάποιοι; Δεν σας αρκεί να είστε αυτό που είστε, όποιο κι αν είναι αυτό; Τέλος πάντων παρασύρομαι… εκτός ονείρου αυτή η σκέψη…

Εκείνο το βράδυ όμως στο όνειρο κάποιος προσέχει ότι υπάρχω… εκεί… Κι αρχίζει να μου μιλάει. Ένας Ρώσος εμιγκρές, δε βρίσκει θέση κοντά σου, τραβάει μια καρέκλα και κάθεται δίπλα μου. Σε χαζεύει για λίγο αλλά μετά γυρνάει και μου απευθύνεται. Κάνει μια δυο ερωτήσεις για μένα, ξέρει, λέει, ότι είμαι η γυναίκα σου, χαίρεται που με γνωρίζει και…. Δε λέει τίποτα συγκεκριμένο. Στην αίσθησή μου υπάρχει μόνο το ότι κάποιος μου μιλάει κι ενδιαφέρεται για μένα. Εγώ ανταποκρίνομαι και πιάνουμε μια ευχάριστη κουβέντα. Δεν υπάρχει ήχος στο όνειρο ούτε συγκεκριμένα λόγια. Σα βουβή ταινία. Μόνο εικόνες κι αισθήματα. Και γελάμε, με ξέρεις τι αστεία μπορώ να γίνω… κι έχω φύγει απ’ τη σκιά σου, έχω κι εγώ φωνή, δική μου φωνή.

Και μας παίρνεις είδηση. Βγαίνεις ξαφνικά απ’ το βάθρο σου και θυμώνεις. Πώς τολμάμε; Παρουσία σου να ασχολούμαστε με κάτι άλλο εκτός από σένα; Σηκώνεσαι και χωρίς να πεις τίποτα αφήνεις λίγα λεφτά στο τραπέζι, μου κάνεις νόημα – ακούς; μέσα στον ύπνο μου δε μου μιλάς μπροστά στους άλλους, μου κάνεις νόημα – και σχεδόν με τραβάς προς την έξοδο.

Έξω ο αέρας κατεβαίνει αμείλικτος απ’ τις Άλπεις κι η νύχτα είναι πιο σκοτεινή από ποτέ. Δεν μιλάω, μη σε ενοχλήσω, μη σε συγχίσω, μη….μη…. Περπατάς πολύ γρήγορα, αγωνίζομαι να σ’ ακολουθήσω. Μουρμουράς συνέχεια… «Τι του ’λεγες και χαχανίζατε έτσι, σού ’πιανε το μπούτι, ε;… σιγανοπαπαδιά, χαριεντίζεσαι μπροστά στα μάτια μου και με κάνεις ρεζίλι… μήπως τού ’πιασες και τον πούτσο, έτσι κολλημένος που ’τανε δίπλα σου;… για μένα ήρθε στην παρέα ή για να ψωνίσει γκόμενα;»

Κι εγώ δεν ξέρω τι δρόμους παίρνουμε, πού πηγαίνουμε που θα καταλήξουμε. Δε σου μιλάω. Τι να πω; Πρώτη φορά που μίλησα σε δημόσιο χώρο, πρώτη φορά που κάποιος μου ’δωσε σημασία… Κι εσύ ζηλεύεις! Δε θέλω να σου απαντήσω. Δεν έχω θυμώσει. Δεν είμαι απογοητευμένη. Δεν είμαι θλιμμένη ούτε στενοχωρημένη, πιεσμένη ή αδικημένη, όλα αυτά έχουνε χρόνια και χρόνια περάσει από πάνω μου κι έχουν φύγει. Χωρίς ν’ αφήσουνε κανένα σημάδι. Έτσι τουλάχιστον νομίζω μέσα στο όνειρο. Το κεφάλι μου έχει γεμίσει μ’ ένα τεράστιο ερωτηματικό κι ανάμεικτα συναισθήματα. Πλήγωμα, αδικία, έκπληξη, ικανοποίηση που πια, έστω κι έτσι, με πρόσεξες. Αλλά πιο πολύ ο θυμός του αδικημένου… Δεν το χωράει το μυαλό μου. Κι εξακολουθώ να μη μιλάω όσο μουρμουράς. Ψηλός, όμορφος, ντελικάτος και πίσω από τα γυαλιά, τα μικρά αλεπουδίσια σου μάτια ανελέητα. Τίποτα δεν τους ξεφεύγει.

Δε θα μπορούσες να ’χεις γράψει ένα χαρακτήρα χαρούμενο; Εγώ είμαι χαρούμενη γυναίκα. Μ’ αρέσουν τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής, η ποικιλία τής ζωής. Δε βασανίζομαι με περιπλοκότητες γιατί δεν πιστεύω ότι έχουνε πολλή σημασία. Μόνο στο κεφάλι σας, στο κεφάλι των αντρών, όταν μιλάτε μεταξύ σας έχουν σημασία, γιατί σας κάνουνε κάποιους κι η άμοιρη ανασφάλεια, που σας σκοτώνει, ανακουφίζεται λιγάκι. Δεν μπορείτε να επιβεβαιωθείτε παρά μόνο με αφηρημένες σκέψεις. Τίποτα που είναι απτό δεν σας κεντρίζει.

Όχι, λάθος το είπα. Όχι «τίποτα». Το πιο απτό που έχετε είναι το σεξ. Με το σεξ νομίζετε ότι κάτι κάνετε. Χαρά στο πράγμα. Δισεκατομμύρια επί δισεκατομμυρίων θηλαστικών πάνω στον πλανήτη, κάθε κλάσμα τού δευτερολέπτου κάνουν σεξ. Γιατί για σας είναι τόσο σημαντικό; Γιατί μόνο αυτό τριγυρνάει στο μυαλό σας;

Δε θα μπορούσες, για παράδειγμα, δε μπορείς να γράψεις μια ιστορία για έναν άντρα και μια γυναίκα που ζούνε ευτυχισμένοι; Και να ψάξεις να βρεις γιατί είναι ευτυχισμένοι. Ναι, ξέρω αυτό δεν είναι ιστορία… τα ξέρω αυτά τα συγγραφικά κόλπα. Δε μιλάς και για τίποτε άλλο.  Σ’ έχω δει, σ’ έχω ακούσει. Η γυναίκα σου να προσπαθεί να σου πει κάτι για τα παιδιά κι εσύ να γυρνάς συνέχεια την κουβέντα στα δικά σου. Ζητάς και καλά τη γνώμη της… κουραφέξαλα… μόνο τον εαυτό σου θες ν’ ακούς, όχι εκείνην. Εκείνη είναι λίγο σαν ηχώ… Από δω κι από κει αρπάζεις μερικές σκέψεις της και τις ξεφουρνίσεις για δικές σου. Γενικά δεν την ακούς. Αν την άκουγες θα ήξερες ότι μια γυναίκα με παιδιά μπορεί να είναι ευτυχισμένη με πολύ λίγα πράγματα. Με την ανατολή, με το καυτό ήλιο, με τη δύση, με το κρύο το νερό, με το ζεστό φαΐ, με τ’ αφράτο γλυκό, μ’ ένα χάδι, μια ματιά. Όχι ντε και καλά με τον πούτσο σου. Υπέροχος είναι, ένα θαύμα τής φύσης, το ομολογώ, αλλά δεν είναι το μόνο που δίνει χαρά σε μια γυναίκα.

Άκου. Κουράστηκα να παίζω το ρόλο που μου έδωσες. Ξαναγράψε το βιβλίο κι όχι με τόσες φλυαρίες, που κάτι λίγοι σαν κι εσένα μπορούν να το διαβάσουν. Γράψε ένα ωραίο ευχάριστο μυθιστόρημα που εγώ να είμαι ευτυχισμένη και χαρούμενη.

Μόνο μια φράση απ’ όλες σου τις φλυαρίες κρατάω, που την έγραψες με αλήθεια για μένα. «Γιατί δεν μπορούμε να είμαστε φίλοι;» ΑΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΡΩΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ,  θα γράψεις ένα καλό μυθιστόρημα κι εγώ θα έχω το ρόλο που μου αξίζει.

Να γράψεις για μια γυναίκα με παιδιά, δύο τρία πέντε εφτά, χωρίς διανοητικές αναζητήσεις. Η Οδύσσειά της θα είναι μέσα από τα παιδιά, μέσα από το τώρα, την ανάγκη και τη γοητεία τής ζωής και της φύσης.

Ε, δεν μπορείς να πεις… σου ’δωσα πολλά στοιχεία. Συγγραφέας είσαι, βάλε τα στη σειρά, πρόσθεσε κι εσύ κάτι και θα γράψεις ένα πολύ ωραίο μυθιστόρημα. Γιατί όλα τα μυθιστορήματα πρέπει να είναι με βία με αντιζηλίες με ίντριγκες; Γιατί αν δεν υπάρχει σύγκρουση δεν υπάρχει ιστορία; Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αλλά εγώ βλέπω τόσες συγκρούσεις μέσα στη ζωή που δε χρειάζομαι κι άλλες.

Βάλε με, λοιπόν, μέσα σε μια ειρηνική ιστορία να δεις τι ωραία που θα ‘μαι.

 

Ανθή Ανδρεοπούλου
8 Φεβρουαρίου 2024

 

(Σημειώσεις της ηθοποιού πάνω στον Μονόλογο της Πηνελόπης – από τον Οδυσσέα του Τζαίημς Τζόυς)

 

 

Βιογραφικό

 

Η Ανθή Ανδρεοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι απόφοιτη της Δραματικής Σχολής Γιώργου Θεοδοσιάδη. Με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου παρακολούθησεστο Λονδίνο μαθήματα στο Actor’ s Centre .
Έχει συνεργαστεί με τους θιάσους: Απλό Θέατρο, Α. Βουγιουκλάκη, Κρητικό Θέατρο, Ανοιχτό Θέατρο, Θ. Βέγγου, Δεσμοί – Α. Παπαθανασίου, Θεατρική Συντεχνία, Εθνικό Θέατρο, Θέατρο της Άνοιξης, ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, Πλάνητες, Ξ. Καλογεροπούλου, Σελάνα, Χορικά Ζ. Νικολούδη, Θέατρο του Nέου Kόσμου κ.ά. Έπαιξε σε έργα όπως: Ήταν όλοι τους παιδιά μου, Καμπίρια, Εβίτα, Πανώρια, Τρωάδες, Ορέστεια, Κύκλος με την κιμωλία, Μαμ-κακά-κοκό και νάνι, Φοίνισσες, Τυχοδιώκτης, Βυσσινόκηπος, Άλκηστις, Ο τοίχος, Ηλέκτρα, Λίλιομ, Ήχος του όπλου, Η σπασμένη στάμνα, Εταιρικοί Διάλογοι, Οικογένεια Νώε, Πηνελόπη – Μόλλυ Μπλουμ, Βάκχες, Kοινός Λόγος, Περλιμπλίν και Mπελίσα, O Xρουσαϊτός Άτυς και η βασιλιοπούλα Pοδογάλη,O γλάρος και άλλα. Επίσης, έπαιξε σε πολλά έργα στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.