You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος  Τα άλογα καλπάζουν αχαλίνωτα  Σχέδιο Εξωφύλλου –Εικονογράφηση Μανώλης Σαριδάκης.  Εκδ. Ταξιδευτής, Μουσείο Λυχνοστάτης, 2023

Ανθούλα Δανιήλ: Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος Τα άλογα καλπάζουν αχαλίνωτα Σχέδιο Εξωφύλλου –Εικονογράφηση Μανώλης Σαριδάκης. Εκδ. Ταξιδευτής, Μουσείο Λυχνοστάτης, 2023

Το βιβλίο του Αντώνη Σανουδάκη-Σανούδου με τον τίτλο  Τα άλογα καλπάζουν αχαλίνωτα είναι μια σύνθεση των τεχνών, μια διακαλλιτεχνική συνάντηση κορυφής. Δηλαδή, μια σύνθεση αποτελούμενη από υψηλή ποίηση, επιμελημένα σχέδια και μουσική που θα προκύψει εν καιρώ, εφόσον ήδη οι στίχοι έχουν πάρει θέση στο πεντάγραμμο για να γίνουν νότες και να αποδώσουν ήχους. Και φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που ο Σανουδάκης επιχειρεί αυτό το είδος τέχνης, δηλαδή να συνθέσει τις Δεκατρείς Ραψωδίες και δεκατρείς Ωδές που συναποτελούν το Ορατόριο, για να μελοποιηθεί, όπως έχει ήδη επιχειρήσει και παλαιότερα με την Φαέθοντος Επιφάνεια.

Τα άλογα καλπάζουν αχαλίνωτα είναι ένας τίτλος που μας στέλνει κατευθείαν ίσως στον Πλάτωνα, αν θέλαμε να δούμε τα άλογα ως σημαινόμενο των ψυχικών ορμών και όχι ως σημαίνοντα τα ωραία και ελεύθερα άλογα, τα ατίθασα χωρίς λουριά και γκέμια και γι’ αυτό  αχαλίνωτα. Όμως δεν θα αργήσουμε να τα δούμε και ως κάτι ακόμα. Ως τα άλογα της Αποκάλυψης  σε μια νέα εκδοχή τιμωρών μιας ανίερης και βέβηλης εποχής.

 

Οι Ραψωδίες και οι Ωδές  εναλλάσσονται σκυταλοδρομικά, έχοντας έναν ιδιαίτερο τίτλο η καθεμία. Μια ουράνια μουσική στην αρχή και μετά ο κόσμος γεμίζει από όλα τα πλάσματα της δημιουργίας με διακειμενικές αναφορές ποιητικές και άλλες καλλιτεχνικές .

 

Ο Αντώνης Σανουδάκης, μάστορας του στίχου, γνώστης του μύθου και δεινός άνθρωπος της ιστορίας και των γραμμάτων δίνει μια φράση που κινείται στην επιφάνεια του νοήματος, ενώ από κάτω ένα  άλλο καλπάζει αχαλίνωτο, ελεύθερο από χαλινάρι και καβαλάρη, είτε ως ήθος και ψυχή, είτε ως σκέψη και διάθεση. Πρόκειται για μία πολύ πέρα από το νόημα σημασία.  Πρόκειται για τον λόγο και τη ροή του, τον στίχο και το σημαινόμενό του, τη μουσική μεταποίηση μιας πραγματικότητας σε καλλιτεχνική αξία, την αναβάθμιση μια αίσθησης σε έργο τέχνης που όμως ποτέ του δεν χάνει την επαφή  με την πραγματικότητα.

 

Από ψηλά

Ο φτερωτός σκοπός απ’ του απείρου το λαούτο / θεία παρεμβολή του νοητού στερεώματος/ …/ στης μεταφυσικής τον μεθυσμένο αέρα

 

Ο αναγνώστης αισθάνεται ότι ανοίγουν τα ουράνια, ότι βρίσκεται μπροστά σε μια εξ ύψους θεία παρέμβαση στα γήινα με τη μεταφυσική της διάσταση, ενώ πιο κάτω η ωραία νεανίσκηπάλι στον μαντρότοιχο που έστησε ο ήλιος  μοιάζει σαν απόσπασμα από πλατωνική ιδέα. Τα  εμφυλιακά παραπήγματα όμως, αλλάζουν το κλίμα. Κι ο ήλιος … ξεχύνεται με τα αχαλίνωτα άλογά του, άγοντας τον αιώνιο δρόμο του στο μύθο και φτάνοντας στα πέρατα των συνυποδηλούμενων εξακτινώσεων. Οι οξύριγχες λέξεις,  διαπεραστικές σαν σπαθιά, φονικές, σαν λεπίδες. Το ποίημα «Η αόρατη απειλή» δίνει σαφές περίγραμμα:

 

Ο δολοφονημένος αδυνατεί / να ζητήσει το δίκιο του./

Θα φθάσει όμως η ώρα και η στιγμή/ που το άδικο θα εγερθεί

aόρατη λεπίδα στου φονιά το μεσοκάρδι/ να μεταφέρει τον ήχο του θανάτου.

 

Οι στίχοι είναι σκληροί. Πρόκειται για το «έντιμο αίμα που ζητάει εκδίκηση» (Ήλιος ο Πρώτος XV), όπως μας λέει και ο Οδυσσέας Ελύτης, αλλά   και του σύγχρονου ποιητή η βαθιά πληγή. Είναι στα οράματά του μέσα που  εγείρονται οι επώνυμοι νεκροί, γνωστοί και συγκεκριμένοι, έχουν ονόματα, και όλοι μαζί θα ξανασυναντηθούν εκεί στο ίδιο χωράφι  που έπεσαν με την τελευταία φράση στα χείλη:

 

ωχ, μάνα μου και ωχ, Παναγιά μου/ γαλαξίας θανάτων φύτρωσε δέντρο στο στόμα/ πλεξούδα οι ρίζες τους/ στων δοντιών μας τα διάκενα.

 

Κι έτσι τα πάθη μιας γενιάς περνούν στην άλλη. Ο ποιητής σαν Διγενής πατά γερά στους μυθικούς αγώνες, με το ένα ζάλο, ενώ με το άλλο η μπότα του  στέκει στο αποπροσανατολισμένο σήμερα, στον βυθισμένο ήλιο της καφετέριας με το ξεχασμένο αδικαίωτο κακό.

 

Γυμνός με μαχαιριά αναπάντεχη

απ’ την αρχή του στέρνου

μέχρι τα μολεμένα σπλάχνα

μαστιγωμένο το σώμα

και την καρδιά πληγωμένη

από την απαγόρευση της αποδημίας

στη βυζαντινή Εσπερία μας

περίμενα τον θάνατο.

Ήταν ένα όνειρο εφιαλτικό.   

 

 

Το γενικό βίωμα εστιασμένο στο προσωπικό με τη φριχτή μαχαιριά στο στήθος κάνει τα άλογα να καλπάζουν αχαλίνωτα και με όλες τις ψυχικές παρορμήσεις σε υπερδιέγερση, γιατί όπως τα δεδομένα δείχνουν, το κακό που έγινε κάποτε δεν έχει τελειώσει. Περιμένει. Η τιμωρία έρχεται καλπάζοντας με τα άλογα σαν εκείνα της Αποκάλυψης

 

Ο Σανουδάκης κινείται άνετα στους χώρους και στους χρόνους των μύθων και των ανά τους αιώνες αναμορφώσεών τους από άλλους τομείς της Τέχνης. Διαπλέκει περίτεχνα τα φαινομενικώς  ετερόκλητα με τον μίτο της Ιστορίας και των παθών, εθνικών και προσωπικών. Είναι βαθιά η πληγή από την οποία αντλεί πάντα το υλικό του. Είναι μέσα στο δικό του στήθος που τα άλογα καλπάζουν αχαλίνωτα.

Βέβαια, μπορεί οι ποιητικές αφηγήσεις  του να συνθέτουν παραδείσια τοπία, αυτό όμως δεν πρέπει να μας παρασύρει αφού μέσα στον παράδεισο έχει τη φωλιά του το κακό, οι μελανιές της ιστορίας, η αιώνια βαρβαρότητα της βίας .

 

 

Μετρήθηκαν εφτά φορές οι σύντροφοι

για να ακούσουν τον απόκοσμο ήχο

του σιβυλλικού παρελθόντος

…………………..

 

Απ’ το επίμονο λαούτο

που αενάως ορχείται στο άπειρο

ψυχοπομπός ερωτευμένων αγγέλων

επί πτερύγων εναερίου σιδηροδρόμου

απ’ την αρμονική σιγή της βυζαντινής μουσικής

στην ενεπίγραφη πλάκα του μνημείου

στο Μαρτινέγκο

 

 

Εδώ θα σταθούμε, γιατί το τοπόσημο επιβάλλει σιωπή και περισυλλογή. Δεν είναι μόνο η βενετσιάνικη αναφορά και το παρελθόν που κουβαλάει, αλλά και η «ενεπίγραφη πλάκα», προφανέστατη αναφορά στον μεγάλο, ασυμβίβαστο  Κρητικό άντρα με εκείνο το υπερήφανο καταπίστευμα που άφησε στους αιώνες: Δεν ελπίζω τίποτα, Δεν φοβάμαι τίποτα, Είμαι λεύτερος.

 

Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος, ο  ποιητής, ο δημιουργός, ο εμπνευστής αυτού του ορατορίου, δεν θα καταθέσει την πέννα του χωρίς να αφήσει το δικό του καταπίστευμα στους μεταγενέστερους…

 

Την προπαγάνδα όμως την κάμνει ο ήλιος 

πριν ν’ ανατείλει στα βλέφαρα των κοριτσιών

για να σαλπάρουν χρωματιστά ιστιοφόρα

και ν’ ακουστεί στην εποχή των σκοτεινών ηρώων

ο αρχαγγελικός χαιρετισμός των αγοριών

τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται.  

 ………………………………………………

 

Τώρα ο λογισμός είναι σε πανέμνοστη εγρήγορση

το φεγγάρι της λευτεριάς σαλπίζει ολόγιομο

πάνω απ’ της χώρας το ματωμένο αλωνάκι

 

Έναν ευαγγελισμό οραματίζεται ο ποιητής με πολλές Μαρίες και πολλούς Αρχαγγέλους που έρχονται να πουν το «Χαίρε» στο ματωμένο αλωνάκι όχι του Μεσολογγιού, αλλά σαν του Σολωμού και της πατρίδας γενικά. Και με ένα «δοξαστικό», όχι σαν του Ελύτη, αλλά παρεμφερούς έμπνευσης, και με αυτά τα κληρονομικώ δικαιώματι εφόδια  θα υποκλιθεί στη νέα ομορφιά που γεννιέται στην 13η και τελευταία Ωδή:

 

Η μέρα έχει την ωραία μορφή σου

                   κάτω απ’ της χώρας μου τον ουρανό

                   ……………………………………..

                   Πάντα οι δρόμοι μέσα στα μάτια σου 

                   είναι φωτιά της νύχτας που φωτίζει

                   τον άγνωστο προορισμό μου

……………………………………

Συνήθισα όμως να πορεύομαι

                  όπου φράσσεται ο δρόμος  

                  και ν’ αντιτάσσω τα τραγούδια

                  για να  βλασταίνει η ελπίδα.

                 Γιατί το στήθος σου το τριανταφυλλί

                 ραμφίζει τις ώρες με τ’ αρώματα

                 απ’ το φευγαλέο φεγγάρι.

 

Έτσι με τον σημαδιακό αριθμό 13, Ραψωδίες και Ωδές, ο ποιητής, αφού ανέλαβε  το βάρος μιας μυθικοϊστορικής αφήγησης, αφού επιστράτευσε όλων τα τεχνών τα σύνεργα, αφού κρυφοσυνομίλησε με τη γενιά του, τους προγόνους και τους σύγχρονούς του, κατέληξε στο Ορατόριο, ύμνο, εγκώμιο, πάθος και λύτρωση δική του και της πατρίδας.

 

Τη σύνθεση κοσμούν τα εικαστικά, υποτιτλισμένα με στίχους του Ορατορίου που μεταποίησαν τον λόγο στη γλώσσα των σχημάτων, των εικόνων,   των καλλιτεχνικών αναλόγων της ευαισθησίας του Μανώλη Σαριδάκη.

Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος έγραψε το δικό του έπος στην ελληνική λογοτεχνία. Και είναι αυτός ένας κρίκος λαμπερός, στη μακρά προγονική αλυσίδα… Τα άλογα πάντως τρέχουν πάντα αχαλίνωτα στο στήθος του σε νέες περιηγήσεις γύρω από τον ήλιο, ζητώντας ελπίδα και δικαίωση…

 

Ανθούλα Δανιήλ

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.