You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Κώστας Χατζηαντωνίου, Αγκριτζέντο. Εκδ. Καστανιώτης 2025

Ανθούλα Δανιήλ: Κώστας Χατζηαντωνίου, Αγκριτζέντο. Εκδ. Καστανιώτης 2025

Ξεκινάω από την τελευταία πρόταση του σημειώματος στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Γιατί το Αγκριτζέντο δεν είναι απλά μια πόλη

 

Θα συμπληρώσω ότι το Αγκριτζέντο, όχι μόνο «δεν είναι απλά μια πόλη», αλλά ούτε απλώς ένα μυθιστόρημα. Αυτό το Αγκριτζέντο ο  Κώστας Χατζηαντωνίου θα το περιηγηθεί σε χώρο και χρόνο παλιό αλλά και προσωπικό που είναι και δικός μας.   Το βιβλίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις  Ιδεόγραμμα το 2009. Η σημασία του αποδεικνύεται από το ότι μέσα σε 15 χρόνια επανεκδίδεται για τρίτη φορά, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με νέο εξώφυλλο και καλλιτεχνικά μπιχλιμπιδάκια πλάι στον λατινικό αριθμό του κάθε κεφαλαίου. Προσεγμένα όλα, και τότε και τώρα…

Σημαντικές πληροφορίες: Ο συγγραφέας επισκέπτεται το Αγκριτζέντο. Τα σύγχρονα πρόσωπα είναι όλα φανταστικά, ο Εμπεδοκλής είναι πάντα στο πλάνο, οι στίχοι στην αφιέρωση είναι του Εμπεδοκλή, τα αποσπάσματα που εμπλουτίζουν το κείμενο προέρχονται από τα έργα Περί Φύσεως και καθαρμοί του Εμπεδοκλή, όπως μας έχουν παραδοθεί από τον Διογένη τον Λαέρτιο, σε μετάφραση γνωστών μεταφραστών που η γλώσσα τους τροποποιήθηκε από το συγγραφέα για την προσαρμογή της  στη σύγχρονη. Υπάρχουν εννοείται πλήθος πλροφορίες και άλλα αποσπάσματα από βιβλία άλλων.

Ο Χατζηαντωνίου κατάγεται από τη Ρόδο, από την οποία ξεκίνησαν κάποτε οι προ προ πρόγονοί του για τη Σικελία και τον Ακράγαντα. Επομένως το βιβλίο mutatis mutantis κάνει λόγο για τη δική του επιστροφή, για το δικό του ταξίδι, σαν αυτό του ήρωα του βιβλίου του Παυασανία ή του άλλου Παυσανία -του γνωστού αρχαίου περιηγητή-  ή του Λίνου ή του Γκαετάνο που θα τους συναντήσουμε σε λίγο. Πίσω από όλα αυτά τα πρόσωπα όμως κρύβονται συνεργάτες, φίλοι, συνοδοιπόροι.  Το βιβλίο  τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας.

Η υπόθεση κινείται σε δύο επίπεδα. Στο παρόν, με τους δικούς του ήρωες, και στο αρχαίο παρελθόν, στα πολλά ιστορικά του επίπεδα, αλλά πάντα πίσω από όλους και όλα βρίσκεται ο σοφός Εμπεδοκλής. Οι τόποι είναι οι ίδιοι τόποι- πόλεις της Σικελίας και ο Εμπεδοκλής είναι το πρόσωπο που δανείζει χαρακτηριστικά του στον γιατρό Παυσανία. Ο Παυσανίας και η οικογένειά του είναι το παρόν της αφήγησης.

Ο Παυσανίας γεννήθηκε στη γειτονική Γέλα, η οποία ιδρύθηκε από αποίκους Ρόδιους και Κρητικούς, έζησε στο Αγκριτζέντο, όπου άσκησε το λειτούργημά του, χωρίς να έχει στόχο ποτέ τα χρήματα, σώζοντας πολλούς από την κάθοδο στην  Περσεφόνη. Ακόμα και  μετά τη συνταξιοδότητή του,   δεχόταν πελάτες και έχαιρε σεβασμού και εκίτμησης από τους συμπολίτες του. Όμως την ευτυχισμένη ζωή του σημαδεύει ο θάνατος της αγαπημένης του Μπιάνκας και ο χωρισμός του από την κόρη του Ισαβέλλα, η οποία, μετά την ξαφνική απώλεια της μητέρας της, κλείνεται σε κολέγιο στην Ελβετία, όπως φρόντισαν η γιαγιά και οι θείες της, γυναίκες παλιάς αριστοκρατίας, της οικογένειας Τιμοκρέι, για την ιστορία της οποία μιλούν «καστέλια, μοναστήρια, βιβλία».

Το βιβλίο αρχίζει με τον Παυσανία σε ώριμη ηλικία και κρίσιμη υγεία –«εδώ και αρκετό καιρό, οι αναπνοές του είχαν γίνει μισές, γρήγορες και κοφτές-, αλλά με ζήλο νεοφώτιστου αρχίζει την ιστορική έρευνα και την νοσταλγική επιστροφή στους χρόνους τους παλιούς. Σαν τον Οδυσσέα περιδιαβάζει «παρά θιν’ αλός ατρυγέτοιο»,   όπως μας λέει ο Όμηρος, του άρεσαν τα ταξίδια αλλά το πιο σημαντικό είναι το ταξίδι μέσα μας.

Από την αφήγηση του Χατζηαντωνίου αναπηδούν μνήμες και ορθώνονται   οι πόθοι να αναστηλώσει ναούς, τα ερείπια του Κάπο Σοπράνο, τα οχυρά του Τιμολέοντος, να αρμενίσει στις θάλασσες να δει πλοία -μονοκάταρτα φοινικικά, δωρικές τριήρεις, ρωμαϊκές πεντηκοντόρους,  βυζαντινά χελάνδια, ντακάρια,  γολέτες, γαλεόνα, νορμανδικά, ισπανικά και εγγλέζικα  ατμόπλοια (κι εμείς με την ευκαιρία αυτή να γνωρίσουμε την ποικιλία των πλοίων που ταξιδεύουν και οργώνουν τη Μεσόγειο από τους αρχαίους καιρούς, σημαδεύοντας τις συνεχείς αλλαγές  και τις ιστορικές περιπέτειες που γράφτηκαν σ’ αυτά τα ταραχώδη νερά).

Κι ενώ τα πόδια του Παυσανία βαραίνουν, η σκέψη τρέχει στον αδελφό του, που «Καταποντίστηκε μέσα στο όνειρό του να βρει   “το ρόδο της θαλάσσης”. Δεν ήθελε βλέπεις να πει “για να γλιτώσω από τα αγκάθια της στεριάς”». Kι έτσι, αφήνοντας πίσω του το ζεστό χώμα και τις κρύες πέτρες κατέβηκε στο βασίλειο του Πλούτωνα και της Περσεφόνης…. Πάει, χάθηκε, με ένα άλμα θεϊκό, από τη γέφυρα κάποιου ρωσικού φορτηγού, στο διεθνή βυθό της Μεσογείου». Και πώς να μη  σκεφτεί εδώ κανείς, άλλες παρόμοιες αυτοχειρίες η δολοφονίες;  (η επιθυμία του Αλέξανδρου Μπάρα στο ποίημα «Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις και η Θεοδώρα», ο Λουί στο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη Θα υπογράφω Λουί, ο αντιδικτατορικός ήρωας Νικηφόρος Μανδηλαράς του οποίου το πτώμα βρέθηκε σε μια παραλία της Ρόδου). Αλλά και ο Εμπεδοκλής κάπως έτσι δεν λένε πως χάθηκε; Μόνο που δεν πήδηξε στη θάλασσα, αλλά στον κρατήρα της Αίτνας).

Το ενδιαφέρον, ειδικά για τον ειδοποιημένο  αναγνώστη, αρχαιογνώστη και αρχαιόφιλο,  είναι το ότι το Αγκριτζέντο, ο αρχαίος Ακράγαντας, είναι τόπος γεμάτος από τη μνήμη του Εμπεδοκλή, ο οποίος σαν φως και ολόγραμμα περιφέρεται στους χώρους που ο χρόνος ιεροποίησε∙ Του Εμπεδοκλή για τον οποίο οι αρχαίοι έλεγαν πως ήταν τα πάντα∙ και τα πάντα περιελάμβαναν τον φιλόσοφο και μύστη και κάτι σαν τον Χριστό. Τον ακολουθούσε πλήθος στις διδασκαλίες του και λένε ότι έκανε θαύματα,  θεράπευσε διά της επιθέσεως της χειρός του επί της κεφαλής του ασθενούς, γιατρός χωρίς αμοιβή σαν τον Παυσανία… Στη μεγάλη έκρηξη της Αίτνας τον είδαν να ανηφορίζει προς το Ηφαίστειο (Μαρσέλ  Schwob,  Φανταστικοί βίοι).

Ο Εμπεδοκλής πίστευε στη μετεμψύχωση και έλεγε πως σε προηγούμενες ζωές ήταν ψάρι, πουλί, γυναίκα, τώρα ήταν άντρας και υποθέτουμε ότι μετά την πτώση του στον κρατήρα του ηφαιστείου θα ξαναγεννιόταν θεός. Λένε ακόμα πως, όταν το ηφαίστειο ηρέμησε, βρέθηκε καψαλισμένο το σανδάλι του στην τέφρα. Αν πράγματι συνέβη κάτι τέτοιο -αν δηλαδή ανέβηκε στην Αίτνα- το πιο  φυσικό είναι να εξαερώθηκε από τη λάβα και τις αναθυμιάσεις. Δεν πέθανε,  άλλαξε, και σαν θεός, σίγουρα εξελίχτηκε σε ένα από τα τέσσερα «ριζώματα» από τα τα οποία συνίσταται  η ύλη. Το κεφάλαιο 9, στην καρδιά του βιβλίου, όλο είναι αφιερωμένο στον Εμπεδοκλή, αλλά και στον Όμηρο, την ιστορία, τον μύθο και την απομυθοποίηση.

Από τη διδασκαλία του Εμπεδοκλή, ο Χατζηαντωνίου απομονώνει πολλά, τα οποία παρεμβάλλει στη δική του αφήγηση. Συνοψίζω για την περίσταση στα ακόλουθα: «Από την ανθρώπινη εμπειρία δύσκολα στη γνώση θα φτάσεις… Μικρό κομμάτι της ζωής οι άνθρωποι θωρούνε… Μην περιμένεις όμως, πέρα από εκεί που φτάνει σκέψη θνητού να δεις».

Να θυμίσω εδώ ότι κι ένα άλλος Σικελός, ο Λουίτζι Πιραντέλο (για τον οποίο ο συγγραφέας μιλάει διεξοδικά στις σελίδες του), αναφέρεται στο ίδιο θέμα στη  σικελική ιστορία «Διάλογος με τη Μητέρα»:  «Λούιτζι δεν τα ξέρουν όλα οι ζωντανοί, πρέπει  να περάσεις από την άλλη όχθη….». και ο δικός μας Οδυσσέας Ελύτης: «Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται».

Ο γιατρός, για να επανέλθουμε στο παρόν της αφήγησης, «ως αλήθεια δεχόταν μόνο τα εμπόδια που πάνω τους σκοντάφτουμε προχωρώντας». Έτσι, μια βροχερή νύχτα, σκόνταψε πάνω στον άγνωστο πρόγονό του.  Και ο χρόνος έτρεξε για να φτάσει στο σήμερα, σε εκδικητικές πράξεις της Μαφίας, θανατώσεις δικαστών και άλλα δεινά που σηκώνει στη ράχη της η Σικελία. Ωστόσο, τα όσα ξέρουμε είναι ελάχιστα  για τι πραγματικά είναι η Μαφία και η αιτία  της.

Ο Εμπεδοκλής έδιωχνε από τη σκέψη την ιδέα του θανάτου: «Γέννηση δεν έχουνε οι θνητοί και μήτε τέλος με τον ολέθριο θάνατο υπάρχει, αλλά μονάχα σμίξιμο κι εναλλαγή».  Η φιλότης το νείκος… Δεν αφανίζεται ό,τι πεθαίνει…  Ο φιλόσοφος δηλαδή δεν αποδέχεται τη γέννηση και τη φθορά αλλά τη διαρκή μεταβολή… «τη Φιλότητα ο Εμπεδοκλής μέσα στο θεϊκό του νου την αντιλήφτηκε με όλη της την κοσμογονική δύναμη». Ο Έρωτας που «τα πάντα κινεί  και λύνει τα μέλη».

Σημαντική παράμετρος για την εξέλιξη της ιστορίας είναι επιστροφή της  Ισαβέλλας  στο Αγκριτζέντο… Με την ευκαιρία, ο συγγραφέας   θα κάνει και την ιστορική αναδρομή σε πεπραγμένα των μεγάλων οικογενειών και στη φανταχτερή ζωή των μελών τους… Η Ισαβέλλα είναι μια μελαχρινή καλλονή, με μάτια κάρβουνο και σώμα μίσχο που βγαίνει μέσα από βελουδένιο κάλυκα… «Την είχε πλάσει πολιτιστική κατεργασία αιώνων. Μάντευες την καταγωγή». Είναι  ζωγράφος και ζει στη Ρώμη ζωή μονότονη… Οι πρόγονοί της είχαν φτάσει εδώ, στην «αλίμενη ακτή της Γέλας, το πρώτο έτος της εικοστής τρίτης Ολυμπιάδας».  Ο περίπατός της δίνει στον συγγραφέα την αφορμή να μας ξεναγήσει στην πόλη και να δούμε ό,τι βλέπουν τα δικά της μάτια. Και, φυσικά, όλα αυτά που βλέπει του παρέχουν την ευκαιρία να γλιστρήσει και να οπισθοχωρήσει εκατοντάδες χρόνια πίσω, για να μας μιλήσει ακόμα και  για την  «Μπαλάντα των κυράδων του παλιού καιρού» και  τον Φρανσουά Βιγιόν, «τον αγιογδύτη ποιητή που έκανε έμπνευση τον βούρκο της ζωής του».

Η ιστορία της Σικελίας και τα πάθη της, οι βασιλιάδες όλοι ανίκανοι ή βαρύνοες, κι άλλοι πολιτικοί κι επαναστάτες, ο Καβούρ, ο Γαριβάλδης. Η πρώην συμμαθήτρια που τυχαία συνάντησε θα της θυμίσει πως ο γάμος είναι  «η ώρα του συμβιβασμού που βαφτίζεται ωριμότητα για χάρη ενός παιδιού ίσως»…

Μετά θα εμφανιστεί  ο Γκαετάνο, άτακτο παιδί, μπλεγμένο σε ύποπτες δραστηριότητες την εποχή που η γενιά που κυβερνούσε, η γενιά του 70, λίγο αριστερή και λίγο μετρημένη, λίγο με αμφισβήτηση και λίγο με τάξη, λίγο από όλα και τίποτα. Η γενιά που έκανε τους πάντες «σαν τα μούτρα της». Το αφανές στοιχείο για τους πολλούς θα ωθήσει  τον Παυσανία να κρύψει τον «φυγόδικο» Γκαετάνο… που «έλαβε μέρος στον ένοπλο αγώνα με τον πόθο της απελευθέρωσης από την ανάγκη». Αν αυτή η τελευταία λέξη, η «ανάγκη», χρησιμοποιείται εδώ με τη σημασία που έχει στην τραγωδία, όλα θα  οδηγήσουν σε  τραγωδία. Η νεανική επαναστατικότητα  θα χάσει τη λάμψη του, η βία δεν θα ικανοποιεί τους δρώντες-παιδιά κατά κανόνα της αριστοκρατίας-  και ο Γκαετάνο θα καταλάβει πως το μίσος είναι «Σαν μικρόβιο, σαν μια αρρώστια». Και το σημαντικότερο, θα παραδεχτεί πως «Τίποτε δεν θ’ αλλάξει την πορεία του κόσμου εξ αιτίας της δικής του διαδρομής». Ο Γκαετάνο, θα κατεβεί σαν κυνηγημένος στην Κόλαση και θα επιστρέψει… (όποιος έχει δει την ταινία   Allonsanfàn των αδελφών Ταβιάνι, του 1974, θα αναγνωρίσει τον ήρωα). Αν ο ποιητής θα πει ότι  τους εξεγερμένους νέους τους έλεγαν αλήτες, στο βιβλίο δεν είναι τα παιδιά του λαού αλλά της αριστοκρατικής ή της μεγαλοαστικής τάξης που εξεγείρονται….

Ο Λίνος έχει έρθει για να παραστεί στην κηδεία εκείνου που τον είχε παροτρύνει να γυρίσει στον Ακράγαντα. Θα μείνει στο ξενοδοχείο το KaosXάος∙ Χάος τοπωνύνιο. Η λέξη έγινε τίτλος του Πιραντέλο, ταινία των αδελφών Ταβιάνι (1984) και επένδυσε μουσικά ο Νικόλα Πιοβάνι… Ο Λίνος θα περιπλανηθεί πρώτα στην πόλη, στις σκέψεις του, θα θυμηθεί εκείνη που τον αποχαιρέτησε κάποτε,  αλλά ο δεσμός δεν κόπηκε. Χρόνια τώρα μετά, τη βλέπει να στέκεται ακουμπισμένη σ’ ένα δέντρο (I saw her standing there, θα έλεγαν οι Beetles…). Η Ισαβέλλα από τον Βορρά κι ο Λίνος από τον Νότο θα συναντηθούν  σε μία εκρηκτική σαν της Αίτνας φιλότητα.  Η μείξη  θα αποδειχτεί μοιραία.

Ο Χατζηαντωνίου δεν σταματά να μας εκπλήσσει. Πιο κάτω θα αναφερθεί στα χωριά που ο Βισκόντι γύρισε την ταινία Η γη τρέμει. Έτσι, ο αναγνώστης του βιβλίου, αν έχει διαβάσει και τα άλλα και έχει δει και τις ταινίες και έχει τις μουσικές στη μνήμη, ζει σε παράλληλα επίπεδα πνευματικής ευφορίας.

Όμως, όλα αυτά που παρεμβάλλονται διακόπτουν την αφήγηση, ωστόσο,  λειτουργούν και ως  ευχάριστα ιντερμέδια στην ιστορία που τώρα ετοιμάζεται σαν ηφαίστειο να εκραγεί στη γη του ηφαιστείου που  σιγοβράζει, ενώ έδινε την εντύπωση πως κοιμόταν. Στο ηφαίστειο και στον  αληθινό έρωτα δεν πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη ότι δεν θα ξαναχτυπήσει!

Νέες ιστορικές αφηγήσεις θα αναδυθούν για αποικίες που έκαναν οι διάφορες πόλεις  από την Ελλάδα σε στυλ ομηρικής διήγησης, με λέξεις που δείχνουν την ηλικία τους, με πληροφορίες που πάνε κι έρχονται με ένα συνεχές και φυσιολογικό φλας μπακ,  σαν εισπνοή-εκπνοή,  μετρημένο με Ολυμπιάδες.

Τον πρώτο χρόνο της εβδομηκοστής δεύτερης Ολυμπιάδας γεννήθηκε ο γιος του δημοκρατικού Μέτωνα, ο Εμπεδοκλής, εγγονός του Ολυμπιονίκη στον κέλητα ίππο. Θα ακολουθήσουν δύσκολες μέρες. Πέρσες, Έλληνες, Καρχηδόνιοι, βασιλείς και τύραννοι, στάσεις, επιδρομές, ταραχές, αρχαίες και νεότερες, από γενέσεως ιστορίας και μέχρι σήμερα.

*

Αν κάποιος ερωτηθεί ποιο είναι το θέμα του Αγκριτζέντο, θα δυσκολευτεί να απαντήσει. Είναι το θαυμάσιο τοπίο, το λεμονόδασος, τα επιβλητικά  κτήρια, όπου έζησαν προκλητικά πλούσια και αλαζονικά οι μεγάλες οικογένειες, είναι η ομορφιά και η χάρη, είναι η καταπίεση του λαού και η εξέγερση, η Μαφία, ο Εμπεδοκλής και η  ανθρώπινη λειψή σοφία∙ είναι μνήμη και όσα μπορεί να συγκρατήσει, είναι το μυαλό και όσα μπορεί να χωρέσει, είναι της καρδιάς «το καλό αίμα που δεν λέει ψέματα». Είναι όλη η ιστορία και τα συναισθήματα, όλη η εμφανής και αφανής ζωή. Θα καταφέρει ο Γκακετάνο να ξεφύγει από τον παλιό εαυτό του που νομίζει πως έχει απαρνηθεί; Θα βρει έδαφος και θα έχει  μέλλον η φιλότητα του Λίνου και της Ισαβέλλας ;

Ο Χατζηαντωνίου έχει το χάρισμα της αφήγησης. Στα χαρακτηριστικά της συγκαταλέγονται η ευρηματικότητα της σύλληψης, αλλά και της σύνθεσης, της ένταξης του νέου υλικού στο ήδη υπάρχον. Η λέξη του είναι επιλεγμένη ώστε να δίνει άλλη χάρη και στην ίδια τη χάρη και ανάλογα με την περίσταση λόγια και τρέχουσα. Κι όταν αρνείται τους παραδοσιακούς τρόπους επίκλησης στη Μούσα π.χ., το κάνει έτσι ώστε να μην ακυρώνει τη  μαγεία ή την ιερότητα εκείνου που για χρόνια λατρεύτηκε.   Όταν περιγράφει, κτήρια, μνημεία, ναούς, έχεις την αίσθηση πως είσαι εκεί και τα βλέπεις όχι ως αυτό που είναι σήμερα, αλλά ως  αυτό που ήταν κάποτε και τι ρόλο διαδραμάτισε. Επιλέγω σκόρπιες ψηφίδες:

Κατάνη, ξενοδοχείο Hotel la Ville …οδός Μαρτύρων, προς λεωφόρο Βιτόριο Εμανουέλε- (ο βασιλιάς της Ένωσης V.E.R.D.I.),  rè galanduomo του οίκου της Σαβοΐας, … Πιάτσα Ντουόμο… θέατρο Μπελίνι,  η φωνή της Μαρίας Κάλλας, ο πατέρας είχε φέρει τα Χριστούγεννα στο σπίτι τη «Νόρμα», καλοκαίρι του 60 στην Επίδαυρο, σκηνοθετεί ο Μινωτής και να πώς «μπορεί να είναι πέρα από τον χρόνο οι εμπειρίες» του αγέννητου το 1960 Γκαετάνο. Το Σαν Λεόνε, ο όσιος Λέων, ο παππούς Λέων και ο εγγονός Λίνος (ο νεότερος Λέων). Παίζει ρόλο στον χαρακτήρα και στην δραστηριότητα  το όνομα στον φέροντα; O mio signore τραγούδι του Eντουάρντο Βιανέλο:

 «O mio signore Grazie per tutto quelloChe tu hai fatto per meper me», άλλο ένα παράδειγμα ένταξης νέου υλικού στο παλιό και δεν είναι μόνο τα τραγούδια αυτά που όλοι σχεδόν και τραγουδήσαμε και χορέψαμε και μ’ αυτά ερωτευτήκαμε, αλλά  και η στερνή γνώση «Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το θαύμα που γίνεται κι ύστερα ανακαλείται»… Γιατί τίποτα δεν ξέρουμε κι αυτό που ξέρουμε δεν ισχύει κι εκείνο που δεν περιμένουμε να γίνει θα γίνει, αν όχι στη ζωή ετούτη, στην άλλη… Όχι, ο Λίνος και η Ισαβέλλα, αλλά ο Παυσανίας και η Μπιάνκα… αλήθεια ; ναι; Όχι; Ποιος ξέρει… Έτσι είναι αν, έτσι νομίζετε, θα έλεγε ο Πιραντέλο.

Η συνάντηση του Λίνου με τον Παυσανία, η σχέση με τον Πιραντέλο, ο τρόπος των μεταμορφώσεων και της γέννησης μια έκπληξη: «σαν να σε πετάνε μια νύχτα από το τραίνο σ’ ένα μικρό σταθμό. Σκόπιμα; Από λάθος; Ποιος ξέρει;» (Εδώ ο Όσκαρ Ουάλιντ –The importance of being Ernest – έχει δώσει το ανάλογο). Είμαι ο γιος του Χάους φωνάζει ο Πιραντέλο και δεν είναι ο μόνος… Προκλητικός ο Παυσανίας στις απόψεις του για τον Σωκράτη Monstrum in fronte, monstrun in animo!!!. Γροθιά η αλήθειά του (κεφ. 15).

Ο Χατζηαντωνίου από κεφάλαιο σε κεφάλαιο αλλάζει χρόνο και αφηγηματικό επίπεδο, πρόσωπα και ιστορίες. Από τη δράση περνάει στην περιγραφή, η οποία καθυστερεί την εξέλιξη, αλλά εντείνει το ενδιαφέρον, κι εκεί, ξαφνικά, να «δυο χαρούμενα παιδιά», τον χαιρέτισαν και προσπέρασαν… (σαν τα παιδιά του Ηράκλειτου, ο χρόνος τρέχει, περνάει, αλλάζει),  ο τάφος του Αισχύλου δεν υπάρχει, αλλά υπάρχει το ρωμαλέο αίσθημα – η ευδόκιμος αλκή-    και οι πληροφορίες και η γνώση και η σοφία, και ο τρόπος ζωής και η  συγκίνηση, όσα φαίνονται κι όσα είναι κρυμμένα, όλα ρυάκια που ρέουν στο κεντρικό ποτάμι της αφήγησης και όλα αλλάζουν και όλα συνεχίζονται.

Εξαιρετικές οι σελίδες που αναβαθμίζουν την ιεροτελεστία της ερωτικής πράξης, δίνοντας μια δεύτερη ευκαιρία στα κορμιά που μίλησαν ευγλωττότερα από τα λόγια. Το τέλος του Εμπεδοκλή στην Αίτνα, στα εξήντα του  χρόνια, το πρώτο έτος της 87ης Ολυμπιάδας,  το τέλος του Ακράγαντα το 406 π.Χ. από τους Καρχηδόνιους, το τέλος του Παυσανία. Δεν συνοψίζεται σε λίγες λέξεις όλος αυτός ο θαυμαστός κόσμος του βιβλίου… Θα πω μόνο ότι είναι μια πρόκληση για τον αναγνώστη για να βρει τον δικό του δρόμο που οδηγεί στο ταξίδι μέσα του, αλλά και στο μυθιστόρημα, όπως είχαμε ξεχάσει ότι υπάρχει.  Κι ακόμα να πω ότι ο δεν μπορεί να αφήσει το βιβλίο από τα χέρια του, θέλει να καταβροχθίσει όλες τις σελίδες, να δει της κάθε πόλεως τα πάντα και του κάθε ασήμαντου ανθρωπάκου ή ανθρωπίσκου τη σημασία στην εξέλιξη.  Ένα αληθινό μυθιστόρημα, υφασμένο από αληθινό μύθο-Εμπεδοκλής-  και ψεύτικη ιστορία- Παυσανίας.

Στο (παλιό) εξώφυλλο που επιμελήθηκε η Κατερίνα Ζεϊμπέκη, η  βροντή που άστραψε στο βάθος του ορίζοντα και έσκισε το σκοτάδι επαναλαμβάνεται στη ραχοκοκαλιά του δέντρου, στον πίνακα του Ruisdael, σαν να έλκει την καταγωγή του από τη βάτο την καιομένη και μη φλεγομένη, ή την ιστορική μνήμη. Στη νέα έκδοση, με το σκληρό, αυτή τη φορά, εξώφυλλο, των εκδόσεων Καστανιώτη, η ιχνογράφηση ενός ζεύγους με αντίθετους προσανατολισμούς, στη  σύνθεση της Ευτυχίας Λιάπη. Να υπαινίσσεται άραγε αυτούς που διασταυρώνονται και συνεχίζουν, παραμένοντας στο ίδιο μέρος…  Το όλον  ένα αριστούργημα!!!

 

 Ανθούλα Δανιήλ

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.