You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Κώστας  Λιννός

Ανθούλα Δανιήλ: Κώστας  Λιννός

ΣΥΝΑΝΤΗΘΗΚΑΜΕ

 

               Σ’ αγάπησα  τόσο, που  λησμόνησα ―τι  ευλογία ! ― τον  εαυτό  μου.

               Που  η  ζωή  μου  έγινε  λατρευτική  φωτιά  που  ζευγαρώνει  με  τα

                         χείλη  σου.

               Άνοιξα  το  στέρνο  μου  με  τα  δάχτυλα  για  να  μη  φυλακίζω  πια  το

                         φως  που  μου  δώρισες.

              Σ’ αγκάλιασα  τόσες  φορές  με  τις  λέξεις  μου  που  οι  λέξεις  μου 

                         έχουν  το  σχήμα  του  κορμιού  σου·

              Εσένα, που  καθώς  τραβιούνται  τα  μαλλιά  σου  από  τ’ όνειρο  όταν

                         γυρίζεις  χαμογελαστή  προς  την  πραγματικότητα,

              Ξαναγεννιέται  πάνω  σου  ο  θαυμασμός  των  άστρων.

              Εσένα, που  καθώς  μέσα  στα  μάτια  σου  φαίνεται  ήδη  η  μουσική 

                         του  μέλλοντος  για  τον  χορό  των  ιδεών  σου,

              Ορκίζεται  ο  ήλιος  στη  λάμψη  της  φωνής  σου.

              Για  σένα, που  αν  ο  ουρανός  σε  γνώριζε  δεν  θα  ένιωθε  τόσο  μόνος,

                         στέλνω  ένα-ένα  τα  λόγια  μου  στα  χλωρά  κλαδιά  των  δέντρων

                         και  γίνονται  σπουργίτια  και  τρέχουν  προς  τα  χέρια  σου  για  να

                         ξεδιψάσουν  με  τους  χρησμούς  σου·

              Που  όταν  χαμογελάς  ραγίζει  το  τσόφλι  του  σκοταδιού,

              Και  το  πρόσωπο  της  Μοίρας  μου  έχει  το  δικό  σου  πρόσωπο.

              Θέλω  να  προσευχηθώ  σε  όλα  γύρω  μου  που  ένωσαν  όλους  τους

                         δρόμους  σε  έναν  για  να  με  οδηγήσουν  σε  σένα·

              Που  ένωσαν  όλες  τις  λέξεις  του  κόσμου  μόνο  και  μόνο  για  να

                         σχηματίσουν  τ’ όνομά  σου.

              Θα  φυλάω  τη  φλόγα  που  μου  δώρισες  στην  καρδιά  μου  ακόμα 

                         κι  όταν  όλες  οι  στάχτες  θα  έχουν  χαθεί·

              Και  μου  φαίνεται  πως  τα  άστρα  στράφηκαν  με  τέτοιο  τρόπο  για  να

                         σμίξουν  οι  τροχιές  μας,

              Πως  το  φως  γεννήθηκε  μόνο  και  μόνο  για  να  σμίξουνε  τα  μάτια  μας·

              Κι  όπως  κατρακυλάμε  μέσα  στον  χρόνο, γδέρνουν  τα  κορμιά  μας

                         ανθισμένα  αγκάθια, μαχαίρια  μυθικά  που  σπιθίζουν  ακόμα  όποτε

                         αγγιζόμαστε.

              Όταν  στάθηκες  σιωπηλή  σαν  λιακάδα  στο  κέντρο  των  λογισμών  μου,

              Ξεκίνησε  η  αγάπη  μου  για  σένα  καθώς  μια  σταγόνα  πάνω  στη  γη,

              Και  τώρα  είναι  ωκεανός  που  φλέγεται  απ’ το  βλέμμα  σου.

              Σ’ αγάπησα  τόσο, που  ξαναέμαθα ―τι  ευλογία ! ― τον  εαυτό  μου.

 

 Ο ποιητής Κώστας Λιννός αφήνεται στη φορά ενός χειμάρρου, γεμάτου από συναισθήματα, εξομολογήσεις βαθιά από την καρδιά του, λόγια που δύσκολα εμπιστεύεται  κανείς στους άλλους. Στο ποίημά του, τα αισθήματα έγιναν λέξεις και οι λέξεις πήραν τη θέση της πράξης. Το «κατορθωμένο» ποίημα (έτσι θα το έλεγε ο Σικελιανός)  είναι η ευτυχισμένη κραυγή που απευθύνει σ’ Εκείνην, που αφιερώνει σ’ Εκείνην. Αρχίζει μ’ Εκείνην και τελειώνει μ’ Εκείνην, με τον  ίδιο στίχο και ελαφρά παραλλαγή στο ρήμα «λησμόνησα» / ξαναέμαθα».

 

 Σ’ αγάπησα  τόσο, που  λησμόνησα ―τι  ευλογία ! ― τον  εαυτό  μου.

Και

  Σ’ αγάπησα  τόσο, που  ξαναέμαθα ―τι  ευλογία ! ― τον  εαυτό  μου.

 

Σαν να άνοιξε σε μια τεράστια αγκαλιά τον εαυτό του, για να χωρέσει όλα όσα ήθελε να της εξομολογηθεί, και έκλεισε πάλι απλά στον «εαυτό» του. Σαν μία φυσαρμόνικα που βγάζει μουσική. Σαν της θάλασσας το κύμα που πάει κι έρχεται.

 

Ο Κώστας Λιννός είναι καταξιωμένος ποιητής στον χώρο, με βαθύ στοχασμό και μεγάλη αίσθηση  του μέτρου. Το ποίημά του δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό  Αντίλογος, τεύχος  5, το φθινόπωρο  του 2024.

 

Είναι υφασμένο από τη στόφα των ονείρων, όπως θα έλεγε ο Σαίξπηρ, και ξεπήδησε κατευθείαν από τη πηγή. Άρμεξε φως από τον ήλιο,   είδε τον πλούτο τη φύσης στα δέντρα στα πουλιά, στο φως, μπολιάστηκε από τον πλούτο που έχουν καταθέσει οι πρόγονοι ποιητές και διαπίστωσε,  όπως γίνεται πάντα και όπως και ο Γιώργος Σεφέρης κατακύρωσε: είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.  Ο ποιητής αγκάλιασε με μεγάλη στοργή κάθε μνήμη και κάθε γνώση,  ενστερνίστηκε εικόνες – οι  λέξεις  μου  έχουν  το  σχήμα  του  κορμιού  σου– και ο λόγος του έγινε συμβόλαιο που δεν αλλάζει. Αν παραβάλλουμε τους παρακάτω στίχους του Οδυσσέα Ελύτη

 

Και θέλω να κλείσω  τους κύκλους που άνοιξαν τα δικά

σου δάχτυλα, να εφαρμόσω επάνω τους τον ουρανό για να

μην είναι ποτέ ο στερνός μας λόγος άλλος

(Προσανατολισμοί, «Η συναυλία των Υακίνθων» VII)

θα δούμε το πλάτος και το βάθος του στίχου του Λιννού.

 

Γιατί ο Λιννός έχει αποθηκευμένη την πείρα των μεγάλων προγόνων μέσα του. Αναζήτησε τους τρόπους να χαθεί στην αγκαλιά της παράδοσης και να ξεχαστεί κι εκεί να δει το χαμόγελό της να «ραγίζει το τσόφλι του σκοταδιού» (όπως ο απελπισμένος Καρυωτάκης κάποτε ήταν στο σκοτάδι και τον είδε μια αχτίδα). Να δει τον ήλιο να λάμπει στη φωνή της, να μεταμορφώνονται  τα φύλλα στα δέντρα σε σπουργίτια και να μελετούν τους χρησμούς της, να αλλάζουνε πορείες τα άστρα για να συναντηθούν τα μάτια του με τα μάτια Εκείνης.  Εκείνος κι Εκείνη· και τότε  να λησμονήσει ό,τι ήξερε και έπειτα αφού ξαναμάθει τα πάντα,  αναβαπτισμένος να ξαναβγεί στο φως.

Σαν τους παλιούς ρομαντικούς χρησιμοποίησε όλα τα εργαλεία της τέχνης του. Τα γυάλισε, τα ακόνισε, τα χάιδεψε, δοκίμασε και την κόψη και την όψη, πήρε τον στίχο φρέσκο και παλιό συνάμα, γνήσιος απόγονος των παλιών προγόνων και τα έβαλε με προσοχή στη θέση τους, στον στίχο του, στο λίκνο, στην αγκαλιά της ευαισθησίας του:

 

 Θέλω  να  προσευχηθώ  σε  όλα  γύρω  μου  που  ένωσαν  όλους  τους

                         δρόμους  σε  έναν  για  να  με  οδηγήσουν  σε  σένα·

 

Και ποιοι είναι αυτοί οι δρόμοι; Είναι όλα τα ευλύγιστα μονοπάτια που οδηγούν στην Ποίηση. Ποίηση είναι εκείνη στην οποία προσφέρει ο ταπεινός ποιητής την καρδιά του, τις σκέψεις του και τους στίχους του.  Γι’ αυτήν ανοίγει έτσι τα φυλλοκάρδια του. Δεν θα έβγαζε ποτέ δημοσίως κάτι τόσο προσωπικό, αν ήταν άλλη η αποδέκτρια των λόγων του. Το έκανε για Κείνην που άλλοι την είπανε θεά κι άλλοι την είπανε Αγία και κάποιοι Παναγία. Ο Κώστας Λιννός είδε τη μεγάλη Κυρία της Ποίησης, όπως ο Σολωμός τη Φεγγαροντυμένη, όπως ο Μπωντλέρ την «Περαστική», όπως ο Σικελιανός την Αναδυομένη, ο  Σεφέρης το ρόδο της Μοίρας, ο Ελύτης την «Κόρη που ’φερνε ο Βοριάς»· Ποίηση. Γι’ αυτήν ο κάθε καημός και η κάθε θυσία, γι’ αυτήν ο όρκος ο παντοτινός:  «Θα  φυλάω  τη  φλόγα  που  μου  δώρισες  στην  καρδιά  μου  ακόμα». Γι’  αυτήν οι προσευχές του:

«Θέλω  να  προσευχηθώ  σε  όλα  γύρω  μου  που  ένωσαν  όλους  τους

δρόμους  σε  έναν  για  να  με  οδηγήσουν  σε  σένα»·

Αυτό είναι το δικό του Άσμα Ασμάτων και αφορά όλες τις αγάπες που τις συγκεντρώνει σε μία· την Ποίηση. Την Ποίηση μόνο και τίποτα άλλο.

 

Ποίηση ω Αγία μου –συγχώρεσέ με

                     Αλλ’ ανάγκη να μείνω ζωντανός

λέει ο Οδυσσέας Ελύτης…

Εμπρός Σου ένα γονατίζω αγνή θεά και Σου φιλώ το διαμαντένιο  χέρι,  λέει ο Κωστής Παλαμάς. Κι έτσι σκοπεύει να μείνει  ζωντανός και ο Λιννός…

 

Ανθούλα Δανιήλ

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.