You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Μαρία Μόσχου, Μουσικοκριτική. Εκδ. Μπαρτζουλιάνος 2024

Ανθούλα Δανιήλ: Μαρία Μόσχου, Μουσικοκριτική. Εκδ. Μπαρτζουλιάνος 2024

Η Μαρία Μόσχου είναι πτυχιούχος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και αριστούχος Διδάκτωρ του ίδιου Πανεπιστημίου. Επίσης είναι πτυχιούχος πιάνου από το Εθνικό Ωδείο –Παράρτημα Παπάγου- και καθηγήτρια στο ίδιο Ωδείο –Παράρτημα Χαλανδρίου. Έλαβε  την Ιαπωνική υποτροφία Σασακάουα καθώς και από το Ίδρυμα «Αλέξανδρος Ωνάσης» για να ολοκληρώσει τη διατριβή της. Είναι μέλος της Μουσικολογικής Εταιρείας και Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών, και Μουσικοκριτικός στις εφημερίδες Τύπος της Κηφισιάς και Αμαρυσία. Έχει  τμηθεί με βραβεία από την Πρυτανεία του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από το ΊΚΥ, από Γενικό Επιτελείο Στρατού και από το Γαλλικό Ινστιτούτο με το Πρώτο Βραβείο σύνθεσης τραγουδιού στον Διαγωνισμό De la Frankophοnie.  Εργάζεται ως καθηγήτρια μουσικής σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία της Αθήνας, στο Μουσικό Γυμνάσιο στο Ίλιον ως καθηγήτρια στο σαντούρι, διδάσκει πιάνο και αρμόνιο σε παιδιά και ενήλικες και, τέλος, κάνει διασκευές σε γνωστά ελληνικά έντεχνα  και ξένες κλασικές συνθέσεις.

Πάνοπλη, λοιπόν, μας παραδίδει το σώμα της μελέτης της,  αποτελούμενο από το Προλογικό Σημείωμα,  τέσσερα Κεφάλαια και τη  Βιβλιογραφία.

 

Εν πρώτοις, έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο πλουσιότατο σε πληροφορίες, ενημέρωση σε βάθος και σχόλια πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, Μουσικοκριτική, το οποίο αποτελεί μέρος του διδακτορικού της –Ο Μανώλης Καλομοίρης ως μουσικοκριτικός– το οποίο όμως ευχάριστα και απολαυστικά μπορεί να διαβάσει όποιος αναγνώστης ενδιαφέρεται για τη μουσική και όχι μόνο ο επαΐων και αποκλειστικά ο καθ’ ύλην αρμόδιος. Τούτο οφείλεται στο ότι η Μόσχου μιλάει γενικώς για τη μουσική κριτική, για την ιστορία της, για τη μουσικολογική ματιά του προαναφερθέντος Μανώλη Καλομοίρη και την αισθητική- φιλοσοφική πλευρά της,  επισημαίνοντας ότι η «ερμηνεία των μουσικών έργων τέχνης είναι αλληλένδετη με τη μουσική κριτική και συνδέεται άμεσα με την “πρακτική της εκτέλεσης”». Παράλληλα μας προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες σχετικές με την εξέλιξη της μουσικής, τα μουσικά όργανα και τη μουσική πράξη.  Υπεύθυνος γι’ αυτό το τελευταίο είναι ο κριτικός. Ο μουσικολόγος Δημήτρης Χαμουδόπουλος θεωρεί την κριτική μια φυσική αντίδραση   στο άκουσμα –ερέθισμα, γράφει η Μόσχου.

Η κριτική, ως δημόσια εκδήλωση, ακολουθεί το ρεύμα του Διαφωτισμού, αρχής γενομένης από το τέλος του 17ου προς τον 18ο αιώνα, αν και, όπως μας πληροφορεί  η συγγραφέας, η μουσική κριτική είχε αρχίσει από τα αρχαία χρόνια και ότι ο Σοφοκλής, ο Θουκυδίδης, ο Ηρόδοτος και ο Πλούταρχος σχολίαζαν  π,χ.  την υπεροχή της κιθάρας  έναντι του αυλού. Στον Ρωμαϊκό κόσμο πάλι  η κριτική προβάλει από τις σάτιρες του Γιουβενάλη. Αφήνοντας κατά μέρος τις χρονολογίες, θα δούμε ονόματα που σχετίζονται με τη μουσική κριτική όπως των Γκαίτε, Σίλερ, Χόφμαν, Νίτσε, Μπέρναρ Σόου, Τόμας Μαν, Σούμαν Μπερλιοζ, Σοπενχάρουερ  και άλλων πολύ επιφανών,   κυρίως, στην εποχή του ρομαντισμού. Φυσικά η παράθεση των ονομάτων δείχνει πως η κριτική δε σταματά στους δημιουργούς μουσικής αλλά επεκτείνεται και σε ονόματα που διέπρεψαν στη Λογοτεχνία και τη Φιλοσοφία.

Παρακάμπτοντας πολλά, αν και πολύ  ενδιαφέροντα από τα περιεχόμενα του βιβλίου,  φτάνουμε στον 20ό αιώνα που η διάδοση είναι ευχερέστερη μέσω της ανάπτυξης του τύπου.

Παράλληλα, αναπτύσσονται οι Εθνικές Μουσικές Σχολές, με σκοπό την προώθηση της εθνικής μουσικής. Σημαντικότατη η ρωσική Σχολή, αλλά και η τσεχοσλοβακική  και η νορβηγική.

Στην Ελλάδα γράφτηκαν κριτικές από λογίους ή δημοσιογράφους, όπως ο Άγγελος Βλάχος, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου και άλλοι βεβαίως αλλά με χαρακτηριστικό τον ερασιτεχνισμό. Γεγονός είναι πως στη διαμόρφωση της μουσικής κριτικής ενός τόπου, υπεισέρχονται και κοινωνικο-πολιτικοί παράγοντες  που διαμορφώνουν την πολιτιστική περιρρέουσα ατμόσφαιρα και ότι όλες οι τέχνες και τα γράμματα παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες  ανταποκρίσεις, όπως έχει επισημάνει και ο Μπωντλαίρ.

Στα ονόματα επιφανών κριτικών περιλαμβάνονται οι: Μ.Κ. (Μανώλης Καλομοίρης), Νικόλαος Βεργωτής, Αύρα Θέρου, Σοφία Σπανούδη, Σοφία Κενταύρου-Οικονομίδου,  Γεώργιος Λαμπελέτ κ. ά. Ο Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών Γιώργος Κύρκος-Τάγιας (η Ένωση δημιουργήθηκε το 1928) επιμελήθηκε το 2023 την έκδοση τόμου με εισηγήσεις  τριών ημερίδων –Ημερίδες 2018-2022. Ανάλογες Ημερίδες υπάρχουν στα αρχεία της Ένωσης  από το 1934.

Η Μόσχου επισημαίνει ως απαραίτητες προϋποθέσεις, σε κάθε εποχή, την «αμεροληψία και αντικειμενικότητα». Όμως η έκφραση γνώμης είναι μια υπόθεση ατομική, υποκειμενική, που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Οπότε, ενώ χρέος του ερμηνευτή είναι να μην προδώσει το πνεύμα του συνθέτη, παράλληλο χρέος του είναι να μην αποστασιοποιηθεί από το προσωπικό του βίωμα. Ο συγκερασμός είναι δύσκολος αλλά ίσως αυτός είναι η απάντηση στο ερώτημα της Σφίγγας, κατά τον  Adorno, το οποίο επανατοποθετείται με κάθε νέα εκτέλεση ενός έργου.

Τα μουσικοκριτικά σημειώματα προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες, για τα έργα, τη δομή και τις τεχνικές της σύνθεσης, αλλά και τους κριτικούς, οι οποίοι παίζουν τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στον συνθέτη, τον εκτελεστή και το κοινό. Ο Νέστορας του κριτικού λόγου Αλέξανδρος Καζαντζής (ο σοφός γέρων του είδους, υποθέτουμε) θεωρεί την κριτική της μουσικής άξια να σταθεί πλάι στις εννέα μούσες, πλάι στην Ευτέρπη. Ο μέγας μουσικοκριτικός,  Μίνως Δούνιας  επισημαίνει ότι η δουλειά του κριτικού είναι να κρίνει και όχι να κατακρίνει. Ο κριτικός δεν ρίχνει κεραυνούς σαν τον Δία, δεν ειρωνεύεται και δεν ξεχνά πως και η δική του κριτική υπόκειται σε κριτική. Είναι φίλος του κρινόμενου και της κοινωνίας.  Η κριτική του πρέπει να τεκμηριώνεται με πειστική επιχειρηματολογία, για να αναχθεί από πάρεργο σε λειτούργημα κατά τον Καλομοίρη. Ο κριτικός πρέπει  να κάνει τον αναγνώστη που δεν άκουσε το έργο να νιώθει διαβάζοντας την κριτική σαν να το ακούει. Απαραίτητο χάρισμα βεβαίως είναι η καλλιτεχνική του φύση, αλλά και η πλατιά παιδεία του σε όλα τα πεδία.

Στο έργο του κριτικού, εκ των πραγμάτων, παρεμβαίνουν πολλοί εξωκαλλιτεχνικοί παράγοντες οι οποίοι δημιουργούν υποχρεώσεις, εξαναγκασμούς και ηθικά διλλήματα, τα οποία ενδέχεται να  προκαλέσουν δυσαρέσκειες και παρεξηγήσεις. Γι’ αυτό η παρέμβασή του οφείλει να είναι διακριτική και διαυγής.

Φυσικά, και επειδή κανείς δεν είναι αλάνθαστος υπάρχουν και τα παραδείγματα των σπουδαίων που έκαναν λάθος, όπως ο Γκουνώ π.χ. ο οποίος χαρακτήρισε τη Συμφωνία σε ρε του Σεζάρ Φρανκ «συνονθύλευμα ασυναρτησίας και μουσικής κενότητας» και είχε άδικο. Ωστόσο, ο Ρόμπερτ Σούμαν διακρίθηκε και ως μουσικοκριτικός και άλλοι, ανάμεσα τους, ο Λιστ ο Μπελλιόζ που έγραψαν θαυμάσιες κριτικές για συναδέλφους τους. Από την αντίθετη πλευρά, οι υπερβολικοί έπαινοι μπορεί να βλάψουν. Το παράδειγμα μας δίνει ο «μητροπουλισμός» για τον οποίο κατηγορήθηκε η Σοφία Σπανούδη, λόγω του θαυμασμού που έτρεφε για τον Μητρόπουλο.

Η Μαρία Μόσχου έκανε μια πλατιά και πλήρως εμπεριστατωμένη μελέτη, έχοντας το προνόμιο να γνωρίζει εκ των έσω και τα υπέρ και τα κατά του λειτουργήματος. Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν, ας συνοψίσουμε στα απολύτως απαραίτητα: γνώση του αντικειμένου, πλατιά παιδεία, μόρφωση, ευγένεια, ταλέντο, αίσθηση του ρόλου και συνεχής έρευνα, διότι ισχύει πάντα και για όλους η δια βίου παιδεία. Χρησιμότατες και οι επισημάνσεις για το πώς μεταφέρονται στην ελληνική τα ξένα ονόματα, όπως Σαίνμπεργκ και όχι Σένμπεργκ, Σαίξπηρ και όχι Σέππιρ. Εδώ ανοίγει ένα τεράστιο  κεφάλαιο που θα πρέπει κάποτε να συζητηθεί σοβαρά διότι η τακτική των ηλεκτρονικών περιοδικών επιβάλλει την απλούστερη μορφή, παραβλέποντας τη μεγάλη αντίδραση που υπάρχει γενικώς… Πάντως, συγχαίρουμε την Μαρία Μόσχου για το τόσο σημαντικό βιβλίο της· δεν υπάρχουν πολλά τέτοια και  θα θέλαμε να δούμε και τη διατριβή της ολόκληρη.

 

    Ανθούλα Δανιήλ

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.