You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΘΗΒΑ -TEBAS LAND, του Σέρχιο Μπλάνκο σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Στο Θέατρο του Νέου Κόσμου

Ανθούλα Δανιήλ: ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΘΗΒΑ -TEBAS LAND, του Σέρχιο Μπλάνκο σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Στο Θέατρο του Νέου Κόσμου

Αν και ο τίτλος μιλάει για Μια άλλη Θήβα – TEBAS LAND, τη γη της Θήβας, ο νους μας τρέχει στην Θήβα τη γνωστή και στις τραγωδίες του Θηβαϊκού κύκλου, εφόσον και ο συγγραφέας αυτό θέλει, με τη Θήβα στον τίτλο του και τον ήρωά του που, ως άλλος Οιδίπους, έχει σκοτώσει τον πατέρα του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο χιλιοβραβευμένος Γαλλο-Ουρουγουανός συγγραφέας Σέρχιο Μπλάνκο έχει σπουδάσει κλασική φιλολογία και τα έργα του παίζονται σε όλον τον κόσμο.

Στο έργο λοιπόν, ένας νεαρός άντρας, καταδικασμένος σε ισόβια ειρκτή, επειδή  σκότωσε τον πατέρα του, δέχεται την επίσκεψη ενός συγγραφέα- σκηνοθέτη για να μιλήσει μαζί του κάτω από ποιες συνθήκες έγινε το φονικό. Το υλικό των συνομιλιών θα συντεθεί σε έργο που θα ανεβεί στο θέατρο. Κι έτσι ταυτόχρονα βρισκόμαστε μπροστά στη διαδικασία και στο αποτέλεσμα του εγχειρήματος.

Εν πρώτοις, το θέμα μας θυμίζει το πριν από πολλά χρόνια βιβλίο του Τρούμαν Καπότε, Εν ψυχρώ, το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και θεωρήθηκε σπουδαιότατο και ως βιβλίο και ως ταινία, λόγω της συνεργασίας του καταδικασμένου σε θάνατο δράστη με τον συγγραφέα, της σχέσης που αναπτύχθηκε μεταξύ τους,  αλλά και λόγω  της εντύπωσης που έκανε το ειδεχθές έγκλημα στην κοινή γνώμη.

Κάπως έτσι, με ομοιότητες και διαφορές, ο  Σέρχιο Μπλάνκο διερευνά στο έργο του μια πατροκτονία. Το όνομα του πατροκτόνου Μαρτίν δεν είναι τυχαίο, αφού θυμίζει τον Άγιο Μαρτίν της Τουρ, που γλίτωσε τον θάνατο, αλλά εξορίστηκε διά βίου… .

Το όνομα του ηθοποιού που θα υποδυθεί τον πατροκτόνο είναι Φεδερίκο· σαν του Λόρκα μήπως; που έγραφε, δίδασκε και έπαιζε θέατρο;;; Ποιος ξέρει, πολλά τα νήματα των συσχετισμών…

Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης, αφού περάσει τις συμπληγάδες της  γραφειοκρατίας της φυλακής, θα αρχίσει τις συναντήσεις με τον Μαρτίν. Οι συναντήσεις γίνονται στο συρματοπλεγμένο γήπεδο του μπάσκετ, όπου ο Μαρτίν περνάει τον εκτός κελιού χρόνο του. Το σκηνικό λοιπόν είναι λιτό και ο κρατούμενος λαχανιάζει τρέχοντας πάνω κάτω κι όταν  πετυχαίνει το καλάθι,  χειροκροτούμε.  Ο συγγραφέας περιμένει να μπει μέσα και να αρχίσει η παράσταση. Το συρματόπλεγμα επιτρέπει σε μας, τους απέξω,  και στους νοητούς φύλακες, σύμφωνα με το έργο, να βλέπουμε τι γίνεται μέσα. Όλα στο φως δηλαδή, και η ψυχή του δράστη, αλλά και των άλλων, κυρίως του σκηνοθέτη που όσο ερευνά τον  πατροκτόνο, τόσο ανακαλύπτει τον εαυτό του, όπως ο Οιδίπους, ο οποίος διερευνώντας τη δολοφονία του Λάιου, επίσης,  έπεσε πάνω στον εαυτό του. Τα πρόσωπα επί σκηνής είναι πάντα δύο, αλλά ο ένας υποδύεται και τον πατροκτόνο και τον ηθοποιό, τον Φεδερίκο,  που θα υποδυθεί τον πατροκτόνο. Με τον διπλό ρόλο του ενός, του Δημήτρη Καπουράνη,  τα πρόσωπα γίνονται τρία. Όπως στην κλασική τραγωδία.

Η επαναλαμβανόμενη επίσκεψη και συζήτηση με τον συγγραφέα αποκαλύπτει σιγά σιγά την ψυχή του δράστη που, μετά από μεγάλη δυσκολία, θα αφήσει το πάθος  που τον πνίγει να ξεχυθεί σαν χείμαρρος  και να φτάσει στον θεατή της παράστασης, επιβεβαιώνοντας άλλη μια φορά την αλήθεια της λαϊκής ρήσης «έχει δίκιο και ο φονιάς».  Κι ενώ σκότωσε τον πατέρα του, υπεραγαπά τη μητέρα του. Δεν είναι αμελητέα επομένως και η αναφορά στον Σίγκμουντ Φρόιντ.

 

Το βάρος του έργου το σηκώνει ο Μαρτίν, ο δράστης, γιατί ο Φεντερίκο, στην παράσταση που παρακολουθούμε, βρίσκεται στο περιβάλλον, όχι στην καρδιά του προβλήματος. Ο Δημήτρης Καπουράνης είναι εκείνος που θα μπει για καλά στον ψυχικό  λαβύρινθο του ήρωα, που αλλάζει τη φωνή του, την κίνησή του, μιμείται τις εκρήξεις του αυθεντικού» πατροκτόνου του Μαρτίν, ενώ αποδίδει με ελαφράδα τον «μαϊμού» πατροκτόνο Φεδερίκο, ανοιγοκλείνοντας απλώς το φερμουάρ του μπουφάν του· Μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, λέει ο Αριστοτέλης.

Συγκεκριμένα, ο Φεδερίκο μεταμορφώνεται σε Μαρτίν με τον βάρβαρο και ακαλλιέργητο ήχο της φωνής του, το φτωχό λεξιλόγιό του, την καχυποψία του, επειδή είναι αγράμματος  και δεν καταλαβαίνει τις λέξεις, με όλα  γενικώς τα παραγλωσσικά χαρακτηριστικά του λόγου του –εκφράσεις, επιφωνήματα- που δείχνουν άνθρωπο κουμπωμένο, αρνητικό  και επιφυλακτικό, και τα συμπληρωματικά εξωγλωσσικά: κίνηση, συστροφή του σώματός του, χειρονομίες, πώς συνεχώς τραβάει τη φόρμα του πανομοιότυπα, λες από αμηχανία, πώς αποφεύγει το βλέμμα του άλλου. Όλα αυτά συνιστούν τη φανερή εκδοχή της κρυμμένης, καταβασανισμένης ψυχής του  και τη δυσκολία να ξεστομίσει την πράξη.

 

Από την άλλη, όταν ο Καπουράνης υποδύεται τον ηθοποιό, τον Φεδερίκο, τότε αυτομάτως η φωνή του γίνεται λαμπερή, καθαρή, οι φράσεις του ολοκληρωμένες και η ψυχή του ανάλαφρη. Είναι νέος και «άκαπνος»  ακόμα. Γελάει άνετα, μιλώντας για τα ακριβά αυθεντικά, αθλητικά παπούτσια του, γιατί γι’ αυτόν πρόκειται απλώς για έναν ρόλο, δεν τον βαραίνει ο φόνος του πατέρα, δεν ζει το μαρτύριο του δράστη.  Έχει την άνεση και την πολυτέλεια να μην είναι ο πατροκτόνος, αλλά να υποδύεται τον πατροκτόνο, να μην είναι αγράμματος αλλά να υποδύεται τον αγράμματο και, όπως ο αυθεντικός πατροκτόνος φοράει «μαϊμού» παπούτσια, έτσι ο ηθοποιός είναι «μαϊμού»  πατροκτόνος, όποτε η διαφορά ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι καταγράφεται με πολλές σημάνσεις, φαινομενικά ασήμαντες, σημαίνουσες όμως. Ο Καπουράνης, μπαινοβγαίνοντας στους δύο ρόλους, προσφέρει  συγχρόνως την δραματική ένταση του Μαρτίν και την ανακουφιστική συμπεριφορά του Φεδερίκο, όπως συμβαίνει και στην τραγωδία.

Συνομιλώντας με τον συγγραφέα οι «δύο» ήρωες –ο ηθοποιός και ο πατροκτόνος- φωτίζουν την προσωπικότητα του ανθρώπου· ποιού;  Όποιου. Ο «Άνθρωπος» είναι η απάντηση, λέει ο Σεφέρης, στο αίνιγμα που έθεσε η Σφίγγα στον Οιδίποδα και «ο άνθρωπος είναι η απάντηση όποιο κι αν είναι το ερώτημα», λέει ο Μπρετόν. Όλοι ενέχονται, τελικά, στο έγκλημα είτε το διέπραξαν είτε το διανοήθηκαν. Μάλλον  η πρόθεση  άρκεσε για το Κακό, λέει ο Ελύτης. Κι εδώ, στην άλλη Θήβα, στη φυλακή ή στην ψυχή ή στο μυαλό του Μαρτίν,  έχουμε και πρόθεση και πράξη.

 

Όμως, ας μην ξεχνάμε πως στο φόντο του έργου είναι πάντα ο Σοφοκλής και ο ήρωάς του ο Οιδίπους που σκότωσε τον πατέρα του, τον Λάιο στο δρόμο για τη Θήβα, αγνοώντας ότι ήταν πατέρας του. Που παντρεύτηκε τη μητέρα  του και έκανε παιδιά μαζί της, αγνοώντας ότι ήταν η μητέρα του. Και μετά, αφού έμαθε ποιος ήταν και  κατάλαβε τι ανοσιούργημα διέπραξε, έβγαλε τα μάτια του με μια περόνη…  Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μαρτίν σκότωσε τον πατέρα του, με ένα πιρούνι κι ένα πιρούνι κυκλοφορεί και στη σκηνή, υποδηλώνοντας ότι ο αρχαίος μύθος επαναλαμβάνεται στη σύγχρονη ζωή. Κι ακόμα πιο πίσω από τον Σοφοκλή ο μύθος μιλάει για  την Τιτανομαχία,  όταν ο Κρόνος είχε σκοτώσει τον δικό του  πατέρα, τον Ουρανό,  και μετά, αυτός σκοτώθηκε από τον γιο του τον  Δία.

 

Να σχολιάσουμε και τη φωτογραφία, όπου ο Μαρτίν μικρός βρίσκεται στην αγκαλιά του πατέρα του στη θάλασσα ευτυχισμένος. Στις εξομολογήσεις του όμως καμιά τέτοια στιγμή δεν θυμάται…

Ο έτερος των ηθοποιών, ο Θάνος Λέκκας, έχει τον ρόλο του σκηνοθέτη, του ανθρώπου που θα ανοίξει το στρείδι της ψυχής του πατροκτόνου. Είναι κάτω από άλλες συνθήκες εξομολογητής ή ψυχαναλυτής. Υπομονετικός,  όπως πρέπει να είναι κανείς με ένα προβληματικό παιδί, συγκαταβατικός, υποχωρητικός, μεθοδικός, προσηλωμένος όμως στον στόχο. Και ο εμφανής στόχος είναι να ρίξει φως στην πράξη και να γράψει το έργο, το οποίο τελικά θα πέσει σαν  ίαμα στην πληγή και παράλληλα θα γνωρίσει και ο ίδιος τον εαυτό του. Σαν να είναι ο ίδιος ο Οιδίπους που ερευνά τον θάνατο του Λάιου, αφού όπως είπε θα μπορούσε ίσως και αυτός να έχει σκοτώσει τον πατέρα του και ο Φεδερίκο και όλοι μας τελικά. Γι’ αυτό σκόπιμα ο Μπλάνκο αναφέρει και τους  αδελφούς Καραμάζοφ και την εκεί πατροκτονία. Ωστόσο, πέτυχε κάτι πολύ σημαντικότερο, θεράπευσε τον πάσχοντα. Γιατί το έργο μέσα στο έργο, η αρχαία τραγωδία εγκιβωτισμένη μέσα  στο σύγχρονο δράμα, θα φωτίσει την άλλη Θήβα περαίνοντας την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν. Ο Οιδίπους λυτρώνεται  μέσα στο φως, κατά τον Σοφοκλή, στο άλσος του Κολωνού. Και το πρόσωπο του Μαρτίν λάμπει στο φως ενός τάμπλετ, όπου σαν παιδί τον ακούμε να διαβάζει φωναχτά τον Πρόλογο του Οιδίποδα Τυράννου. Εν ολίγοις, η τραγωδία λειτούργησε δι ελέου και φόβου θεραπευτικά για όλους και τους δρώντες επί σκηνής και τους θεατές της.

Για να μην μείνει στον αέρα η πληροφορία ότι το έργο του Μπλάνκο συγγενεύει θεματικά, με ελαφρές διαφοροποιήσεις, όπως είπαμε στη αρχή, με το έργο του Καπότε, θυμίζω ότι ο Καπότε είχε υποσχεθεί στον θανατοποινίτη του ότι θα φρόντιζε να μειώσει την ποινή του. Αυτό δεν έγινε, ο θανατοποινίτης εκτελέστηκε, το έργο όμως είχε παγκόσμια απήχηση. Στην Άλλη Θήβα, ο συγγραφέας λέει στον Μαρτίν, ότι θα παίξει στο έργο, μετά ότι δεν θα παίξει, αλλά τη θέση του θα πάρει ένας ηθοποιός και ο Μαρτίν θα παρακολουθεί, αλλά ούτε αυτό έγινε. Όταν τελικά το έργο παίχτηκε και άρεσε και ο Μαρτίν μαθαίνει ότι θα βγει έξω στον κόσμο και όλοι θα δουν ότι γι’ αυτόν πρόκειται χαίρεται και ενθουσιάζεται. Και ακόμη, αν ο κατάδικος ερωτεύτηκε τον συγγραφέα και το αντίστροφο είναι και αυτό ένα θέμα που πέφτει στο τραπέζι και στα δύο έργα, ενώ στη ρίζα της τραγωδίας του Σοφοκλή κρύβεται η ομοφυλοφιλία του Λάιου, πατέρα του Οιδίποδα. Τέλος, αν ο Μπλάνκο στηρίχτηκε στον Σοφοκλή για να στήσει την ιστορία του,  ο Καπότε στηρίχτηκε στο πραγματικό γεγονός, αποδεικνύοντας ότι Τέχνη και πραγματικότητα είναι συγκοινωνούντα δοχεία, όπως κήρυτταν οι υπερρεαλιστές γι’ αυτό και οι θεατές, όταν βγαίνουν από το θέατρο,  θέλουν χρόνο για να βγουν και από την  έκσταση και να ξαναβρούν την ανάσα τους στον αληθινό κόσμο.

Στον Σέρχιο Μπλάνκο χρωστάμε ένα ευχαριστώ που σεβάστηκε τον μύθο και τον έκανε αγκωνάρι στο δικό του έργο, μας έδειξε τη λειτουργία του στη ζωή μας και τη συμβολή του στην θεραπεία της ψυχής μας. Κι ακόμα οφείλουμε να συγχαρούμε τους  συντελεστές της παράστασης που μετέφεραν στην ελληνική πραγματικότητα ένα έργο που γεννήθηκε μακριά από την Ελλάδα αλλά η ρίζα του ήταν εδώ και με τον ρόλο τους ο καθένας έδειξαν την έξοδο προς το φως: τον σκηνοθέτη Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, την μεταφράστρια Μαρία Χατζηεμανουήλ,  τον Σταύρο Γασπαράτο για τη μουσική, την Ξένια Θεμελή για την επιμέλεια της κίνησης, την Κλαιρ Μπρέισγουελ για τα κοστούμια, τον Απόστολο Κουτσιανικούλη για τον σχεδιασμό  των φωτισμών και το βίντεο, τον Πάτροκλο Σκαφίδα για τις φωτογραφίες και τον βοηθό σκηνοθέτη Γιάννη Παπαδογιάννη. Οπωσδήποτε να επαναλάβουμε τον ενθουσιασμό μας για τους δύο ηθοποιούς, τον Θάνο Λέκκα ΚΑΙ διπλά τον Δημήτρη Καπουράνη. Σε όλους ένα μεγάλο Μπράβο!!!

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.