You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Μήτσος Παπανικολάου, Τα Ποιήματα  (1916-1942) – Τα πεζογραφήματα (1913-1943). Φιλολογική Επιμέλεια Μιχ. Γ. Μπακογιάννης. Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ 2024

Ανθούλα Δανιήλ: Μήτσος Παπανικολάου, Τα Ποιήματα  (1916-1942) – Τα πεζογραφήματα (1913-1943). Φιλολογική Επιμέλεια Μιχ. Γ. Μπακογιάννης. Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ 2024

Πρώτα πρώτα θα ήθελα να εκφράσω την ικανοποίησή μου γι’ αυτή την έκδοση, η οποία δείχνει σεβασμό στους παλαιότερους δημιουργούς, συχνά ξεχασμένους, πράγμα λυπηρόν, και κυρίως άγνωστους στους νεότερους που νομίζουν πως η ποίηση, με άλμα  μέγα εις μήκος χρόνου, έφτασε από τον Όμηρο σ’ αυτούς. ‘Όχι, είναι πολλοί οι ενδιάμεσοι κρίκοι, και ας μην είναι ίδιοι όλοι οι κρίκοι. που συνέχουν τη μακρά σειρά των 25 αιώνων δημιουργίας Κάποιοι είναι τυχεροί που βρήκαν το υμνητή τους, όπως ο Οδυσσέας  τον Όμηρο, και ο Καθηγητής Μιχάλης Γ. Μπακογιάννης νεότερος μελετητής και θαυμαστής του έργου του Μήτσου Παπανικολάου,  τον μελέτησε συστηματικά και μας τον παρουσιάζει.

Η παρούσα έκδοση, διπλή – ένας τόμος για τα ποιήματα και ένας για τα πεζογραφήματα- πολυτελής, πλήρης, μοναδική στο είδος της, με εμπεριστατωμένη και λεπτομερή Εισαγωγή, ξεχωριστή για τον κάθε τόμο, επαναφέρει στη σκονισμένη μνήμη μας τον ποιητή.  Για να μην είμαστε αχάριστοι, ο Μήτσος Παπανικολάου,, ποιητής και πεζογράφος, είναι γνωστός στην Συντεχνία και έχει ανθολογηθεί στα σχολικά μας βιβλία, έχουν γίνει μελέτες για τον έργο του, όλες  ενδιαφέρουσες και όλες μνημονεύονται στο κείμενο και στα υποσελίδια υπομνήματα.

 

Α΄ Τα Ποιήματα  (1916-1942)

Ο τόμος περιλαμβάνει την Εισαγωγή, τα Ποιήματα, τις Μεταφράσεις, το Επίμετρο, τις Σημειώσεις, Ευρετήριο τίτλων και Ευρετήριο πρώτων στίχων.

Ο Καθηγητής και επιμελητής αρχίζει την Εισαγωγή  του με μια ποιητική αναφορά στα εξωτερικά χαρακτηριστικά του παπανικολάου, τα οποία θυμίζουν προτομές του Μποντλέρ, και φυσικά περιγραφές ανάλογες των ποιητικών ηρώων του Καβάφη… Ο Παπανικολάου φαινόταν ότι καταγόταν από ηρωική γενιά. Ήτα σοβαρός, λιγομίλητος, σκεπτικός βαρύς, όταν τον έβλεπες να περνά, αλλά και  καλός, καταδεκτικός και  χαμογελαστός από κοντά.

Γεννήθηκε στην Ύδρα το 1900, έζησε στον Πειραιά και στην Αθήνα. Επιχείρησε να σπουδάσει στη Νομική, αλλά  δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του,  έγινε χωροφύλακας για να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία, έμπλεξε με τα ναρκωτικά,  κατέληξε ράκος και πέθανε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο τον Οκτώβρη του 1943.

Η λογοτεχνική του καριέρα άνοιξε  από τα χρόνια του δημοτικού σχολείου, όταν έγραψε ένα ποίημα για τον Αθανάσιο Διάκο. Στα 16 του άρχισε να γράφει στη Διάπλαση των Παίδων και από εκεί και έπειτα γράφει τα δικά του, μεταφράζει ξένους μεγάλους ποιητές, Πόε π.χ. και στα 22 του ο Τέλλος Άγρας τον συμπεριλαμβάνει στην ποιητική του Ανθολογία νέων ποιητών (1910-1920).

Ο Παπανικολάου στέλνει κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες (πάνω από 200) πρωτότυπα και μεταφρασμένα. Όλα αυτά όμως είναι με χρονολογικές ανακολουθίες και σύγχυση, γράφει ο Μπακογιάννης, οι οποίες συνίστανται σε επανεκδόσεις ποιημάτων με διορθώσεις,  χωρίς όμως να διευκρινίζεται  ποια από όλες τις εκδοχές προτιμά ο ποιητής ως τελική. Ακόμα, υπάρχουν ποιήματα που δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ και δεν βρίσκονται στα κατάλοιπά του, ωστόσο κάνει λόγο γι’ αυτά. Έκδοση των μεταφράσεών του δεν μας άφησε, άφησε όμως  πολλές εκκρεμότητες,  γιατί είχε αρχίσει να έχει προβλήματα υγείας.

Στα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν εκδόσεις αρκετές,  ανάμεσα σε αυτές και η έκδοση του Κόρφη και άλλες, τελευταία του Μιχαήλ Χ. Ρέμπα, με τους εξαιρετικούς Προλόγους του Θωμά Κορβίνη και του Γιώργου Μαρκόπουλου. Ο Κοροβίνης απέδωσε ποιητικά την εικόνα του «κακού παιδιού», ο Μαρκόπουλος τον εκπεσόντα άγγελο που ακροβατούσε ανάμεσα στον έρωτα και στον θάνατο, και είχε μια «εικονοποιία άκρως γοητευτική». Ο Μπακογιάννης, κρατώντας τις αποστάσεις από το συναίσθημα, στράφηκε με αγάπη, ωστόσο, στον δημιουργό.

Ο Παπανικολάου ανήκει στη γενιά του 1920, συμπλέει με τον Καρυωτάκη, Λαπαθιώτη, Πολυδούρη, με στόχους για μια ποίηση με νέα ποιητική ευαισθησία, αυτογνωσία και λιγότερο λυρισμό. Μια ποίηση που έδειχνε δεσμούς με τη μουσική. Το έργο του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως έργο τομής σαν του Καρυωτάκη, ωστόσο, είναι σημαντική η παρουσία του στη γενιά του 1920. Χρακατηριστικοί, όσον αφορά την  αυτογνωσία, είναι  οι στίχοι

Κι εγώ βρίσκομαι ξένος  /μέσα στον κόσμο αυτό

Σαν ένας πεθαμένος / στον ίδιο του εαυτό

 

Επηρεασμένος από το spleen και τις γαλλικές του μεταφράσεις, μακριά από τη μεγαλοστομία του Παλαμά ή του Σικελιανού, ο Παπανικολάου γράφει ποιήματα για φανταστικά ταξίδια, χαμένη αγάπη  και παραθέτει παραδείγματα. Επιλέγω:

μες στης νύχτας το σκοτάδι,/ βλέπω σκέλεθρα, στοιχειά,/

 ξεραμέν’  από τον Άδη,/ να ζητάν κάποια ευτυχιά…

 

O Μπακογιάννης αναφέρεται συστηματικά σε πρόσωπα, ποιήματα και χρονολογίες, πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες, μπολσεβικισμό, παρακμή, σοσιαλιστικές ιδέες, προσωπική εμπειρία,   θάνατο:

 

   Το φεγγάρι απόψε λάμπει  / […]/ Το κοιτάω καθώς περνάει ,/ ταξιδιάρικο στα χάη/ πέφτει στο κρεβάτι απάνω / που ίσως μέλλει να πεθάνω….

 

[Δεν θα έλεγα ότι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν εμπνεύστηκε από αυτούς τους στίχους του Παπανικολάου τους δικούς του, στο τραγούδι του Μίμη Πλέσσα που τραγούδησε ο Τόλης Βοσκόπουλος:

Το φεγγάρι ζαλισμένο /στο σεντόνι κύλησε/ Ένα στόμα μελωμένο/έγειρε, με φίλησε

Όπου βέβαια, το φεγγάρι το κρεβάτι, ο έρωτας κι ο θάνατος βρίσκονται σε διακριτική αλληλουχία].

 

Οι προσωπικές επιλογές εμφανίζονται διακριτικά στο ποίημα «λυρικό»:

Ήταν αλήθεια πως εζούσα / κάποια ζωή ξεχωριστή,/

 ζούσα όπως ήθελε η Μούσα/ κι όπως δεν ήθελε η ζωή

 

Β΄ Τα Πεζογραφήματα (1926-1943)

Ο τόμος περιλαμβάνει την Εισαγωγή, τα Πεζογραφήματα, τις Μεταφράσεις, το Επίμετρο, τις Σημειώσεις.

Στις 20 Απριλίου 1913 κάνει την πρώτη εμφάνισή του στα Γράμματα ο νεαρός Δημήτριος Παπανικολάου, στο περιοδικό Παιδικός Αστήρ με το διήγημα «Το ναυτόπουλο» (θα έλεγα πως είναι σαφής η αναφορά στην παραλογή «Του Κυρ-Βοριά»). Ακολούθησαν άλλα δύο ποιήματα, δημοσιεύει και στη Διάπλαση των Παίδων (και ποιος δεν πέρασε από εκεί;).

Το πρώτο του πεζογράφημα ήταν «Η ευχή της μικρής πεθαμένης», το 1926, στην εφημερίδα του Πειραιά Χρονογράφος ο δρόμος του πλέον έχει ανοίξει. Ο Παπανικολάου γράφει και μεταφράζει, αλλά δεν εκδίδει σε αυτοτελή  έκδοση. Από την έρευνα  του Μπακογιάννη προκύπτει ότι ο συγγραφέας –ποιητής δημοσίευσε τριάντα εφτά πεζογραφήματα δικά του και ξένα μεταφρασμένα από τον ίδιο. Από αυτά τα είκοσι τρία, μικρής ή μεγαλύτερης φόρμας, μπορούν να χαρακτηριστούν διηγήματα,, τα επτά είναι νουβέλες, τα υπόλοιπα τέσσερα μεταφράσεις και φιλοξενήθηκαν σε συνέχεις στο περιοδικό Μπουκέτο.

Και ενώ τα ποιήματα τα επανεξέταζε κι έτσι τα έχουμε σε παραλλαγές, με τα πεζά δεν γινόταν το ίδιο, εκτός εξαιρέσεων. Από τους ξένους συγγραφείς επιλέγει να μεταφράσει αυτούς  που γεννήθηκαν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα – ο κατάλογος είναι πλούσιος-  ο μεγαλύτερος σε ηλικία είναι ο γνωστός σε όλους μας  Έντγκαρ Άλαν Πόε και ο νεότερος, τιμημένος με το βραβείο Γκονκούρ, Μαρσέλ Αρλάν. Η προτίμησή του στους Γάλλους είναι εμφανής.

Στα κείμενα του ο Παπανικολάου εκφράζει τη δεσπόζουσα αντίληψη της εποχής του για την κοινωνία που ήταν η ηθική ωφέλεια και η τέρψη του αναγνώστη (dulce et utile/ dulcis et utilis). Έτσι παραδίδει κείμενα ελληνοκεντρικά, οικογενειακά, ερωτικά, κάποια είναι εμπνευσμένα από τα ξένα πρότυπα, βεβαίως,  που όμως απαντούν  και στα ελληνικά. Ο Μπακογιάννης  χαρακτηρίζει τη θεματική αυτή του Παπανικολάου ως «αστική πεζογραφία» και προβαίνει σε σχόλια τεχνικής. αφηγηματολογίας, μηχανισμούς αληθοφάνειας, αδυναμίες κ.λπ. αποδίδει μάλιστα τις επιλογές του λογοτέχνη σε μια σύμπλευση με την αντίληψη για τον ρόλο της δημιουργίας στο περιοδικό, στο οποίο φιλοξενείται το κείμενο. Επίσης,  παρεμβαίνει δυναμικά, όταν θέλει να προβάλει  ξένους συγγραφείς της πρωτοπορίας. Στόχος του μάλλον είναι να υπηρετήσει τη «μεταψυχαρική αστική ηθογραφία του ρεαλισμού …με την επιδίωξη … να λειτουργήσει ως φορέας αξιών και παλμογράφος κοινωνικών συμπεριφορών και … προβλημάτων». Τέλος, το έργο του δεν δείχνει «συντονισμένο με τη σύγχρονή του ελληνική μεσοπολεμική πεζογραφία» ή τις ανανεωτικές τάσεις. Περισσότερο συνάδει με την προηγούμενη γενιά, του τέλους του 19ου αιώνα, Το σημαντικό είναι πάντως, όσον αφορά τις μεταφράσεις του, πως έκανε γνωστό το έργο των ξένων συγγραφέων στο ελληνικό κοινό.

Στον παρόντα τόμο, ακολουθεί το κυρίως σώμα με τα πεζογραφήματα, τις μεταφράσεις,  το Επίμετρο και τις  Σημειώσεις, όπως είπαμε.

Σ’ αυτές τις σημειώσεις αξίζει κανείς να σκύψει με προσοχή και αγάπη γιατί εκεί θα βρει πληροφορίες που φέρνουν στην επιφάνεια στοιχεία συνταρακτικά για μία έκδοση. Παραθέτω δειγματοληπτικά τη σημείωση στο κείμενο «Ο Ωραίος Βαλεντίνος» που δημοσιεύτηκε στο Μπουκέτο, τχ. 224, στις 19 Ιουλίου 1928. Αντιγράφω:

«(Το διήγημα αυτό του Ζολά, ανέκδοτο και στη γαλλική ώς σήμερα, βρέθηκε τελευταία στα χειρόγραφά του, από τους συγγενείς του. Πρόκειται να συμπεριληφθεί στα «Άπαντά» του μεγάλου συγγραφέως, τα οποία εκδίδονται κατ’ αυτάς στο Παρίσι, σε πενήντα τόμους)».

 

Με άλλα λόγια, σχεδόν 100 χρόνια μετά, ένα κείμενο μεταφρασμένο και δημοσιευμένο στα ελληνικά, βρίσκει τη θέση του εκεί που ανήκει στα Άπαντα του μεγάλου Ζολά.

Τέλος, πρέπει να συγχαρούμε τον Καθηγητή Μιχάλη Μπακογιάννη για τη συστηματική έρευνα, μελέτη και παρουσίαση του έργου του Μήτσου Παπανικολάου και τις εκδόσεις Σμίλη για την επιμελημένη και άρτια έκδοση που παίρνει τη θέση της στις Βιβλιοθήκες ελπίζω κάθε επίσημου φορέα και ιδιωτικού.

 

 Ανθούλα Δανιήλ

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.