You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ:   Ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, σε σκηνοθεσία Πέτερ Στάιν, με τον Βασίλη   Χαραλαμπόπουλο στον ρόλο του κεντρικού ήρω

Ανθούλα Δανιήλ:   Ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, σε σκηνοθεσία Πέτερ Στάιν, με τον Βασίλη   Χαραλαμπόπουλο στον ρόλο του κεντρικού ήρω

Ο Μολιέρος

Ένας από τους μεγαλύτερους κλασικούς ποιητές του Θεάτρου,  ο Jean – Baptiste Pοquelin, αλλιώς Μολιέρος, γεννήθηκε και πέθανε στο Παρίσι (1622-1673). Η ζωή του ήταν το θέατρο και ο θάνατος τον βρήκε μέσα στο θέατρο, επί σκηνής, μετά από ισχυρή αιμορραγική κρίση, όταν έπαιζε τον  Κατά φαντασίαν ασθενή, αν και δεν είναι απολύτως βέβαιο. Ζούσε κυριολεκτικά για το θέατρο, το οποίο αγάπησε ως θεατής και υπηρέτησε ως  θεατρικός συγγραφέας, ως ηθοποιός και ως δάσκαλος της κωμωδίας.

Όταν οι ηθοποιοί πεθάνουν δεν έχουν θέση στο νεκροταφείο, ωστόσο, ο Βασιλιάς, του οποίου ο Μολιέρος είχε την εύνοια, του εξασφάλισε μία θέση εκεί που θάβονταν τα αβάπτιστα βρέφη. Αν και η ταφή έγινε κρυφά,  μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε για να τον αποχαιρετήσει. Ο νεκρός φορούσε πράσινα ρούχα, όπως  ο Κατά φαντασίαν ασθενής του φορούσε πράσινες κορδέλες, οπότε τα πράσινα ρούχα του Μολιέρου έδωσαν στο πράσινο χρώμα τον συμβολισμό της κακοτυχίας του ηθοποιού, και γι’ αυτό, στα έργα του, ακόμα και σήμερα οι ηθοποιοί τιμώντας τον φορούν κάτι σε πράσινο χρώμα.  Το 1792 τα οστά του μεταφέρθηκαν  στο Μουσείο των Μνημείων και το 1817 στο νεκροταφείο  Père Lachaise, όπου βρίσκονται όλοι οι επιφανείς άνθρωποι του πνεύματος.

Αν και σπούδασε Νομικά και έγινε δικηγόρος, αν και ο πατέρας του φιλοδοξούσε να τον δει θαλαμηπόλο του Βασιλιά, εκείνος, όταν   ερωτεύτηκε μια ηθοποιό και μέσω αυτής το θέατρο, εγκατέλειψε τη δικηγορία και έγινε ηθοποιός. Η ζωή του ήταν ταραχώδης και περιπετειώδης. Περιφερόταν με τον οικογενειακό θίασο, με άπειρες   δυσκολίες και πολλές αποτυχίες, χωρίς όμως ποτέ να σκεφτεί να το απαρνηθεί.

Στα 1665 άρχισε να γράφει τα δικά του έργα για να καυτηριάσει τα ανθρώπινα ελαττώματα και κυρίως των γυναικών. Η συγκυρία ήταν γι’ αυτόν ευνοϊκή γιατί ο Βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ΄ είχε εντάξει στα πολιτισμικά του προγράμματα και τα Γράμματα. Επειδή η κοινωνική κριτική του ενοχλούσε πολλούς,  ο Βασιλιάς τον συμβούλεψε να την αποφύγει, εκείνος όμως όχι μόνο δεν την απέφυγε αλλά  πέτυχε και μεγαλύτερη χρηματοδότηση.

 

Ο Μισάνθρωποςο Πικρόχολος ερωτευμένος) γράφτηκε στα 1666 και πρωτοπαίχτηκε στο Παρίσι, στο θέατρο Παλαί Ρουαγιάλ, στις 4 Ιουνίου του ίδιου έτους από το θίασο του Βασιλέως. Λογοτεχνικοί του πρόγονοι είναι ο Δύσκολος του Μενάνδρου, ο Μονότροπος του Φρυνίχου, ο Τίμων του Αντιφάνη, ο Τίμων ή Μισάνθρωπος του Λουκιανού και ο Τίμων ο Αθηναίος  του Σαίξπηρ. Εν ολίγοις, ο Μολιέρος είχε έτοιμη την ιδέα και επεξεργάστηκε τις λεπτομέρειες σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής του.

Ο δικός μας Μισάνθρωπος ανέβηκε στις 19 Απριλίου 2023 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, με αφορμή το έτος Μολιέρου και τα 400 χρόνια από  τη γέννηση του.

Στην Ελλάδα ο Μισάνθρωπος έχει ευτυχήσει, με πολλές μεταφράσεις και επιτυχημένες παραστάσεις. Στη συγκεκριμένη παράσταση η μετάφραση έγινε από την Λουίζα Μητσάκου, ευχάριστη στο έμμετρο περπάτημά της. Ο Πέτερ Στάιν ανέβασε την ίδια παράσταση και στο Παρίσι το 2018 και σε πολλές πόλεις της Γαλλίας με μεγάλη καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία.

 

Το θέμα

Ο ήρωας του έργου, ο  Alceste (το όνομα κατάγεται από την Άλκηστη του Ευριπίδη, αλλά η ιδέα από τον Μένανδρο), δεν σταματά, στις πέντε πράξεις του έργου, να διακηρύσσει το μίσος του για την υποκρισία που υπάρχει στον κόσμο, πράγμα που τον καθιστά χολερικό, γκρινιάρη, μελαγχολικό, μοναχικό  και, εντέλει, δυστυχή.

Συμπρωταγωνιστής στο έργο και αληθινός φίλος του Alceste είναι ο ψύχραιμος και λογικός Φιλάντ, ο οποίος του παραστέκει μέχρι το τέλος, χωρίς βεβαίως να κατορθώσει να τον συνετίσει. Άλλωστε και αυτού την φιλία ο Alceste βρίσκει τα επιχειρήματα να την αμφισβητήσει. Όμως, παρά την έλλειψη εμπιστοσύνης σε οποιονδήποτε άνθρωπο, έχει ολόψυχα παραδοθεί στην ωραία και φιλάρεσκη Σελιμέν –ιδού η αχίλλειος φτέρνα του- που την τριγυρίζουν όλη μέρα θαυμαστές και υποψήφιοι εραστές, που της αρέσει να  κουτσομπολεύει και που δε βρίσκει μια στιγμή να μείνει μόνη με τον «αγαπημένο» της. Ο  Αλσέστ που δεν αντέχει τον κόσμο, που αγωνίζεται εναντίον της υποκρισίας, που δεν μπορεί να συγκρατήσει την άποψή του για τους άλλους, που τους πετά κατάμουτρα την περιφρόνησή του, κάνει συνεχώς εχθρούς και μάλιστα κάποιους με επιρροή που θα τον σύρουν και στα δικαστήρια.

 

 

Βλέποντας και κρίνοντας

Ο θεατής που προσέρχεται στο επιβλητικό Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς βρίσκεται σε ένα μεγαλοπρεπές περιβάλλον ανάλογο εκείνου της σκηνής, όπου εξελίσσεται η θεατρική πράξη που είναι επίσης μεγαλοπρεπές, αυστηρό, κλασικό, στατικό με ελάχιστες μικροδιαφορές που θα προκύψουν, όπως οι καρέκλες που θα μπουν για τις ανάγκες μιας σκηνής και θα αφαιρεθούν αμέσως μετά.

Οι ηθοποιοί που εμφανίζονται πρώτοι, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος (Αλσέστ) και  ο Γιωργής Ταμπουράκης (Φιλάντ) περπατούν, συζητώντας και διαφωνώντας, διασχίζοντας όλο το πλάτος της σκηνής.  Η πρώτη σκηνή εξαντλείται σ’ αυτό το περπάτημα του ενός προς το μέρος του άλλου και του άλλου προς το μέρος του ενός, με ένα πιγκ πογκ επιχειρημάτων, στο οποίο παραπέμπει και η  αμφίδρομη κίνηση. Ο Φιλάντ συμφωνεί με τις συμβατικές αβρότητες κι όσα απαιτούν οι τύποι, ο Αλσέστ δεν αποδέχεται κανένα κατά συνθήκην ψεύδος κι είναι έτοιμος να τα βάλει με όλο το ανθρώπινο γένος.

Το μονότονο πέρα-δώθε διακόπτει με την είσοδό του, στη δεύτερη σκηνή, ο Γιώργος Γλάστρας  (Ορόντ) που υποδύεται έναν τελείως ατάλαντο ποιητή, ο οποίος θέτει ένα σονέτο του στην κρίση του Αλσέστ. Κι ενώ ο ένας «κύριος» αρνείται να το δει, κι ο άλλος «κύριος» με πείσμα επιμένει, ο  επιμένων «κύριος» -κατ’ εξοχήν υποκριτής και φιλοκόλακας- θα εισπράξει κατάμουτρα την απόρριψη και ο Αλσέστ θα προσθέσει έναν ακόμα εχθρό στη συλλογή του.

Το θέμα είναι πως ο Αλσέστ αποδομεί όλη την κοινωνία και δεν αφήνει

τίποτα όρθιο. Είναι ο γκρεμιστής των πάντων, όπως θα έλεγε και ο δικός μας ο Κ. Παλαμάς, ενώ  ο Φιλάντ ακολουθώντας το κοινωνικώς ορθόν είναι συγκαταβατικός και ευγενικός.

Στη δεύτερη πράξη, η ίδια αντιπαράθεση λαμβάνει χώρα ανάμεσα στον Αλσέστ και τη Σελιμέν, την οποία κατηγορεί ο Αλσέστ για τους φίλους της, όπως και εκείνον τον Κλιτάντρ με την ξανθιά περούκα και το μεγάλο νύχι στο αριστερό δαχτυλάκι του -μόδα των δανδήδων της εποχής- ωραιότατη θεατρική φιγούρα. Η έμπειρη Όλια Λαζαρίδου, η κουτσομπόλα που μεταφέρει τα σχόλια από εδώ εκεί και αντιστρόφως,  απέδωσε πολύ εύστοχα την Αρσινόη που  είναι πρόθυμη να κατηγορήσει τις νέες, μια και πέρασε η μπογιά της, αλλά και πρόθυμη για όποιον είναι πρόθυμος για τις ώριμες. Το κοστούμι της, απέξω πένθιμο, αλλά από μέσα φανταχτερό αποτελούσε δείχτη του φαίνεσθαι και του είναι. Η Αρσινόη θα στήσει μια νέα αντιπαράθεση επιχειρημάτων με τη Σελιμέν και γενικά όλο το έργο  θα τραμπαλίζεται ανάμεσα σε μια θέση και σε μια άρση.

Ο Θεοδόσης Τάνης, ο ψηλόλιγνος, κομψός υπερεκλεπτισμένος  μαρκήσιος είναι το απόλυτο δείγμα εκείνου που μισεί ο Μισάνθρωπος. Ο  γκροτεσκοαριστοκράτης  Αχιλλέας Σκεύης,  «κοντός» και ατσούμπαλος  υποψήφιος γαμπρός για τη καλλονή Σελιμέν,  το άκρον άωτον της αλαζονείας και της «αυτοεκτίμησης», λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο.  Και οι δυο μαζί  προσθέτουν τη νόστιμη πινελιά τους και κεντρίζουν το γέλιο του κοινού. Η Νάνσυ Μπούκλη, ως σωστή και συνετή Ελιάντ, παίζει το αντίβαρο της  διαρκώς χαρούμενης Σελιμέν. Ο Δημήτρης Ντάσκας μπαίνει φουριόζος με τους μπόγους του, μπουρδουκλώνεται, αμάθητος από σαλόνια και αριστοκρατίες και αποδίδει με επιτυχία τον μάλλον μπουφόνικο και πολύ χαρακτηριστικό ρόλο του αμήχανου διεκπεραιωτή. Ο  Βαγγέλης Δαούσης και ο Γιώργος Τριανταφύλλου -υπηρέτες- συμβάλουν στη δημιουργία της κωμικής, στην επιφάνεια, ατμόσφαιρας, αλλά τραγικής στο βάθος της.

Και ιδού ο πρώτος, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, γνωστός και αγαπητός από ρόλους και κυρίως από τη τηλεόραση, αλλά και από τον, πριν λίγα χρόνια,  Συρανό ντε Μπερζεράκ σε ανάλογο περίπου ρόλο, μπαίνει με  στίχο σαν σπαθί απέναντι σε κάθε ενοχλητικό, σαν από άμβωνος ιεροκήρυκας ή σαν να  ήταν ο ίδιος ο Μολιέρος που  αποκαθήλωνε τους υποκριτές. Αυστηρός και αγέλαστος, «ακοινώνητος», η σκοτεινή όψη της σελήνης αλλά και της κομψής και σικάτης Σελιμέν. Η Βασιλική Δουρουκλάκη υπηρέτησε φιλότιμα τον ρόλο που απαιτούσε να  συγκεράσει τον  Αλσέστ και την κοσμικότητα. Με μία ελισσόμενη δολιχοδρόμο επιχειρηματολογία, έφτασε επιτέλους να παραδεχτεί πως επιλέγει ό,τι ομορφαίνει τη ζωή και απαιτούν τα νιάτα της. Επομένως χωρίζει τον  Αλσέστ. Ο Μολιέρος ξέρει ότι η ζωή έχει δικαιώματα και η νιότη δεν χαμπαριάζει από σεμνότητες και τέτοια. Έτσι ο Αλσέστ αποσύρεται για να ζήσει έντιμος την ερημιά του σε κάποια γωνιά του κόσμου, αφού σ’ αυτόν εδώ δεν έχει θέση, και την κακοήθεια του κόσμου δεν την αντέχει.

 

Πληροφοριακά

Τα κοστούμια της παράστασης είναι όλα εξαιρετικά, κατασκευάστηκαν στο Παρίσι, από το  Atelier Caraco Anezou και είναι τα ίδια που χρησιμοποιήθηκαν στη γαλλική παραγωγή. Πολύχρωμα ενδύματα, καπέλα, παπούτσια, αγκράφες, περούκες,  φραμπαλάδες δαντέλες, πράσινες κορδελίτσες – συνιστούσαν μια πανδαισία χρωμάτων πλήρως υποστηρικτική της πληθωρικής, ασύστολης και υποκριτικής κοινωνίας, ενώ τα μαύρα ρούχα και οι μπότες του Αλσέστ αρμονικά απέδιδαν τον άλλο πόλο του ήθους και τον ασκητικό μονοχνοτοτισμό του. Το πράσινο, χρώμα της κακοτυχίας του Μολιέρου, όπως είπαμε ήδη,  ήταν αισθητό σχεδόν σε όλα τα κοστούμια, ακόμα και στους αγκώνες στο σκούρο κοστούμι του Αλσέστ. Τα παπούτσια της παράστασης κατασκευάστηκαν από τον οίκο υποδημάτων Pompeii Shoes, στη Ρώμη και οι περούκες των Αλσέστ, Φιλάντ και Ορόντ κατασκευάστηκαν από την Audelloteatro,  στο Τορίνο.

Γενικά η παράσταση, αν και στατική –κατ’ ανάγκην- συντηρητική και κλασική, ήταν ευπρεπής και, όσον αφορά την όψη, φαντασμαγορική. Πέρασε τα μηνύματα του έργου  με χτυπήματα μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Όσο για τον επιφανή σκηνοθέτη, με όλο το δέος και τον σεβασμό που του οφείλουμε,  δεν νομίζω πως κόμισε στην τέχνη κάτι που δεν θα μπορούσε κι ένας Έλληνας σκηνοθέτης να κομίσει.

Συντελεστές: ΜΕΤAΦΡΑΣΗ Λουΐζα Μητσάκου, ΣΚΗΝΟΘΕΣIΑ Peter Stein, ΣΚΗΝΙΚA Ferdinand Wögerbauer, ΚΟΣΤΟYΜΙΑ Anna-Maria Heinrich, ΦΩΤΙΣΜΟI Νίκος Βλασόπουλος, ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ Δάφνη Λιανάκη

Ερμηνεύουν

Βασίλης Χαραλαμπόπουλος (Αλσέστ),  Παρασκευή Δουρουκλάκη (Σελιμέν), Όλια Λαζαρίδου (Αρσινόη), Γιωργής Τσαμπουράκης (Φιλέντ), Νάνσυ Μπούκλη (Ελιάντ), Γιώργος Γλάστρας (Ορόντ), Γιώργος Ψυχογιός (Μπασκ), Δημήτρης Ντάσκας (Ντυμπουά), Αχιλλέας Σκεύης (Ακάστ), Θεοδόσης Τανής (Κλιτάντρ), Νικόλας Μυλωνόπουλος (χωροφύλακας), Βαγγέλης Δαούσης και Γιώργος Τριανταφύλλου (υπηρέτες).  Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Λέπουρης, SocialMedia – Internet: Ζουρνάς Κωνσταντίνος|Digital.gr

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.