You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Ο Σαββόπουλος της καρδιάς μας

Ανθούλα Δανιήλ: Ο Σαββόπουλος της καρδιάς μας

Η ρήση του Γιώργου Σεφέρη ότι «ένα έργο, εκτός από τις ουσιαστικές αρετές του, οδηγεί ακόμα και πολιτικά, πολύ καλύτερα από ένα σωρό δημόσιους ρήτορες», βρίσκει την επαλήθευσή της στην Ελλάδα και στο έργο του Διονύση Σαββόπουλου.  Το τραγούδι έχει βαθιές ρίζες και η δύναμη του μεγάλη· το δημοτικό, ο Θούριος στα προεπαναστατικά χρόνια,  το «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά, η «Άρνηση» στην κηδεία του Σεφέρη… ήτοι  ο δημοτικός άγνωστος τραγουδιστής,  ο Ρήγας, ο Σικελιανός, ο Μίκης, άλλοι πολλοί, τελευταίος, ίσως, των Μοϊκανών,  ο Διονύσης, ο οποίος, άνευ ορίων, άνευ όρων, όπως έλεγε ο Ανδρέας Εμπειρίκος, έλυσε κάθε σπάγκο και ελευθερώθηκε από κάθε τι που του έβαζε όρια  ή τον δέσμευε μέσα στο κανονιστικό καλούπι του καθωσπρεπισμού.

Ο Σαββόπουλος υπηρέτησε την ιδέα του με σεβασμό στην Ελλάδα, στην παράδοση και στον πολιτισμό, άσκησε κριτική σε όλους, στην κοινωνική ζωή και στην πολιτική πράξη. Κούνησε το δάχτυλο, μίλησε σα δάσκαλος, δίδαξε «Ιστορία» και «γραμματική», ήταν θαυμάσιος αφηγητής και υπέροχος παραμυθάς.

Οι ρίζες του βρίσκονται ψηλά, στην Κωνσταντινούπολη και στην Φιλιππούπολη, ωστόσο, γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1944 στη Θεσσαλονίκη, όπου και πέρασε τα πρώτα νεανικά του χρόνια μέχρι που κατέβηκε στην Αθήνα το 1963 με ένα «Φορτηγό».  Αυτός ήταν και ο πρώτος του δίσκος.

Αν και με φορτηγό, προσγειώθηκε στη γενιά μας ουρανοκατέβατος σαν να έσκασε βόμβα στην ελληνική μουσική και στο τραγούδι, αλλάζοντας το τοπίο στον χώρο. Προηγουμένως είχαν ταράξει, επίσης, τα νερά ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης. Τα «χατζιδάκια μ’, θεοδωράκια μ’», όπως τότε ανελέητα διακωμωδούσε και προ ουδενός δεν ορρωδούσε. Ο πρώτος με τις αλλιώτικες μελωδίες και τον μοντέρνο παιχνιδίζοντα στίχο του, ο δεύτερος με τη διθυραμβική διάσταση του έργου και όχι μόνο, είχαν επίσης τραντάξει τα νερά στον μουσικό χώρο και εκεί όλοι είχαμε βρει τη θέση μας, όταν ο Σαββόπουλος, πλασμένος από κάθε ίνα των προηγούμενων, αλλά και τελείως αλλιώτικος κατέφθασε οργισμένος νέος και έτοιμος από καιρό να τα βάλει με όλους. Ήταν πραγματικά μοντέρνος και ο χρόνος που έτρεξε απέδωσε δικαιοσύνη. Ο Σαββόπουλος ανάμεσα σε πολλά άλλα επαινετικά και για τον λυρικό Μάνο που επαίνεσε και στο Ηρώδειο και για τον επικό  Μίκη που τον αποκάλεσε οικουμενικό, μεγαλοφυή,  λεοντόκαρδο, Αναγεννησιακό, και ενεργό σε όλους τους αγώνες για ελευθερία και δημοκρατία.

Ο Σαββόπουλος, ξεπερνώντας τη νεανική του «αυθάδεια», δικαίωσε την αγωνιούσα προσδοκία μας.

Στο «Φορτηγό» που τον είχε μεταφέρει, είχε μεταφέρει επίσης όλη την ελληνική παράδοση εκμοντερνισμένη, την αρχαία και τη νεότερη, την επανάσταση του 21 τους μαρμαρωμένους  ήρωες και λωποδύτες και βάζοντας μέσα στις εκτελέσεις των έργων του σπουδαίες φιγούρες του παραδοσιακού τραγουδιού, μία από το ρεμπέτικο –τη Σωτηρία Μπέλου- και μια από το δημοτικό – τη Δόμνα Σαμίου-  επανέφερε το περιφρονημένο παρελθόν σε μια άλλη νέα διάσταση. Το δικό του το τραγούδι ήταν  και λαϊκό και παραδοσιακό και αλλιώς μοντέρνο. Στους ρυθμούς του έβρισκε θέση ο καλαματιανός «ας αρχίσουν οι χοροί», ο τσάμικος «Καλώς όρισες, πουλί μου,  λεβεντιά ελληνική μου», «τραγούδια αλλιώτικα και επαρχιώτικα», κυκλικά και μοναχικά ζεϊμπέκικα.

Ο Σαββόπουλος μας ταξίδεψε «με αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους, τους παλιούς», μας πήγε πίσω στην ιστορία, στα πάθη της φυλής και της εποχής, ξαναζωντανεύοντας τον παλιό Καραγκιόζη, στοχαζόμενος την ασταθή αλλά πολύ αγαπημένη «Συννεφούλα», μας ξαναέστειλε στο κυλικείο της Σχολής μας να μας κεράσει ρόφημα και να μας θυμίσει «Τι ζητάω; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω».

Ε! να έφτασε η ώρα και  έφυγε «απ’ αυτή τη φυλακή», μόνο που είναι λάθος πως «κανείς δεν θα τον περιμένει, οι δρόμοι θα ’ναι αδειανοί  κι η πολιτεία του πιο ξένη»… Εκεί που ο Διονύσης πάει  τον περιμένει όλη η κουστωδία, στα  «αριστερά στην Εδέμ με τους αγγέλους  στα FM», τη Σωτηρία, τη Δόμνα, τον Παπάζογλου,  τον Λαυρέντη, κι ακόμα πιο πίσω τον Τσιτσάνη και τους άλλους της δική του γενιάς…  Ο Διονύσης πέρασε την Πύλη, στάθηκε με «τις κουβέρτες στη μασχάλη κι αργοκουνώντας το κεφάλι», χαιρέτισε τον φρουρό και «χωρίς βουλή χωρίς θεό»,  «σαν βασιλιάς σ’ αρχαίο δράμα» είπε «τη λέξη και το γράμμα». Για τις επιλογές δεν μας χρωστάει εξηγήσεις και ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω, αν τολμάει να κρίνει σήμερα το τι και γιατί έγινε κάποτε.

Και βέβαια Ο Σαββόπουλος δεν  ταξιδεύει πια «με αεροπλάνα και βαπόρια», αλλά παραδοσιακά ελληνικά,  με μια βαρκούλα που θα τη φυσάει η θάλασσα η πλατιά και το αγέρι θα τον πάει «στα πέρα μέρη». Ή θα ακολουθήσει τους ήχους τους καλεστικούς από τα κλαρίνα που τραβάνε «ίσια σε ανηφοριές με κυπαρίσσια».

Τι είναι τελικά ο Σαββόπουλος; Ακούμε τον ίδιο:

«αυτό που λέμε Σαββόπουλος δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο “Σάββο”, όπως τον έλεγε ο συγχω­ρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός».

«Εγώ είναι ένας άλλος» είπε ο Ρεμπώ και ο Σαββόπουλος αυτόν επαναλαμβάνει. Παιδί άτακτο, απείθαρχο, αναρχικό, ταλαντούχο, τολμηρό που όμως όσο περνούσαν τα χρόνια έγινε πιο λυρικό, πιο τρυφερό, πιο συμβιβαστικό, και άπλωσε το χέρι γενναιόδωρα σε όλους τους νεότερούς του, κατανόησε και  αγάπησε όλους τους  παλιότερούς του.

Ο Σαββόπουλος με το μακρύ σκούρο παλτό, τα μακριά μαλλιά και την κιθάρα, ο Σαββόπουλος με τα κουρεμένα μαλλιά ή με το λιγνό κοτσιδάκι στο σβέρκο, όταν όλα τα μαλλιά είχαν πια εγκαταλείψει το γυαλιστερό κρανίο, ο Σαββόπουλος με τον διάσημο μπερέ –σαν Λούτσιο Ντάλα- και με τον πιο ωραία εκτελεσμένο Caruso με τη Μαρία Φαραντούρη, ο Σαββόπουλος με τα μαύρα και τα άσπρα ρούχα, ο Σαββόπουλος με τα στρογγυλά γυαλιά και τις τιράντες, ο Σαββόπουλος Αχαρνέας  Δικαιόπολις….

Ο Διονύσης Σαββόπουλος της καρδιάς μας, μας αποχαιρετάει γιατί βρήκε τη χαραμάδα ανοιχτή για να γλιστρήσει στον άλλο γαλαξία και άρπαξε την ευκαιρία στον Παράδεισο να πάει….

Τώρα στο χώμα μου πατάω,

έκλεισα ειρήνη μοναχός

και ταπεινά σε χαιρετάω

Δε θέλω μάχες και το δρόμο πήρα

……………………………………

Κερνάω ειρήνη σ’ ένα φλιτζανάκι,

……………………………………..

η ασπίδα μου θα κρέμεται στο τζάκι…

 

 

 

 

   Ανθούλα Δανιήλ

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.