You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: ΣΤΟ   ΜΠΑΛΚΟΝΙ

Φάνης Κωστόπουλος: ΣΤΟ   ΜΠΑΛΚΟΝΙ

Δε θ’ άξιζε, νομίζω, τον κόπο να γυρίσω τη μνήμη μου στα                παιδικά χρόνια, αν η παιδική μου ζωή δεν ήταν τόσο ασυνήθιστη, ώστε σπάνια, πολύ σπάνια θα τύχαινε άνθρωπος να έχει ζήσει ως παιδί κάτι παρόμοιο. Είναι αλήθεια και υπάρχουν άνθρωποι σήμερα που μπορούν να το βεβαιώσουν, ότι έπαιξα και αλήτεψα με τα παιδιά που εκείνη την εποχή τα έδειχναν  με το δάχτυλο και έλεγαν πως είναι του δρόμου. Πάντα όμως είχα στη σκέψη μου και την καρδιά μου και τα άλλα παιδιά που έλεγε ο κόσμος πως είναι από καλά σπίτια και μεγαλώνουν σε ένα μπαλκόνι με ένα βιβλίο στα χέρια. Αυτοί οι μικροί άγγελοι — του δρόμου ή του βιβλίου – ήταν οι πρώτοι μου δάσκαλοι. Οι δρόμοι και τα μπαλκόνια (αν θέλετε το πιστεύετε) τα πρώτα μου σχολεία. Καλύτερη τύχη δεν μπορούσα να έχω και ούτε μπορούσα να φανταστώ. Όσοι όμως αλήτεψαν μαζί μου στους αθηναϊκούς δρόμους έχασαν για πάντα την ευλογία της μόρφωσης× όσοι πάλι μου διάβαζαν και με άλλαζαν από θηρίο σε άνθρωπο δε χάρηκαν ποτέ τον παιδικό παράδεισο των αθηναϊκών δρόμων. Ένα από τα δύο ήταν γι’αυτούς χαμένο. Ήμουν, επομένως, ο μόνος ανάμεσα στους φίλους που, σαν το γιο του Λαέρτη, στάθηκα ο πιο τυχερός: δεν είδα μόνο τις σειρήνες× τις άκουσα κιόλας.

Ακόμα και τώρα, στο σούρουπο της ζωής, παρά τους κινδύνους που κρύβουν οι δρόμοι, δεν μετανιώνω για την ελεύθερη, παιδική ζωή που έζησα. Άλλωστε, η μεγάλη στροφή που έκανα από τους δρόμους στα βιβλία ήταν τόσο δύσκολη και σχεδόν ακατόρθωτη, ώστε και αυτή η ποίηση δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον θαυμασμό της για τέτοιες ανθρώπινες προσπάθειες :

Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθείς απ’ τις σειρήνες

                     Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.

                                                          *

               «Εν αρχή» ήμασταν δυο φίλοι, δυο μικρά παιδιά προσχολικής ηλικίας. Ύστερα ήρθε το σχολείο. Σε ποια τάξη ήμασταν τότε του δημοτικού δε θυμάμαι. Πάντως εκείνο το πρωινό στο σχολείο μάθημα δεν κάναμε. Μας έδιωξαν. Μικρά παιδιά, καθώς ήμασταν, δεν το θεώρησαν υποχρέωσή τους να μας πουν το λόγο για τον οποίο δεν κάναμε σχολείο. Ακούστηκε όμως πως κάποιος μεγάλος πέθανε. Δεν έχει σημασία ποιος. Αυτό που μέτραγε για μας ήταν πως δε θα γινόταν μάθημα. Τρελοί από χαρά φύγαμε για το σπίτι. Πήραμε τη Μιχαήλ Βόδα, το δρόμο με τις πασχαλιές, που όταν ανθίζουν, λέει ο ποιητής,

ραντίζουν με φωτιά το ηλιοβασίλεμα.

      Στην καθολική εκκλησία, κάτω από τα μεγάλα πεύκα,  αφήσαμε τον Λάκη, που ήταν το σπίτι του απέναντι. Στη σύντομη αυτή στάση και όσο εσύ κουβέντιαζες με τον  συμμαθητή μας πριν χωριστεί από μας, γύρισα και  κοίταξα την εκκλησία. Μαζί με το βλέμμα μου πήγε σ’ αυτή και η σκέψη μου. Πόσην ώρα  θα έμενα ακίνητος, κοιτάζοντας αυτό το κτίσμα του δυτικού πολιτισμού, δεν  μπορώ να πω, γιατί με τράβηξες ξαφνικά απ΄το μανίκι και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Ωστόσο, η δύναμη που με είχε καθηλώσει  εκεί δεν ήταν θρησκευτική ευλάβεια ή κάποιο θείον όραμα, αλλά μια έλξη και μια περιέργεια τόσο σκοτεινές τότε, όσο φανερές και σαφείς είναι σήμερα. Συνεχίσαμε το δρόμο μας και λίγα βήματα πιο κάτω φτάσαμε στην πρώτη κάθετο της Μιχαήλ Βόδα,  την  Ιουλιανού. Εκείνη την εποχή το οδωνύμιο σ’ αυτό το κομμάτι του δρόμου ήταν Λιβανίου, για να τιμήσουν, όπως φαίνεται, μαζί με τον μαθητή και τον δάσκαλο. Άρχιζε από την  Αχαρνών και κατέληγε στη Λιοσίων. Και ήταν τότε αυτός ο δρόμος ένας φαρδύς, πολύ φαρδύς χωματόδρομος γεμάτος μαγαζιά και δίπατα σπίτια. Στρίψαμε αριστερά και αμέσως πιο κάτω δεξιά. Όπως καταλαβαίνεις, φίλε, μπήκαμε στην Αλκαμένους, στο χωματόδρομο του σπιτιού σου. Προχωρώντας περάσαμε πρώτα τη μπακαλοταβέρνα του Πλατανίτη, όπου ο παππούς σου, ο γαλήνιος αυτός άνθρωπος, έπινε εκείνη την ώρα το κρασάκι του με λίγο κεφαλοτύρι στο λαδόχαρτο× έπειτα φτάσαμε στο φροντιστήριο του Μπόκου, γεμάτο πάντα γυμνασιόπαιδα, για να καταλήξουμε μετά  στο Κεράδικο. Εκεί απέναντι ήταν το 48, ο αριθμός του σπιτιού σου. Ανεβήκαμε την ξύλινη και λίγο στριφτή σκάλα και με σιγανές κλοτσιές στην πόρτα, όπως το συνήθιζες πιτσιρικάς, έκανες τη γιαγιά σου να μας ακούσει και να μας ανοίξει. «Γιαγιάκα,» φώναξες μόλις την είδες «δεν έχουμε σήμερα σχολείο!» και η στεντόρεια παιδική φωνή σου πρόδιδε τη χαρά σου. Ξαφνιασμένη, καθώς ήταν,  φάνηκε από το βλέμμα και την έκφραση του προσώπου να μην το πιστεύει. Όταν όμως γύρισε προς εμένα και είδε να το επιβεβαιώνω με ένα πλατύ χαμόγελο, κάθε αμφιβολία της έφυγε.

Η γυναίκα είχε την ησυχία της και έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Οι γονείς του φίλου μου, μορφωμένοι άνθρωποι, εργάζονταν και έλειπαν τέτοια ώρα απ’ το σπίτι. Έτσι όμως που ήρθαν τα πράγματα  θα έπρεπε τώρα η γιαγιά ν’ απασχολήσει και δυο μικρά παιδιά κοντά στις δουλειές που είχε. Ευτυχώς εκείνες τις μέρες η θεία, η αλησμόνητη εκείνη θεία, είχε κάνει πάλι το θαύμα της: του είχε φέρει, όπως το συνήθιζε, ένα καινούργιο βιβλίο. Ο φίλος μου δεν το είχε ακόμα διαβάσει. Περίμενε να έρθει το Σαββατοκύριακο για να το  αρχίσει. Ήταν, βλέπεις, ένα παιδί που δεν έβγαινε να παίξει στο δρόμο, ένα παιδί ευγενικό και σοφό από τα βιβλία που διάβαζε, αλλά και πολύ εύθραυστο για την κονίστρα του δρόμου. Ήταν, θα ‘λεγα, όπως εκείνο το παιδί στο ποίημα του Τέλλου Άγρα:

                                Να, εσύ τον κόσμο τον φοβάσαι×

                                τ’ άλλα παιδιά δε σ’ αγαπάνε,

                                σε ρίχνουν χάμω, σ’ ανικάνε…

                               κάλλιο μες στο σπίτι να ‘σαι

                               με τη λάμπα, με τα βιβλία…

Τώρα όμως δινόταν η ευκαιρία να το ξεφυλλίσουμε μαζί. Πήραμε το βιβλίο και βγήκαμε στο μπαλκόνι. Το γλυκό αυτό πρωινό του φθινοπώρου μάς το επέτρεπε. Και το λέω αυτό, μολονότι ο ουρανός ήταν γκρίζος, εγγλέζικος, θα ‘λεγε κανείς. Εγγλέζικη ήταν και η ιστορία του βιβλίου: Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος του Ουώλτερ Σκοτ. Με άλλα λόγια, μια μυθιστορηματική αφήγηση της Τρίτης Σταυροφορίας. Τα ηνία της ανάγνωσης τα κρατούσε, βέβαια, ο φίλος μου. Εγώ και να ήθελα δεν μπορούσα: σχεδόν ακόμη συλλάβιζα τότε. Πρώτη φορά, λοιπόν, και μάλιστα από το στόμα  ενός μικρού παιδιού, άκουγα μαγεμένος γι’ αυτόν τον πολεμόχαρο βασιλιά της Αγγλίας, που μίλαγε μόνο γαλλικά και που τριάντα χρόνια αργότερα έτυχε  να θαυμάσω τον έφιππο ανδριάντα του έξω από το Αγγλικό Κοινοβούλιο και ακριβώς τη στιγμή που ο Μεγάλος Βενιαμίν σήμαινε μεσημέρι. Το ηρωικό στοιχείο, σ’ αυτή την ηλικία, έβραζε μέσα μου.

Η παιδική μου φαντασία δεν άργησε να πάρει φωτιά: Χριστιανοί ιππότες του Ριχάρδου και μουσουλμάνοι του Σαλαδίνου, πυρωμένοι στο καμίνι της πίστης και της μισαλλοδοξίας, μάχονταν, σώμα με σώμα, μπροστά μου και γύρω μου, στ’ όνομα του Χριστού και του Αλλάχ. Τα παιδικά μου μάτια γέμισαν χρώματα, σχήματα και λάμψη: σημαίες, σκουτάρια, μπαϊράκια, κοντάρια, σπαθιά, πανοπλίες. Μόνο ο χρωστήρας του Ρούμπενς θα μπορούσε ν’ αποδώσει αυτό το άγριο και συνάμα μεγαλειώδες σύμπλεγμα ανθρώπων και αλόγων, ενώ οι στίχοι της παιδικής μου μούσας, πνιγμένοι μέσα στην  κλαγγή των όπλων και τους  αλαλαγμούς των πολεμιστών, μόλις που έφταναν  στ’ αφτιά μου:

Στον κίνδυνο όμοια πέφτουνε με δήμιου πελέκι

                 Ιππότες σιδερόφραχτοι, του Χάροντα νταήδες,

                Κι αβρό παιδί με στέλνουνε φιλί στ΄αστροπελέκι.

 

                                                *

           Ό,τι δεν μπορούσε να μου δώσει τότε το σχολείο, μου το έδινε τώρα, με τρόπο μοναδικό, θαυματουργό, θα έλεγα πιο σωστά, ένα μικρό παιδί που προσπαθούσε, με το διάβασμα αυτού του βιβλίου, όχι να με μορφώσει, αλλά να με κρατήσει κοντά του, να μη φύγω και πάω στους δρόμους ν’ ανταμώσω με άλλα παιδιά και μείνει μόνο του στο μπαλκόνι. Και είναι αλήθεια πως δεν  είχα τη δύναμη να φύγω, ενώ καθώς διάβαζε, σαν μεγάλος  δάσκαλος, αυτό το βιβλίο, φάνταζε – δεν  υπερβάλλω καθόλου – ίδιος ο Ιησούς  δωδεκαετής  στο Ναό.  Όταν  έφυγα από το  σπίτι του,  νόμιζα πως είχα  βρεθεί  ολοζώντανος, όπως εκείνος  ο  Γιάνκης του Μαρκ Τουέιν  από το Κονέκτικατ, στον κόσμο της  ιπποσύνης –  τόσο εκφραστικά και παραστατικά διάβαζε το μικρό αυτό παιδί εκείνο το γλυκό πρωινό του φθινοπώρου στο μπαλκόνι του, τη μικρή αυτή φυλακή ανηλίκων για παιδιά καλών οικογενειών.

 

     

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.