You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Παντελής Βουτουρής, κάπου στην Κύπρο στον νομό Πρεβέζης…Εισαγωγή στην ποιητική του Κώστα Μόντη. Εκδ. Ερατώ 2024

Ανθούλα Δανιήλ: Παντελής Βουτουρής, κάπου στην Κύπρο στον νομό Πρεβέζης…Εισαγωγή στην ποιητική του Κώστα Μόντη. Εκδ. Ερατώ 2024

Παντελής Βουτουρής, Ομότιμος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Διευθυντής στο Σπουδαστήριο Πετρώνδα Κύπρου επίσης, πρόεδρος του Θ.Ο.Κ. , σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης, εκπόνησε διδακτορικό με τον Δ. Μαρωνίτη, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, από 2023 διδάσκει στην Κύπρο. Έχει γράψει περισσότερες από 100 μελέτες,   έχει τιμηθεί με το πρώτο βραβείο δοκιμίου του Αναγνώστη και το πρώτο Κρατικό Βραβείο δοκιμίου του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου για το βιβλίο του Ιδέες της σκληρότητας και της Καλοσύνης. Εθνικισμός σοσιαλισμός, ρατσισμός, εκδ. Καστανιώτη 2017 και πάρα πολλά ακόμα βιβλία για την Νεοελληνική Φιλολογία.

Ο Βουτουρής, με αυτή τη βαριά αρματωσιά,  μελετά λεπτομερειακά το έργο του Κώστα Μόντη και με τον τρόπο του μπαίνει στο ποιητικό εργαστήριο του, στα ποιήματά του, στο μυαλό και στην καρδιά του. Κατ’ αρχάς  διακρίνει τρεις περιόδους στη δημιουργία του ποιητή.  Η πρώτη είναι  η προσωπική, ιδιωτική, αποκλειστικά, περιοχή, χαρακτηρίζεται από το σύνδρομο της Πρέβεζας. Η  δεύτερη από 1954 κι έπειτα, ο Μόντης βγαίνει από την ιδιωτική του σφαίρα και εισχωρεί στον αντιαποικιακό αγώνα. Σ’ αυτή τη φάση ο μελετητής θα ασχοληθεί εκτενώς και με την περίπτωση του Λώρενς Ντάρελ.  Σε μια τρίτη φάση, ο Μόντης ασχολείται με όλα τα σύγχρονά του δεινά.

Ο Βουτουρής μιλάει για ισοτοπίες, στις οποίες ο ποιητής διαπλέκει προσωπικές εμπειρίες, εφηβικές αναμνήσεις, γονείς και άλλα οικογενειακά πρόσωπα, όπως τον μισθοφόρο πατέρα, την ετοιμοθάνατη έγκλειστη στο δωμάτιό της μητέρα, και τέλος τον ποιητικό «“ετερόκοσμο” της έρημης χώρας της σύγχρονης κόλασής μας».

Στο πρώτο κεφάλαιο ασχολείται με τα νιάτα του ποιητή, τις σπουδές του στην Αθήνα στη Νομική, τις πρώτες εμφανίσεις του στην εφημερίδα Ελευθερία με χρονογραφήματα και άλλα κείμενα,  και «την πρώτη ισχνή ποιητική συλλογή» που κυκλοφόρησε στη Λευκωσία το 1934, με τον τίτλο Με μέτρο και χωρίς μέτρο και ένα σημείωμα που άφηνε πολλά υπονοούμενα για το αποικιοκρατικό καθεστώς. Αργότερα την αποκήρυξε σιωπηλά…

Ακολουθεί η δεύτερη συλλογή, τα Minima (1946), με ερωτικά και σκωπτικά ποιήματα, στα οποία δεν έχει δείξει ακόμα τι είναι ικανός να γράψει, αλλά είναι εμφανής ο διάλογός του με τους καταξιωμένους ποιητές της Ελλάδας· τον Παλαμά και την «περδικόστηθη τσιγγάνα» του, ωστόσο δεν έχει σχέση «με τη ρομαντική παράδοση και βρίσκεται εγγύτερα σε έναν νεότερο», τον Καρυωτάκη, όπως θα δείξει η εξέλιξή του μετά το 1954.

Με τον μισθοφόρο πατέρα, από χρόνια πεθαμένο, άνοιξε η πληγή από όπου ξεπήδησε το μίσος τους για τους Εγγλέζους. Παράδειγμα «Ο μισθοφόρος από την Ατλαντίδα» που για βιοποριστικούς λόγους σκοτώνει ανθρώπους «αδιακρίτως», εκτελώντας «πειθήνια τις διαταγές που του δίνονταν». Το ποίημα θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στα αντιπολεμικά.

Η «εμπειρία των μεταλλείων» είναι  μια «ιστορία εξαθλίωσης» και σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή του ποιητή, όπου εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους.  Ο μελετητής –συγγραφέας θα καταθέσει πλούσιο σχολιαστικό και αποδεικτικό υλικό.

Στο δεύτερο μέρος της μελέτης, με τον τίτλο  «Ο πολιτικός Μόντης και τα συλλογικά αδιέξοδα, έχουμε τη «διάσπαση στα χρόνια του αγώνα». Εμφανίζει τη συλλογή Στιγμές   (1958), στην οποία πειραματίζεται με «τις τεχνικές του ελάχιστου ποιήματος». Τα ποιήματα αυτής της ενότητας τα αφιερώνει σε ήρωες του αγώνα, πράγμα που τον ελευθερώνει,  παρά τους κατασταλτικούς μηχανισμούς των Άγγλων. Ο Μόντης από τις μικροσυγκαλύψεις των Στιγμών περνά σε αποκαλύψεις, φέρνοντας στο φως τα ονόματα των ηρώων που παλαιότερα έκρυβε. Ωστόσο, η απόκρυψη ήταν ποιητικής τάξεως και όχι ιστορικής.

Στις άτιτλες ή έντιτλες στιγμές του, βασανίζεται  από τη βαριά ατμόσφαιρα της Ένωσης και επειδή ως πολιτικός καθοδηγητής της ΕΟΚΑ έβλεπε το αδιέξοδο.:

Ξεκινήσαμε φτερωτοί πρωί –πρωί / σαν τους μαθητές που πηγαίνουν εκδρομή […]Γυρίσαμε αποσταμένοι, τσακισμένοι […] («Ο γυρισμός»).

Ο ποιητής αντιμετωπίζει με ποιητικά σχόλια τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, με  ανυπόγραφο άρθρο στην εφημερίδα, όπου εμφατικά τονίζει: «Ούτε θα κατανοήση ούτε θα συγχωρήση ο λάος».

Πέντε χρόνια αργότερα, στις Κλειστές πόρτες (1964), θα στιγματίσει τις Συμφωνίες. Στίχοι όπως

«χαρταετοί είμαστε,/ χαρταετοί πιασμένοι στα ηλεκτρικά σύρματα», «εκεί έξω διευθετούν ερήμην»,  «Έγιναν όλα τόσο πίσω απ’ την πλάτη μας», «Και τι θα γίνουμε τώρα,/ θα σχίσουμε τα παλιά μας σχολικά τετράδια/  πούταν γεμάτα χρωματιστή “Ένωση”» αποτελούν τη δυσφορία και την απογοήτευση του ποιητή από την Ιστορία.

«Ένα βιβλίο προπαγάνδας. Τα Πικρολέμονα του Λόρενς Ντάρελ». Στην ενότητα αυτή ο Βουτουρής με αφορμή το βιβλίο που δείχνει την «ευγενική» συμπεριφορά στων Γάλλων στην Αλγερία, μπαίνει στο θέμα του Άγγλου, δυστυχώς, φίλου «του άλλου πολέμου», όπως έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης,  ο οποίος έδρασε στην Κύπρο. Αρχικά φιλέλληνας και ελληνομαθής ο Ντάρελ υπηρέτησε πιστά την πατρίδα του, εξοντωτικά  για την Κύπρο, ως καθηγητής Αγγλικών στο σημαντικότερο σχολείο, το Παγκύπριο Γυμνάσιο, αλλά και ως διευθυντής της Υπηρεσίας πληροφοριών, με άλλα λόγια της αγγλικής προπαγάνδας. Το 1956 έφυγε από την Κύπρο, όπου δεν ένιωθε ασφαλής,, με τόσα που είχε διαπράξει, και το 1957 κυκλοφόρησε το ρατσιστικό βιβλίο Τα πικρολέμαονα.  Ένα βιβλίο  γεμάτο μίσος για τους ανθρώπους  που  κατοικούσαν το νησί, λοιδορίες για τον Αγώνα τους και τους εκτελεσμένους νεαρούς ήρωές του,  διαστρεβλωτικό, εξωπραγματικό, που παρά τις όποιες λογοτεχνικές του αρετές, εξοργίζει τον αναγνώστη με τις αναλήθειες και τις παραμορφώσεις. Ο Βουτουρής θα δώσει πολλά παραδείγματα από αυτό το βιβλίο, αλλά και άλλα, στα οποία αναφερόταν ο Ντάρελ, για να τεκμηριώσει τις γεμάτες μίσος και βλασφημία παρατηρήσεις του. Ο Ντάρελ είχε σχέδιο καταστολής του ενωτικού κινήματος και σχέδιο πραγμάτωσής του.

Οι κλειστές πόρτες  του Μόντη αποτελούν την απάντηση στα Πικρολέμονα, όπου συναρτώνται με τις Συμφωνίες της Ζυρίχης, το άδοξο τέλος και την εγκατάλειψη  του Αγώνα, τη διάψευση και το «αδιέξοδο». «Ο Μόντης αντιπαραθέτει στον αυτοδιηγητικό λόγο του Ντάρελ τον συγκινησιακά φορτισμένο λόγο ενός δεκαπεντάχρονου μαθητή … υποδήλωση της δράσης των μαθητών στα χρόνια του Αγώνα».  Κι ακόμα μιλάει για τους Καραολή, Δημητρίου, Μάτση, Αυξεντίου, χωρίς να γράφει χρονικό ή  ιστορία, ωστόσο το έργο έχει την αξία του ντοκουμέντου. Ανάμεσα σε πολλά άλλα αναφέρεται και στη φωνή της Αθήνας από το ραδιόφωνο στην οποία όμως, οι Άγγλοι έβαζαν παράσιτα για να μην ακούγεται καθαρά η προσφώνηση:  «Αδελφοί Κύπριοι» και το μήνυμα της Ελλάδας.  Αποσπάσματα από τα Πικρολέμονα αντιπαραβάλλονται με τα αληθινά γεγονότα, πράγμα  που αποδεικνύει το μέγεθος της διαστρέβλωσης ακόμα και στα διαδραματιζόμενα στο δικαστήριο.

Τα κείμενα αντιστικτικά –Πικρολέμονα και Κλειστές πόρτες- τεκμηριώνουν τον λόγο του Βουτουρή. Οι Κλειστές πόρτες είναι η απάντηση στον Ντάρελ και σε κάθε άλλον που έγραψε για κείνη την εποχή. Κι ο Μόντης:

Ώσπου δεν γινόταν, κάποιος έπρεπε να μιλήσει πια. Κάποιος που έζησε τα   τ’  ανεπανάληπτα εκείνα τέσσερα χρόνια

Για τα γεγονότα στα τέσσερα αυτά χρόνια μίλησαν ο Ρόδης Ρούφος, Ο Γ.Φ. Πιερίδης, και άλλοι.

Στο τρίτο Μέρος του βιβλία έχουμε «Τα γράμματα στη μητέρα», όπου ο Μόντης δίνει τις προεκτάσεις του, κάτι που πολύ τον δυσκόλεψε να κλείσει το κεφάλαιο και να ανοίξει άλλο, κάτι σαν  ποιητικός επίλογος, ένα «πρακτικό αντίκρισμα της αυτοαναφορικής δήλωσης του Μόντη (ότι στις ποιητικές συνθέσεις δίνω εγώ τις προεκτάσεις μου και όχι , απλώς, τους πυρήνες, όπως έκανα στις Στιγμές).

Μέρος πρώτο του ποιήματος, η δυστοπική έρημη χώρα μετά τις Συμφωνίες της Ζυρίχης (40 στίχοι). Μέρος δεύτερο «ένας επίλογος που καλά καλά δεν έχει τη θέση του» (άλλοι 46 στίχοι). Μέρος τρίτο επιλογικό (στ. 88-116) «ξέρουμε πως δεν πρόκειται», για στίχους που επαγγέλλονται μια νέα «αυγή».

Τα «γράμματα στη μητέρα» είναι «ο λόγος της απουσίας» αγαπημένων προσώπων, στίχοι από γνωστά ποιήματα αγαπημένων ποιητών, όπως «Γράμμα στον Καίσαρα Εμμανουήλ», στον Νίκο Καββαδία, στον Γιώργο Σεφέρη,  ποιήματα-γράμματα που «ζητούν να φτάσουν στον προορισμό τους». Ο Παύλος Κριναίος στο δικό του ποίημα, γραμμένο δεκαετίες πριν από του Μόντη, «Γράμμα στη μητέρα μου», έχει έντονο το πεισιθάνατο καρυωτακικό κλίμα (να εδώ πάλι ο νομός Πρεβέζης στον τίτλο του βιβλίου). Ο Μόντης θα αρχίσει το δικό του «Γράμμα» το 1965, το 1972 θα δημοσιεύσει το δεύτερο και το 1980 το τρίτο, μετά την τουρκική εισβολή. Ο θάνατος, οι ανεπούλωτες πληγές, οι τραυματισμένοι τόποι, ο Πενταδάκτυλος, η Λευκωσία,  το εγκαταλελειμμένο  στρατόπεδο, η εποχή του θανάτου, έρχονται σε αντιδιαστολή με τη θάλασσα της Κερύνειας, τις αγαπημένες μνήμες από το παρελθόν, την εποχή της  αθωότητας.

 

Σ’ αυτά τα «γράμματα» ο ποιητής είναι εξομολογητικός, προσωπικός ανήκει στο εγώ, μιλάει με τη μητέρα του αλλά και με το σύμβολο μητέρα. Σε ένα δεύτερο επίπεδο γίνει συλλογικός, ανήκει στο εμείς, είναι ο πολιτικός Μόντης, ενώ ο οικουμενικός ανοίγεται στον κόσμο έξω από τα σύνορα του τόπου του.

Στο «Αντί Επιλόγου» μέρος του βιβλίου, η Βουτουρής μιλάει για τη «Διάσπαση και σύνθεση». Η διάσπαση του ποιητή είναι τριπλή: ποιητική, ψυχολογική, πολιτική. Όλες όμως αυτές μέσα στο έργο συναιρούνται. Ωστόσο ο Μόντης υποδεικνύει, γράφει ο Βουτουρής «τις ρωγμές του συνθετικού του ποιήματος»… αν και στον υπομνηματισμό έχει πολλά να αντιπαραθέσει.
Εν ολίγοις,  ο Παντελής Βουτουρής συνέγραψε ένα βιβλίο, εξετάζοντας λεπτομερώς την ποίηση και την ποιητική του Μόντη, αλλά και τα πάθη της γλυκιάς πατρίδας Κύπρου.

Στο εξώφυλλο το σκοτεινό έργο του Ανδρέα Λαδόματου, καθώς και στη σελ. 211.

    Κάπου στην Κύπρο, στον νομό Πρεβέζης κάποιος ποιητής πάντα πεθαίνει…

 

   Ανθούλα Δανιήλ

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.