You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Περί του Βάσου Βόμβα

Ανθούλα Δανιήλ: Περί του Βάσου Βόμβα

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Ο Βάσος Βόμβας Θυμάται …

 

ΚΑΛΩΣ ΣΑΣ ΒΡΗΚΑ!

«Καλώς σας βρίσκω, αγαπητοί συμπατριώτες πάλι

-ύστερα από δεκάχρονη μπόρα κι ανεμοζάλη…-

Έτσι άρχιζε ο Στρατής Παπανικόλας, στις 11 Ιουλίου του 1952, όταν επανεξέδιδε  το περιοδικό  «Τρίβολος» και  κάπου από εκεί πιάνει το νήμα και ο Βάσος Βόμβας και στοχάζεται πάνω στα δρώμενα αυτών των παλιών φίλων και συμπατριωτών, μετά από τις τόσες δεκαετίες που κύλησαν από τότε.

Τα βιβλία του Αναμνησιολογία, Χάρτινη μνήμη, Κι όμως ακόμα η μνήμη κατοικεί… κι ας αργεί τόσο πολύ να ξημερώσει, είναι ο κόσμος όλος :

Αναμνήσεις, πολιτικά και κριτικά κείμενα, σάτιρες και ελεγείες και ό,τι κάθε μέρα μας στέλνει από την αστείρευτη πηγή που σαν αρχαιολόγος ξεθάβει και φέρνει στο φως μέσα από τα συρτάρια του. Και φυσικά οι φίλοι του τότε και όσοι ακόμα ζουν, και καλά να είναι,  σ’ αυτούς όλους είναι όλο το έργο του αφιερωμένο . Γιατί μετά από τόοοσα χρόνια πολλοί έχουν φύγει για την Άνω Μυτιλήνη, για να θυμηθούμε και την Άνω Ελλάδα του Ελύτη.

Το θαυμαστό είναι πως ο Βάσος Βόμβας,  που σαν δραστήριος δικηγόρος, είχε άλλα πράγματα να τον απασχολούν, ασχολήθηκε και με την τέχνη και την πολιτική και κοινωνική κριτική και γενικώς με την πνευματική ζωή της Λέσβου. Βλέπετε το ευρύτερο κλίμα της λεσβιακής άνοιξης, από τη μια με την σπουδαία παραγωγή της και το οικογενειακό περιβάλλον με έναν πατέρα σαν τον Γιαννακό,  χωρίς να το θέλει, εκεί που έφτασε σήμερα οδηγούσε. Ο πατέρας του ο Γιάννης ή Γιαννακός για τους φίλους του,  και Αλύτης για την ποιητική του ενασχόληση, είχε στρώσει το έδαφος, για τον μικρό που μάθαινε χωρίς να πιέζεται. Μεγάλωνε σε ένα περιβάλλον μέσα από το οποίο εισέπραττε λογοτεχνία και τέχνη. Το γραφείο του στην Αθήνα, για όσους το είχαν επισκεφθεί,  έμοιαζε με μια μικρή Εθνική βιβλιοθήκη και μια μικρή Εθνική Πινακοθήκη. Και λέω μικρή γιατί συγκρίνω με την Εθνική εφόσον σε σύγκριση με ό,τι έχουμε εμείς στο σπίτι μας, ήταν τεράστια…

Η εποχή στην οποία αναφέρεται ο Βόμβας έχει χαθεί, όμως η γραφή σώζει την εποχή και αυτό που ονομάζουμε εφήμερο. Ας παραδεχτούμε, λοιπόν, πως ήταν τύχη αγαθή να βρεθεί ένας άνθρωπος με τις ευαισθησίες του Βάσου Βόμβα για να σώσει από τη σκόνη του καιρού  το κλίμα μιας εποχής, τα εξαιρετικά πρόσωπα και τα σημαντικά γεγονότα, από τα οποία άλλα, βεβαίως, ανήκουν στον οικογενειακό κύκλο των γονέων του και άλλα στον ευρύτερο, ώστε να μας δίνουν το πορτρέτο μια εποχής της Λέσβου, μιας συγκεκριμένης κοινωνίας σε  μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.

Πρέπει να παραδεχτούμε πως ο Βόμβας μιλάει για μια εποχή που η  Μυτιλήνη είχε πνευματική αυτοτέλεια. Ας τον ακούσουμε:

«Λόγω της απόστασης από την Αθήνα, μπόρεσε να αναπτυχθεί ανεξάρτητα έχοντας με το μέρος της, την παράδοση που ακόμα υπάρχει και εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους. Τότε όμως στην επαρχία μας αυτή  η αυτοτέλεια έκρυβε μέσα της και μια αυταρέσκεια που πήγαζε κυρίως από την πνευματική παράδοση του νησιού, αφού κανείς τους δεν θαύμαζε τους πνευματικούς ανθρώπους  των Αθηνών. Aς μην ξεχνάμε το ταξίδι του Ψυχάρη στην πόλη μας, την εποχή των μεγάλων αγώνων του για της επικράτηση της δημοτικής γλώσσας, όπου σύσσωμο το νησί με πρωτοπόρους του φοιτητές του, τού επιφύλαξαν  θερμή  υποδοχή».

Βεβαίως, στο κέντρο της αφήγησης βρίσκεται πάντα, προεξάρχων του χορού, ο πατέρας του συγγραφέα Γιάννης Βόμβας που κρατούσε και τη στήλη στην τοπική εφημερίδα, τον Τρίβολο, όπως είπαμε, το  εμβληματικό περιοδικό (ή βδομαδιάτικη εφημερίδα) που εξέδιδε από τη δεκαετία του ’30 ο Στρατής Παπανικόλας,  ένα έντυπο που είχε επιδράσει άμεσα στην γενικότερη πνευματική άνθηση αυτού του τόπου, από τις στήλες του οποίου έκαναν την εμφάνισή τους πλείστοι  Λέσβιοι πνευματικοί άνθρωποι. Ήδη από το 1939, είχε καθιερωθεί η υπερρρεαλιστική  ποιητική στήλη, όταν στην Αθήνα το είδος αυτό εκπροσωπούσαν μονάχα ο Εμπειρίκος (1935) και  λίγο αργότερα ο Εγγονόπουλος, ο Ελύτης και ο Νικόλας Κάλας. Τότε πρωτοεμφανίζεται  και ο πατέρας μου.

 

Έχουμε ήδη αναφέρει τον Γιαννακό, αλλά δεν μπορούμε να τον προσπεράσουμε με δυο λόγια μόνο, αφού αυτός ήταν η ψυχή της πνευματικής κίνησης στη Λέσβο. Αυτό ο άνθρωπος σπίρτο, πνεύμα,   παντογνώστης σε ό,τι αφορούσε την πνευματική κίνηση διεθνώς. Και με την ευκαιρία πρέπει οπωσδήποτε να υπενθυμίσω δύο ποιήματά  του. Το ένα αφορά την ανάπτυξη ενός κατεστραμμένου ποιήματος του αρχαίου Λέσβιου ποιητή Αλκαίου το οποίο εκείνος έκανε ερωτικό ύμνο στη Λέσβο Ελάαι ερόεσσαι –ερωτικές ελιές, όπου το σπάραγμα αναπτύσσεται σε ένα φλογερό ερωτικό ποίημα που μοιάζει ότι απευθύνεται σε γυναίκα, ενώ πίσω από το φαινόμενα κρύβεται η ερωτικής σχέση με την ίδια τη λεσβιακή γη. Το   είναι  η «Λεξούλα του Καμπρόν», η γνωστή και πολυμεταφρασμένη και αξιοποιημένη από πολλούς ποιητές, η λέξη  Merde, που έστειλε στον Τρίβολο από το μέτωπο, δίνοντας όλη της ορμή της ψυχής του στους στίχους για να ενισχύσει το ηθικό των συμπατριωτών του και να δώσει το «παρών» από το μέτωπο, την ώρα οι σφαίρες σφύριζαν πάνω από το κεφάλι του. Αυτά τα δύο ποιήματα που μιλούν για την αγάπη προς την πατρίδα, την ιδιαίτερη πατρίδα Λέσβο  και τη μεγάλη πατρίδα Ελλάδα, το καθένα με τον τρόπο του,  θα έπρεπε να βρίσκονται σε όλες τις Ανθολογίες…

Οι Μυτιληνιοί βεβαίως δεν μπορούν να ξεχάσουν και τον Κλήδονα και αδιάντροπα (αριστοφανικά). Να θυμίσουμε ότι στην είσοδο του Μουσείου, στα χρόνια της Κατοχής, το 1943,  ο πατέρας Βόμβας παρουσίασε μαζί με τον Βαγγέλη Καραγιάννη, τον ωραιότερο κατά γενική ομολογία Κλήδονα, που βγήκε ποτέ στη Μυτιλήνη.

Ο Γιάννης Βόμβας υπήρξε υπερρεαλιστής από τη φύση του,  ζούσε υπερρεαλιστικά και έγραφε και δημοσίευε με ιδιαίτερη σπιρτάδα, με πνεύμα, με χιούμορ για κάθε τι που συνέβαινε στην Λεσβιακή κοινωνία και τάραζε τα λιμνάζοντα νερά της καθημερινότητας. Μάλιστα είχε προσωπική γνωριμία με τον Οδυσσέα Ελύτη και τους Προσανατολισμούς  με αφιέρωση του ποιητή στον Γιάννη Αλύτη-Βόμβα. Μετά ήρθε ο πόλεμος, η κατοχή, η πείνα, αλλά το ηθικό παρέμεινε υψηλό και ακμαίο. Εικόνα μας δίνει το βιβλίο του, το οποίο εξέδωσε ο Βάσος με τον τίτλο  Οι φίλοι μου κι εγώ (εκδ. Σμίλη, 2015).

 

Επιστρέφουμε στην αφήγηση του Βάσου Βόμβα:  «Στην Κατοχή περάσαμε ωραία, διότι εκτός από την πείνα την ανελέητη, που σαν να την είχαμε συνηθίσει, δημιουργούσαμε συγκεντρώσεις στα σπίτια, όπου πηγαίναμε νωρίς και φεύγαμε τα ξημερώματα, γιατί αλλιώς κινδυνεύαμε να βρεθούμε στα γερμανικά κρατητήρια…Οι  παρέες μας ήταν εκλεκτές από ανθρώπους με χιούμορ, πνευματικότητα και στιλπνό πείραγμα».

Η θεά μνήμη που πήρε τη σκυτάλη μετέτρεψε τις τότε αναμνήσεις σε λόγια πολύτιμα, για να μη σκορπίσουν και χαθούν με το πέρασμα του χρόνου. Αυτό, βεβαίως,  δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο.

Και ας κάνω μια μνεία σε ένα μόνο πρόσωπο, από τα πολλά της Πινακοθήκης του Βόμβα, στην αγαπημένη φίλη του, συνομήλικη και συμμαθήτριά του, τη Ρηνιώ Παπανικόλα, χρόνια δημοσιογράφο στην ΕΡΤ, όπου έκανε εκπομπές πολιτισμού και για την οποία μίλησε εκτενέστερα από τους άλλους και με πολύ θαυμασμό . Κατά σύμπτωση, σαν χθες, στις  24 – Φεβρουαρίου  2001, η όμορφη και έξυπνη Μυτιληναία κοπέλα, η  Ρηνιώ, έφυγε για την Άνω Ελλάδα.

Ο  Βάσος Βόμβας, που  ήταν παιδί και έγινε άντρας και επιστήμονας, με κληρονομημένο κριτήριο, και λόγω σπουδών και λόγω κοινωνικού κύκλου, επαυξημένο, αφηγήθηκε το Επιμύθιο αυτής της ιστορικής εποχής από τη δική του χρονική αφετηρία ή παραφράζοντας τον Ελύτη  τα ατημέλητα της μνήμης διευθέτησε.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ, ο Βόμβας αφηγείται εν εκτάσει, επί 45 λεπτά, χωρίς διακοπή και χωρίς να κομπιάσει.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ,  Συνάντηση με τον Νίκο Καλαμάρη

(Από προσωπικό βίωμα, όχι δικό του και  όχι από την Wikipedia, αλλά σχετικό και πάρα πολύ αρμοστό).

 

Για να ζηλέψω και εγώ λίγο τον εαυτό μου, Νεαρό, αναφέρω πως τον Νίκο Καλαμάρη ή Nικήτα Ράντο ή Nicola Calas (ένας ακόμη Μυτιληνιάς καταγωγής) φρόντισα να τον γνωρίσω σουρεαλιστικά (αποφεύγοντας την εκδήλωση στο ΚΕΠ, πολιτιστικό σύλλογο στην Astoria, N.Y. και τα στημένα της χαρακτηριστικά) που οργάνωσαν προς τιμή του το 1980-1981. Βρήκα το τηλέφωνό του που δεν ήταν απόρρητο, ελάχιστες μέρες μετά την εκδήλωση και του τηλεφώνησα. Απάντησε μια βαριά efeminate φωνή, και προς στιγμή σκέφτηκα αυτοματικά ότι ήταν ο gay οικονόμος του Calas! Σε λίγο εμφανίστηκε στο τηλέφωνο ο ίδιος ο Calas και εγώ χωρίς καμιά εξήγηση καμιά εισαγωγή άρχισα να του απαγγέλω ένα χαρακτηριστικό δυνατό του ποίημα, όπου έψαχνε τον εαυτό του στην παλιά διεύθυνση κατοικίας του στην Αθήνα, από τη συλλογή “Οδός Νικήτα Ράντου”. Με διακόπτει στον 5ο στίχο με φωνή ευγενικά αυστηρή και κάποια αμερικάνικη χροιά: “Είμαι πολύ μεgάλος για αστεία… έχετε κάτι σοβαρό να μου πείτε;”. Έσωσα την άχαρη στιγμή λέγοντας του ότι έχω μεταφράσει είκοσι τρια ποιήματα του Αντρέ Μπρετόν από τρεις αγγλικές μεταφράσεις (αφού δεν ήξερα γαλλικά, μάλιστα η μία ήταν του Diego Rivera του οποίου murals προσπέρναγα για κάποιο διάστημα ανυποψίαστος πηγαίνοντας προς το The city College, CUNY). Aμέσως άλλαξε η φωνή του: “Ο Μπρετόν είναι πολύ δύσκολος. θα ήταν καλύτερα να συμβουλευτείτε τον Ελύτη”, είπε ζεστά πλέον επιχαίροντας επί της ουσίας με τη φιλοδοξία μου να τον γνωρίσω αλλιώτικα, κατά πως θα ταίριαζε σε έναν άνθρωπο της διαρκούς επανάστασης ασυμβίβαστο! Είπαμε κι άλλα και μου πρότεινε ΄το ερχόμενο καλοκαίρι που πλησίαζε να τον επισκεφθώ στη Σουηδίας (εεε όχι και στη Σουηδία, αλλά στην Αθήνα, στο σπίτι του στην οδό Σουηδίας). Η gay οικονόμος ήταν τελικά η γυναίκα του, η οποία παρότι υπερ-βαριά καπνίστρια επέζησε του Calas!                      

Για να κλείσω, ξεκαθαρίζω ότι ούτε μια στιγμή δεν έθρεψε ελπίδες στις επαγγελίες του Αντρέα Παπανδρέου, το αντίθετο μάλιστα προειδοποιούσε πρώιμα τον συνοδοιπόρο του, τροτσκιστή, Pablo!

Νεαρός, λίγο πριν ή μετά από τη λιποταξία του από τον ελληνικό στρατό το ’23,  έλεγε σε εργάτες του πατέρα του στη Μυτιλήνη (σε ένα εργοστάσιο που ερειπώνει επιβλητικά εδώ και δεκαετίες, στην έξοδο από την πόλη μετά το Αρχοντικό Γεωργιάδη), γιατί 32 δραχμές μισθό;  να ζητήσετε 45!

 

Τώρα ως προς το περιβόητο θέμα της Πρωτιάς, το θέμα είναι ξεκάθαρο και  βέβαια ήταν ο Εμπειρίκος το ’34 με την Υψικάμινο που έπεσε στα χέρια μου στα 12 και τρελάθηκα με το αλλόκοτο των ήχων στα αυτιά μου τα εθισμένα στη συμβατική ελληνική ποίηση. Ποιο άλλο μεγαλόπνοο ποίημα τόσο νωρίς στην Ελλάδα εκφράστηκε τόσο αυτοματικά στην καρδιά του πνεύματος του Σουρεαλισμού, στο ανυποχώρητο πνεύμα του Μπρετόν που ήθελε να μείνει σε ένα γυάλινο σπίτι αφού δεν είχε άλλωστε τίποτα να κρύψει to be cont. on another occasion for a diferent reason.

 

Σημειώσεις
  1. Ευχαριστώ θερμά τον συνάδελφο Νίκο Μητρογιαννόπουλο για την πολύτιμη βοήθειά του και τις αναγκαίες συνεννοήσεις)
  2. Ευχαριστώ τον Βάσο Βόμβα που μου εμπιστεύεται τα γραπτά του, τις ενδόμυχες σκέψεις του, τις αναμνήσεις του και τις αγάπες του.
                                    Ανθούλα Δανιήλ

 

 

(Εκδήλωση  του Αρχείου Ιστορίας & Τέχνης- Αρχείου Πολέμου

Ανδρέα και Αναμπέλλας Φρέρη που έγινε

το Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024 και ώρα 19.30

μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας Zoom)
για το έργο του Βάσου Βόμβα

Τα γεγονότα και οι συναντήσεις μιας προσωπικής διαδρομής ως μικρογραφία της ελληνικής ιστορίας, με αφορμή και αφετηρία τη Μυτιλήνη.

Την εκδήλωση προλόγισε η Διδάκτωρ Φιλολογίας, κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας, κυρία Ανθούλα Δανιήλ)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.