Η παράσταση έχει σώμα της το έργο του Βασίλη Κατσικονούρη, Το Γάλα, έργο που παίχτηκε και ξαναπαίχτηκε και ξαναπαίζεται, πάλι και πάλι, με μεγάλη επιτυχία και το έχουν δει και χειροκροτήσει πάνω από 500.000 θεατές. Αυτή τη φορά το βλέπουμε στη σκηνοθετική εκδοχή του Μάνου Καρατζογιάννη.
Υπόθεση:
Μια οικογένεια μεταναστών από τη Ρωσία αγωνίζεται να ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία. Τα οικονομικά είναι δύσκολα και η προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα ακόμα δυσκολότερη. Στο κέντρο η μάνα, η Ρίνα ή αλλιώς Ειρήνη, που έχει αναλάβει τον αγώνα της επιβίωσης στη νέα πατρίδα, χωρίς βεβαίως να έχει επιτύχει αυτό που θα της άφηνε κάποια ελπίδα, αντιθέτως σταδιακά έρχονται στην επιφάνεια ψηφίδες που αποδεικνύουν πως τα προβλήματά που έχει να αντιμετωπίσει είναι σοβαρότερα από αυτά που υποψιάζεται. Ωστόσο δεν το βάζει κάτω. Κρύβει, βαθιά μέσα της, «κάτω απ’ το χαλί», καλύτερα θα ήταν να πούμε «κάτω από το μεγάλο τραπέζι», που είναι και το μόνο έπιπλο στη σκηνή, κρύβει, επαναλαμβάνω, αυτό που την πονάει. Αλλά και οι τρεις ήρωες κρύβουν κάτι πολύ δυνατό που το απωθούν αλλά δεν καταφέρνουν να το εξαφανίσουν.
Η Ρίνα είναι ρεαλίστρια· Πήρε τον δρόμο προς την νέα πατρίδα -ο αλκοολικός άντρας της είναι πεθαμένος από καιρό- μόνη με τους δυο γιους της, τον Αντώνη, που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο, όπως θα φανεί σιγά σιγά, για να ελληνοποιηθεί. Μεγάλο θέμα αποτελεί ο μικρός, ο Λευτέρης, που αντιστέκεται και ανακυκλώνει συνεχώς τις αναμνήσεις από την πατρίδα.
Δεν είναι τυχαίο το ότι από την αρχή του έργου, αλλά συχνά και στη συνέχεια, τον βρίσκουμε στην ίδια θέση, κάτω από το τραπέζι με τα κολλημένα στην από κάτω επιφάνειά του τεκμήρια μιας μνήμης οδυνηρής: φωτογραφίες της παλιάς ζωής στη Ρωσία, από όταν ήταν παιδί.
Κι όταν ζητάει από τη μάνα του «μαλακό», δηλαδή γάλα, ζητάει την αγκαλιά της πατρίδας που έχει στερηθεί. Η Ρίνα δεν είχε γάλα να θηλάσει το γιο της, με άλλα λόγια έφυγε από μια πατρίδα που δεν είχε τα μέσα να θρέψει τα παιδιά της. Και έφτασε στην Ελλάδα. Τα μέσα όμως και εδώ είναι λιτά, θλιβερά, φτωχικά στα όρια του τίποτα, σαν αντίστιξη στα φοβερά που διαδραματίζονται στην ψυχή του καθενός από τους τρεις βασικούς ήρωες του έργου, αλλά και στην τέταρτη, τη Νατάσα, την ανυποψίαστη ευτυχισμένη.
Συγκεκριμένα, η μάνα προσπαθεί να ενσωματωθεί στη νέα πατρίδα γι’ αυτό μιλάει μόνο ελληνικά, μαγειρεύει μόνο ελληνικά φαγητά. Ωστόσο, θα έρθει η στιγμή που θα την προδώσει ένα ρωσικό τραγούδι γεμάτο καημό που θα ανεβεί από την ψυχή στα χείλη. Η Ρίνα μοιάζει mutatis mutandis με την Εκάβη του Ευριπίδη που μεταφέρει τα πάθη και τα πένθη της στην ξένη γη, ή με τη «Μάνα κουράγιο» του Μπρεχτ, που μεταφέρει το κάρο της γεμάτο βάσανα.
Ο μεγάλος της γιος ο Αντώνης προσπαθεί να ξεχάσει το παρελθόν με κάθε τίμημα να γίνει «κανονικός» Έλληνας. Γι’ αυτό δουλεύει σε ένα βενζινάδικο και αρραβωνιάζεται, σκεπτόμενος ιδιοτελώς, την κόρη του αφεντικού, αποβλέποντας στην οικονομική και κοινωνική του αναβάθμιση. Πίσω από την επιφάνεια όμως τον καίει ο κρυφός πόθος, η ανομολόγητη Ρωσίδα αγαπημένη του, κρυμμένη και αυτή «κάτω από το τραπέζι», που εξακολουθεί να την βλέπει κρυφά.
Μεγάλο πρόβλημα όμως είναι ο νεαρός παραστρατημένος Λευτέρης που δεν θήλασε «γάλα», όταν ήταν μικρός, γιατί η μάνα δεν είχε. Ο Λευτέρης αρνείται κάθε τι ελληνικό, μιλάει ρωσικά και θέλει να τρώει ρωσικά φαγητά. Η σφοδρή επιθυμία του για «γάλα» ισοδυναμεί με οδυνηρή νοσταλγία για επιστροφή στην μάνα, μητέρα – πατρίδα.
Τέλος, η νεαρή κόρη του αφεντικού του Αντώνη, η αρραβωνιαστικιά, η Νατάσα, εν αγνοία της, θα γίνει το αντικείμενο της libido του αθώου μεν, πλην όμως και ως ένα σημείο, επικίνδυνου Λευτέρη. Έτσι γίνεται σαφές ότι, σε ένα πρώτο επίπεδο, όλοι έχουν μια σαφή θέση και στάση, αλλά σε ένα άλλο, όλοι έχουν μια κρυμμένη αλήθεια «κάτω από το τραπέζι» που σιγά σιγά αναδύεται σαν φυσαλίδα από την τρικυμία που αναταράζει τον ψυχικό βυθό.
Και ποια είναι η αλήθεια; Η αλήθεια είναι η αλήθεια της κάθε στιγμής. Καθένας από τους ήρωες έχει τη δική του, ανάλογα με την περίσταση, το χρόνο, τον τόπο και την Ανάγκη της στιγμής.
Ο χαμός της μάνας θα ανοίξει τον δρόμο για τον εγκλεισμό του Λευτέρη στο Ψυχιατρείο. Αυτή ήταν το τελευταίο εμπόδιο που εξαφανίστηκε με τον θάνατό της. Κι ο Αντώνης θα τον κλείσει μέσα, για να μπορέσει να ζήσει, όχι χωρίς πόνο και χωρίς τύψη. Η Ανάγκη όμως είναι ανυπέρβλητη.
Αν υπάρχει ένα δίδαγμα για τη σωτηρία από αυτή την Ανάγκη, αυτή είναι η υποταγή στα νέα δεδομένα. Όποιος δεν συμμορφώνεται, χάνεται. Γι’ αυτό και το έργο μοιάζει με τραγωδία χωρίς «Έξοδο», με πολύν Έλεον και πολύ Φόβο. Γιατί τραγωδία χωρίς τέλος είναι η προσπάθεια ενσωμάτωσης του μετανάστη στη νέα χώρα· η αλλαγή του ονόματος, των διατροφικών συνηθειών, η μίμηση ξένων ηθών και εθίμων. Για τον Λευτέρη ο κόσμος χωρίζεται και ορίζεται από την εικόνα του αγαπημένου του ποδοσφαιριστή, που έχει κόψει τον καιρό στα δυο.
Το Γάλα είναι μια μεταφορά. Είναι η μητρική γη, η πατρίδα που δεν έχει τα μέσα να θρέψει τα παιδιά της κι αυτά μεταναστεύουν για να επιζήσουν ως τρίτης και τέταρτης κατηγορίας πολίτες. Είναι ακόμα εκείνη που καθιστά τον Λευτέρη άθυρμα και αντικείμενο εκμετάλλευσης πλούσιων και ασύστολων θηρευτών της ανδρικής ή παιδικής ηδονής. Αιτία του κακού για τον Λευτέρη είναι το «γάλα» που δεν ήπιε. Γι’ αυτό τον βλέπουμε πάντα κάτω από το τραπέζι· στο καταφύγιό του, στη στάση τη μοναχική του εμβρύου, του αθώου, του ανίκανου να ξέρει τι το σωστό και τι το μη σωστό.
Η Παράσταση κρατάει τον θεατή καθηλωμένο με την ανάσα κομμένη. Συγκλονιστική η μάνα –Στέλλα Γκίκα- που παίζει τον ρόλο της ζυγαριάς, εκλιπαρώντας πότε τον ένα γιο, για να βοηθήσει, και πότε τον άλλο προσπαθώντας να επιβιώσει στη νέα χώρα. Συγκλονιστικός ο μεγάλος γιος – Δημήτρης Πασάς- που προσπαθεί να είναι «κύριος», αλλά του χαλάει τα σχέδια ο μικρός. Συγκλονιστική η Νατάσα Ελένη Σακκά- που δεν υποψιάζεται τι πραγματικά συμβαίνει και με τον ένα και με το άλλο, αλλά κυρίως με τον μικρό που την τρομάζει κι έχει δίκιο. Η ανάσα της προδίδει την μεγάλη τρικυμία που γίνεται μέσα της…
Θύματα όλοι, αλλά μεγαλύτερο, ο ασυμβίβαστος μικρός – Μάνος Καρατζογιάννης – που δεν θέλει να μεγαλώσει, που δεν ανέχεται το κανόνα, που έχει μείνει πίσω, στην πατρίδα του, με εξιδανικευμένο πρότυπο στον ποδοσφαιριστή που του έχει σημαδέψει τη ζωή. Σπαραχτική η έξοδός του από τη σκηνή, όταν έρχεται το ασθενοφόρο για να τον πάρει, όπως παλαιότερα τον πήρε η ξενιτιά και δεν μπόρεσε να τον αλλάξει, γιατί
τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη/ του αιχμάλωτου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια / δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς,
γράφει ο Γιώργος Σεφέρης, αποτυπώνοντας σε στίχους δικά του προσωπικά και άλλων βιώματα και αυτό φαίνεται και στο έργο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης, με τη σκηνοθεσία και τη υποκριτική του ικανότητα, πλαισιωμένος από άξιους συνεργάτες, κράτησε τον μύθο του έργου και ανέδειξε τα βαθύτερα μηνύματά του. Το σκηνικό, λιτό και φτωχικό, δείγμα και αυτό της ψυχής των ηρώων που πάσχουν, ενώ τα φώτα είναι εξοντωτικά και ανατριχιαστικά για όσα φωτίζουν.
Τέλος, πρωταγωνιστεί και το μακρόστενο τραπέζι, μοναδικό έπιπλο, φωλιά και στέγη γεμάτη αποδεικτικά στοιχεία μιας σκληρής πραγματικότητας που παλεύει να κρυφτεί στην αθέατη πλευρά του.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης – Ερμίνα Κυριαζή
Ερμηνεύουν: Στέλλα Γκίκα, Μάνος Καρατζογιάννης, Δημήτρης Πασσάς, Ελένη Σακκά
Σκηνικά – κοστούμια: Άγγελος Αγγελής
Μουσική: Νεοκλής Νεοφυτίδης
Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Φίλιππος Παπαθεοδώρου
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή, Σπύρος Περδίου
Βίντεο προώθησης: Ηλίας Μόσχοβας
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο
Διάρκεια: 110΄
Η παράσταση ΤΟ ΓΑΛΑ πραγματοποιήθηκε με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού