You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Βοκάκιος Δεκαήμερο – Οι γυναίκες αφηγούνται (είκοσι ιστορίες). Εισαγωγή και μετάφραση: Στέλιος Χουρμουζιάδης. Εκδόσεις Περισπωμένη  2024

Ανθούλα Δανιήλ: Βοκάκιος Δεκαήμερο – Οι γυναίκες αφηγούνται (είκοσι ιστορίες). Εισαγωγή και μετάφραση: Στέλιος Χουρμουζιάδης. Εκδόσεις Περισπωμένη  2024

Το βιβλίο με τον τίτλο Βοκάκιος  έχει Πρόλογο του Φραντσέσκο Νέρι, του Διευθυντή του Ιταλικού Ινστιτούτου Αθηνών  και το Εισαγωγικό Σημείωμα υπογράφει ο μεταφραστής Στέλιος Χορμουζιάδης, οπότε  έχουμε διπλή την πληροφόρηση του τι και πώς της παρούσας έκδοσης.

Βεβαίως τον Βοκάκιο (1313-1375) όλοι τον ξέρουμε και φυσικά το Δεκαήμερο όχι απλώς το ξέρουμε αλλά είχαμε και την ευκαιρία να δούμε παλαιότερα αποσπάσματά του στον κινηματογράφο.

Όπως μας λέει ο Νέρι, ο Μεσαίωνας είναι συνυφασμένος στην σκέψη μας με τη στέρηση της χαράς, την απόρριψη της ζωής και των ηδονών της. Όμως δεν είναι  καθόλου έτσι. Και απόδειξη αποτελεί αυτή η έκδοση. Οι ήρωες των ιστοριών είναι  άνθρωποι που χαίρονταν και έκαναν πλάκες και φάρσες…  Τα κείμενα του Βοκάκιου, 101 τον αριθμό, έχουν  ελευθερία λόγου και ατομικών συμπεριφορών, ερωτισμό και προκλητικότητα.

Ο Χουρμουζιάδης, μεταφραστής μουσικός, διπλωμάτης και μελετητής της λογοτεχνίας, επέλεξε είκοσι ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστούν και αφηγούνται γυναίκες. Οι αφηγήτριες: Παμπινέα, Φιλομένα, Λαουρέτα, Εμίλια, Ελίσα, Φιαμέττα και Νεφέλη. Την ωραία παρέα, “lieta brigata”, των αφηγητριών συμπληρώνουν τρεις άντρες. Και όλοι μαζί φεύγουν από τη Φλωρεντία, το 1348, για να σωθούν από την πανώλη που έχει ξεσπάσει στην πόλη. Διασκεδάζουν λέγοντας ιστορίες.

Οι γυναίκες έχουν ενεργό ρόλο σ’ αυτές τις ιστορίες.   Ο Νέρι κάνει μια σύντομη περίληψη του τι λέει η κάθε μία. Άλλες έχουν ερωτικό περιεχόμενο, άλλες κρίνουν τη θρησκοληψία και υποκρισία των ιερέων και τη διαφθορά των κληρικών, δοσμένες όλες με ρεαλισμό, αλλά και μυθοπλασία, αλήθεια και φαντασία,  και ταξίδια σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας, σαν να κάνουμε τουρισμό στον Μεσαίωνα, όπου θα δούμε ότι ορισμένα χαρακτηριστικά του κάθε τόπου ισχύουν ακόμα και σήμερα, όπως η φιλαργυρία των γενοβέζων, ο κίνδυνος για τους ξένους στη Νάπολη,  η αισθαντικότητα των γυναικών στη Μπολόνια,  το έγκλημα τιμής στη Σικελία κ.λπ.

Ο Βοκάκιος μαζί με την Δάντη και τον Πετράρχη αποτελούν την κορυφή της πεζογραφίας για το αξεπέραστο ύφος της γλώσσας τους.

Το έργο λογοκρίθηκε την εποχή της Αντιμεταρρύθμισης και όχι τον Μεσαίωνα. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι δάσκαλοι ήταν επιφυλακτικοί με ορισμένα μέρη του βιβλίου. Η ταινία του Παζολίνι πάντως έφτασε μέχρι τα δικαστήρια.

Εμείς σήμερα θα το απολαύσουμε όπως και οι δέκα νέοι και νέες του βιβλίου στις δέκα μέρες που βρέθηκαν και μίλησαν μαζί.

Τη σκυτάλη παίρνει ο Χουρμουζιάδης. Τζοβάνι Μποκάτσο είναι το όνομα του Βοκάκιου. Γεννήθηκε στο Τσερτάλντο της Τοσκάνης κοντά στην Φλωρεντία. Ο ευκατάστατος έμπορος πατέρας του ήθελε να τον κάνει διάδοχό του αλλά ο μικρός είχε άλλα ταλέντα. Σπούδασε λατινική, μεσολατινική και σύγχρονη λογοτεχνία, την παράδοση των τροβαδούρων, γνώρισε την αυλή του Βασιλιά στην Νάπολη όπου είχε πάει για δουλειές με τον πατέρα του, ερωτεύτηκε τη Φιαμέττα (Φλογίτσα), ήρθε σε επαφή με την αρχαία και βυζαντινή ελληνική γραμματεία και φυσική. Γνώρισε τον Πετράρχη με τον οποίο έγινε φίλος του διά βίου. Στη Φλωρεντία, οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαν καλά διότι πτώχευσαν οι Τράπζες με τις οποίες συνεργαζόταν, αλλά ο Βοκάκιος λόγω της φήμης που είχε αποκτήσει ανέλαβε αξιώματα και διπλωματικές αποστολές σε διάφορες πόλεις. Το 1360 εντάχτηκε με παπικό διάταγμα στις τάξεις του κλήρου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Τσερτάλντο, όπου ασχολήθηκε με την αντιγραφή και τον σχολιασμό της Θείας Κωμωδία του Δάντη, έργο μεγάλης τιμής που του ανέθεσε η πόλη της Φλωρεντίας και αυτό διήρκεσε μέχρι τον θάνατό του.

Η γλώσσα του Δεκαήμερου είναι η δημώδης της εποχής από την οποία ξεκινά η σύγχρονη ιταλική. Όμως, επειδή ο Βοκάκιος είχε παιδεία, μεγάλο μέρος του έργου είναι γραμμένο στα λατινικά. Η γλώσσα του Δεκαήμερου απηχεί πολλαπλές πραγματικότητες: τη λαϊκή προφορική γλώσσα, τη γλώσσα του μεταφραστή του Δάντη, τα λατινικά, τη γλώσσα του εμπορίου, του κλήρου και της λογοτεχνικής παράδοσης, Την διακρίνει ο μορφοσυντακτικός πλούτος, ο λόγος διαμορφώνεται κατά το ήθος των ομιλητών και των ηρώων, το ύφος είναι προσαρμοσμένο στον κάθε ομιλητή, συνδεδεμένο με τη ιδιοσυγκρασία και την ψυχογραφία του. Τα ονόματα των αφηγητριών και αφηγητών είναι επηρεασμένα από τα  ελληνικά και εκφράζουν τον χαρακτήρα τους.

Η πρώτη μετάφραση στα ελληνικά έγινε το 1540 από τον Κερκυραίο Ιάκωβο Τριβώλη, και έχουν γίνει αρκετές ακόμα  όλου ή μέρους  του έργου∙ η παρούσα είναι η 15η και μάλιστα από μεταφρασεολόγο μεταφραστή.  Ο Χουρμουζιάδης εξηγεί τους λόγους που ανέλαβε αυτό το έργο, επίσης μιλά για τη γλώσσα που επέλεξε, τον μακροπερίοδο λόγο, και γενικά την επιθυμία του να καταλάβει ο αναγνώστης ότι πρόκειται για ένα μακρινό χρονικά κείμενο αλλά επίκαιρο.

Μετά τις διευκρινίσεις για τις μεταφραστικές του επιλογές αναφέρει ότι όλα τα κείμενα είναι ολόκληρα μαζί με τα εισαγωγικά τους σημειώματα σε σχέση με τις παλαιότερες ελληνικές μεταφράσεις που ήταν αποσπασματικές. Ο Χουρμουζιάδης δηλαδή μας δίνει όλο το πλαίσιο της δουλειάς του και τις σκέψεις που πρυτάνευσαν στις επιλογές του.

Δεκαήμερο, Η ανθρώπινη Κωμωδία, Οι γυναίκες αφηγούνται.

Τρεις τίτλοι στη σειρά. Ο πρώτος και ο τρίτος μας έχουν ήδη δοθεί∙ τώρα μας δίδεται και ο μεσαίος. Αν ο Δάντης με τη Θεία Κωμωδία του είναι ο βόρειος πόλος του λογοτεχνικού έργου στην Ιταλία της εποχής του (και των μετέπειτα αιώνων όπως αποδείχτηκε), ο Βοκάκιος, ως αντιγραφέας και σχολιαστής του, είναι φυσικό να θέλησε να κάνει τον νότιο πόλο, εφόσον οι χαρακτήρες σε πολλά είναι κοινοί, σχεδόν ή μάλλον, η διαπραγμάτευση όμως είναι σοβαρή. Ο Βοκάκιος ως πεπαιδευμένος λαϊκός που μετέχει όλων των κοινωνικών στρωμάτων επιλέγει τον απλό τρόπο. Σε μια εποχή που η πατρίδα του μαστίζεται από την πανώλη και λέγεται ότι οι άνθρωποι το μεσημέρι έτρωγαν με τους συγγενείς τους και το βράδυ με τους προγόνους τους στον άλλο κόσμο, εκείνος θέλησε να γράψει ιστορίες τη ζωής, σαν ένα δείγμα εκείνης της γυναίκας στη Ζάκυθο, όπως μας παραδίδει ο Διονύσιος Σολωμός: «ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά για να δείξει ότι δεν επέθανε».

Έτσι και αυτή η παρέα των δέκα αφηγητών/τριών λέει ιστορίες, λίγο πιο πέρα από τον θάνατο που καιροφυλακτεί.

Η πρώτη ιστορία στο βιβλίο είναι η δεύτερη ιστορία της Πρώτης μέρας του Δεκαήμερου και αφορά έναν πλούσιο έμπορο, τον Τζαννόττο  ντι Τσιβίνι, που προσπαθεί να πείσει τον Εβραίο επιχειρηματία φίλο του Αβραάμ να γίνει χριστιανός για να μην πάει στην Κόλαση. Ο Αβραάμ πήγε στη Ρώμη για να σχηματίσει ιδίαν αντίληψη για το πώς δρουν οι άγιοι άνθρωποι στην παπική αυλή. Και είδε και εθαύμασε και απόρησε για το μέγεθος της ακολασίας, κολακείας, λαγνείας, απάτης, ζηλοφθονίας, αλαζονείας,  του  κατά φύση και παρά φύση τρόπου για να πετύχουν τις δουλειές τους. Και ο Τζαννόττο τα ήξερε, παρόλα αυτά πίεζε τον Αβραάμ να γίνει χριστιανός.  Και ο Αβραάμ επέστρεψε στο Παρίσι,   βαφτίστηκε Τζοβάνι  κι έγινε καλός χριστιανός.

Απορία; Δυστυχώς εδώ δεν υπάρχουν σχόλια και ο αναγνώστης θα βγάλει τα συμπεράσματα μόνος του. Οι άνθρωποι, και μάλιστα της εκκλησίας, στην Κόλαση του Δάντη θα είχαν μια τιμωρία σε κάποιο κύκλο της. Εδώ τι συμβαίνει; Γιατί να επιμένει ο Τζαννόττο να εκχριστιανίσει τον Αβραάμ;  Κι εκείνος γιατί να γίνει χριστιανός αφού είδε όλα τα κακά του κόσμου; Μήπως ήθελε να μας πει ότι ο Αβραάμ ως Εβραίος βρήκε καλύτερο έδαφος δράσης και κερδοσκοπίας; Είναι η εποχή που οι Εβραίοι στην Ιταλία είναι υπό διωγμόν; Μήπως ήθελε να μας πει ότι οι δεν κάνουν οι θρησκείες τους καλούς ανθρώπους και οι άνθρωποι σε όποιον θεό και αν πιστεύουν ίδιοι είναι;  Και τότε γιατί να γίνει χριστιανός και τι είδους «καλός χριστιανός»  έγινε; Σαν εκείνους που συνάντησε στη Ρώμη ή έγινε τέτοιος που  να μπορεί μετά θάνατον να εξακολουθήσει να είναι φίλος του Τζαννόττο.  Παντού τα πάντα λέει ο λαός και,  τέλος τέλος, επιτρέπονταν τέτοια κείμενα στην Ιταλία του καιρού εκείνου, όταν δυο αιώνες μετά έκαιγαν την πυρά φιλοσόφους και αστρονόμους για πράγματα κοσμολογικά;;; (Το τελευταίο βεβαίως έχει ήδη απαντηθεί πιο πάνω). Παράξεναι αι βουλαί του Κυρίου και του Βοκακίου.

Δεύτερη ιστορία, πάλι από την Πρώτη μέρα και είναι το όγδοο διήγημα.

Στη Γένοβα ζει ένας πάμπλουτος τσιγκούνης, ο κύριος Ερμίνο ντε Γκριμάλντι και στην πόλη καταφθάνει ένας άξιος αυλικός με καλούς τρόπους. Ο τσιγκούνης, που είχε χάσει το ντε Γκριμάλντι και είχε ως προσωνύμιο το Ερμίνο ο Φιλάργυρος, υποδέχτηκε τον ευγενή και του έδειξε το πάρα πολύ ωραίο σπίτι του, ρωτώντας τον αν υπάρχει κάτι που «ποτέ να μην έχει δει κανείς και που θα μπορούσα να ζητήσω να μου ζωγραφίσουν στη σάλα αυτού του σπιτιού μου;». Κι εκείνος απάντησε με πολλά λόγια που εδώ συμπυκνώνονται στο: «Κύριε μου… αν το επιθυμείτε, θα σας δείξω  για τα καλά κάτι που εσείς δεν πιστεύω να έχετε ποτέ δει…  Ζητήστε να σας ζωγραφίσουν την Ευγένεια». Και ο Ερμίνο ντράπηκε και «γίνηκε γενναιόδωρος… καλοσυνάτος κι ευγενής… και τιμούσε περισσότερο και τους ξένους και τους συμπολίτες του».

Σ’ αυτό το διήγημα έχουμε με ήπιο τρόπο έναν σωφρονισμό.

Τι θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι κάνει ο Βοκάκιος; Ίσως ότι στηλιτεύει τα ανθρώπινα ελαττώματα, και διδάσκει: με το πρώτο διήγημα τη Φιλία και με τον δεύτερο την Ευγένεια. Και με τα υπόλοιπα αναλόγως.

Ο σημερινός αναγνώστης θα αναγνωρίσει στις ιστορίες του Βοκάκιου την πολύ ωραία δική μας  εποχή… Το εισαγωγικό Σημείωμα του  Μεταφραστή και μεταφρασεολόγου Στέλιου Χουρμουζιάδη είναι πλήρως κατατοπιστικό και η μετάφρασή του απολαυστική, ο Πρόλογος  του Φραντσέσκο Νέρι επίσης πολύ σημαντικός για τον Έλληνα αναγνώστη.

Το εξώφυλλο κοσμεί Σχέδιο του Rockwell Kent από την έκδοση του 1949. Η Περισπωμένη πρόσθεσε ένα ακόμα καλό βιβλίο στις εκδόσεις της που ανανεώνει το ενδιαφέρον μας για τα κλασικά γράμματα.

Ανθούλα Δανιήλ

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.